Πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες

 21 Σεπτεμβρίου 1956. Χαράματα στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας.
Ο ήλιος δεν έχει ακόμα σκορπίσει τις ακτίνες του στη μαρτυρική μεγαλόνησο, αλλά μια ασυνήθιστη κίνηση μαρτυρά πως κάτι σοβαρό θα γίνει σήμερα.
Πράγματι, δυο στρατιώτες του Βρετανικού αποικιακού καθεστώτος μπαίνουν βιαστικοί στο χώρο των κελιών και βγάζουν έξω τρία παλικάρια: το Μιχαήλ Κουτσόφτα, το Στέλιο Μαυρομμάτη και τον Ανδρέα Παναγίδη.
Ο Ανδρέας είναι μόλις 22 ετών, αλλά έχει ήδη προλάβει να παντρευτεί την αγαπημένη του Γιαννούλα και να αποκτήσει μαζί της τρία παιδιά. Δεν πρόλαβε να τα χαρεί, δεν πρόλαβε να τα δει να μεγαλώνουν … Μεγάλωσαν ορφανά, μα περήφανα γιατί ήταν τα παιδιά ενός ήρωα, αργότερα παντρεύτηκαν και απέκτησαν έξι δικά τους παιδιά.
Ο Ανδρέας Παναγίδης με τη Γιαννούλα τη μέρα του γάμου τους
Ένα από τα εγγόνια του ήρωα, η Μαρία Λαονάρη μεταφέρει τις αφηγήσεις της μητέρας της και της γιαγιάς της τις τελευταίες στιγμές του ήρωα.

“Ένα απ’ αυτά τα παιδιά είμαι κι ́εγώ και είναι τιμή μου να έχω αυτό τον ήρωα για παππού. Ο Ανδρέας Παναγίδης ήταν καλός οικογενειάρχης και λάτρευε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αυτή του η αγάπη φαινόταν μέσα από τις πράξεις του. Παρά τη φτώχεια που επικρατούσε εκείνη την εποχή, φρόντιζε ν’ αγοράζει καθημερινά καραμέλες στα παιδιά του όταν επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά. Του άρεσε να ρίχνει ψηλά τις καραμέλες και να βλέπει τα παιδιά να τρέχουν να τις μαζέψουν. 

Τότε εργαζόταν σαν επιπλοποιός αλλά για ένα μικρό χρονικό διάστημα δούλεψε και σαν μάγειρας στη N.A.A.F.I. του αεροδρομίου Λευκωσίας. Ήταν αχώριστος φίλος με το Μιχαήλ Κουτσόφτα και πάντα βοηθούσε ό ένας τον άλλο. 

Πριν ακόμη ενταχθούν στην ΕΟΚΑ, ύψωναν κάθε βράδυ την ελληνική σημαία, σε διάφορα σημεία του χωριού, αλλά το επόμενο πρωί την κατέβαζαν οι Άγγλοι. Ένα βράδυ αποφάσισαν ν’ ανέβουν στον ευκάλυπτο στην πλατεία του χωριού κι’ εκεί ύψωσαν τη σημαία στο πιο ψηλό σημείο. Κατεβαίνοντας έκοψαν όλα τα κλαδιά του ευκάλυπτου ώστε κανένας να μην μπορεί να κατεβάσει τη σημαία. Το επόμενο πρωί μάταια οι Άγγλοι προσπαθούσαν να κατεβάσουν τη σημαία. Έτσι αναγκάστηκαν να κόψουν τα δέντρα. 

Η ορκωμοσία τους στην ΕΟΚΑ έγινε από τον τομεάρχη Κυριάκο Γωγάκη. Το τελευταίο βράδυ πριν τον συλλάβουν οι Άγγλοι, ο Ανδρέας Παναγίδης το πέρασε με την οικογένειά του. Έπαιξε και γέλασε με τα παιδιά του. Ύστερα πήρε τον Αριστείδη που ήταν τεσσάρων ετών στα πόδια του και τον ρώτησε αν ήξερε για τον Καραολή και το Δημητρίου. Ο μικρός του απάντησε «είναι ήρωες παπά (μπαμπά)». Ύστερα ρώτησε τον πατέρα του «παπά θα γίνεις κι’ εσύ ήρωας;». Ο Παναγίδης αρχικά τα έχασε και αφού δάκρυσε του απάντησε «αν το θέλει ο Θεός γιε μου θα γίνω». Αμέσως μετά έβαλε τα παιδιά για ύπνο και τα φίλησε. Αυτές ήταν οι τελευταίες στιγμές του Παναγίδη με την οικογένειά του. 

Την επόμενη μέρα 16 Μαΐου 1956, ο Παναγίδης, ο Κουτσόφτας και ο Παρασκευάς Χοιροπούλης, πήγαν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στο παρατηρητήριο “Όμηρος”. Στόχος τους ήταν να πάρουν τα όπλα που βρίσκονταν εκεί και να απαγάγουν τον Άγγλο στρατιώτη που τα φρουρούσε. Το στρατιώτη σκόπευαν να τον ανταλλάξουν με το Χαρίλαο Μιχαήλ ή τον Αντρέα Ζάκο. Τη συγκεκριμένη μέρα όμως, σε μικρή απόσταση από το παρατηρητήριο, υπήρχαν πολλοί στρατιώτες που τοποθετούσαν συρματοπλέγματα. Μέσα στο παρατηρητήριο, αντί ένας στρατιώτης, υπήρχαν δύο. Έγινε μεγάλη μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο ένας στρατιώτης και τραυματίστηκε ο δεύτερος. Οι τρεις τους, προσπάθησαν να διαφύγουν, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφεραν. 

Πρώτος συνελήφθη ο Παναγίδης και μετά από 10 λεπτά ο Κουτσόφτας. Δυόμισι ώρες μετά, συνελήφθη και ο Χοιροπούλης με τη βοήθεια ελικοπτέρου. Οδήγησαν και τους τρεις αγωνιστές στο αεροδρόμιο, όπου και τους βασάνισαν φοβερά. Μετά οδήγησαν τον Παναγίδη στην Ομορφίτα, τον Κουτσόφτα στον Άγιο Δομέτιο και το Χοιροπούλη στο Σαράγιο. 

Η δίκη ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση. Η απόφαση έλεγε ότι ο Παναγίδης με τον Κουτσόφτα θα απαγχονίζονταν, ενώ ο Χοιροπούλης θα εξοριζόταν. Δικηγόροι των δύο αγωνιστών ήταν ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, ο Γλαύκος Κληρίδης, ο Ρένος Λυσιώτης και ο Τίτος Φάνος. Κατά τη διάρκεια της κράτησης τους, πέρασαν φοβερά βασανιστήρια από τους Άγγλους. 

Ο Παναγίδης, εκτός από τη σωματική πέρασε και από ψυχολογική βία, γιατί οι Άγγλοι πίστευαν ότι θα πρόδιδε πιο εύκολα την πατρίδα του, αν έβαζαν μπροστά τα παιδιά του. Μια μέρα αφού τον βασάνισαν, τον ρώτησαν πόση περιουσία θ’ αφήσει στα παιδιά του. Ο Παναγίδης τους απάντησε «ούτε γρόσι, μόνο το όνομα μου». Τότε οι Άγγλοι άνοιξαν μια βαλίτσα γεμάτη χρήματα και του είπαν ότι αν πρόδινε ένα συναγωνιστή του για κάθε παιδί του θα τον άφηναν ελεύθερο και θα γινόταν πλούσιος. Τότε ο Παναγίδης έριξε την τσάντα στο πάτωμα και τους είπε ότι προτιμά τα παιδιά του να ζήσουν μια δύσκολη ζωή και να είναι περήφανα παρά να τον θεωρούν προδότη.

Οι Άγγλοι είχαν υποσχεθεί στον Παναγίδη ότι θα του επέτρεπαν να δει τα παιδιά του, να τ’ αγκαλιάσει και να τα φιλήσει την τελευταία μέρα. Όταν η οικογένεια πήγε να τον επισκεφθεί για τελευταία φορά η αγγλίδα δεσμοφύλακας απαγόρευσε την είσοδο των παιδιών στις φυλακές. Τότε η σύζυγος του Παναγίδη, Γιαννούλα, δεν άντεξε και αρπάζοντας το μικρότερο παιδί της από τα χέρια της Αγγλίδας το έριξε στο χώμα και της επιτέθηκε. Την κτύπησε άγρια και κατάφερε να πάρει τα παιδιά της στον πατέρα τους. Δεν επέτρεψαν στον Παναγίδη να τ’ αγκαλιάσει, αλλά τουλάχιστον τον είδαν για τελευταία φορά.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τις τελευταίες στιγμές των ηρώων. Χόρευαν και τραγουδούσαν με όλη τους την ψυχή. Ο πατέρας του Παναγίδη αυθόρμητα έβγαλε ένα μαντίλι για να χορέψει με το γιο του. Επειδή όμως δεν μπορούσε να πάρει το μαντίλι, ακούμπησαν τα χέρια πάνω στο σύρμα της πόρτας και ξεκίνησαν να χορεύουν. Ο γιος του Παναγίδη, Αριστείδης, κτυπούσε τα χέρια φωνάζοντας «όπα». Ο Παναγίδης τότε του είπε: «χόρεψε γιε μου, χόρεψε για το μεγάλο ταξίδι που θα κάνει απόψε ο πατέρας σου». Ο πατέρας του Παναγίδη με δυνατή φωνή απήγγειλε το ποίημα: «τι τιμή στο παλικάρι όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά» και η μάνα του απάγγειλε το τσιαττιστό «ήθελα να’ μουν νια για να πάω πολεμήσω και έτσι αιώνιον ζωή να την κληρονομήσω». Έτσι αποχαιρέτησαν οι οικογένειες τους τρεις μελλοθανάτους”. 

 

Ο Παναγίδης έγραψε παραμονές του απαγχονισμού του στη γυναίκα του και τα παιδιά του:

«Αξιολάτρευτα μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, Χαίρετε.
Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη, 10 η ώρα βράδυ.
Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956,
θα εκτελεσθούμε. 
Ίσως, όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα, εγώ να μην υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς. 
Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. 
Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. 
Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. 
Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. 
Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά και με μια απέραντη πατρική αγάπη. 
Αλλά δυστυχώς σας αφήνω, χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε, όπως το ονειρευόμουν… 
Κι εσύ, πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα, σου ζητώ για τελευταία χάρη
να περνάς καλά με τα παιδιά μας. 
Αγάπα τα θερμά, τόσο πολύ, και για μένα. 
Και εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. 
Και να σεβαστής και το δικό μου όνομα. 
Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνει στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. 
Αυτή τη στιγμή που σου γράφω, ένα χαμόγελο γλυκύ στολίζει τα χείλη μου, γιατί είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. 
Η ψυχή μου είναι γεμάτη μια αληθινή χαρά, γιατί είμαι υπερήφανος για σένα. 
Μη δώσεις καμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. 
Σου ζητώ συγγνώμη και συγχώρεση για ό, τι σου έφταιξα Γιαννούλα. …
Έχετε γεια, μια και για πάντα, αγαπημένες μου υπάρξεις. 
Με φιλιά και αγάπη, ο σύζυγος σου και ο αγαπητός σας πατέρας
Ανδρέας Σ. Παναγίδης.
Τέσσερα χρόνια μετά, στις 24 Αυγούστου 1960 κι ενώ πια η Κύπρος είναι ελεύθερο κράτος, η γυναίκα του μαζί μα τα τρία παιδιά τους, τον Αριστείδη, τη Δέσποινα και την Αυγή μαζί με στενούς συγγενείς, επισκέφθηκαν για πρώτη φορά τα Φυλακισμένα Μνήματα, όπου οι Βρετανοί έθαψαν τα βασανισμένα κορμιά των ηρώων.
Η συγκίνηση είναι μεγάλη. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες ξεσπάνε σε λυγμούς. Οι άντρες ντυμένοι με τις παραδοσιακές φορεσιές στέκονται ακίνητοι, όπως θα στέκονταν στο μνημείο του βασιλιά Ευαγόρα ή του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού  …
Τα παιδιά αμήχανα κοιτούν τους μεγάλους. Μόνο ο οχτάχρονος Αριστείδης σοβάρεψε ξαφνικά. Κοίταξε έναν-έναν τις θείες, τον παππού και τη μάνα. Ύστερα άρχισε με τα μικρά χεράκια του να παραμερίζει το χώμα και να σκάβει. Είχε ήδη ανοίξει μια μικρή λακούβα όταν μια από τις γυναίκες τον παρατήρησε.
“Τι κάμνεις γιε μου;” είπε απορημένη.
Εκείνο δεν της απάντησε.
Μόνο τα μεγάλα μαύρα μάτια του την κοίταξαν κατευθείαν στης ψυχής της τα βάθια και της αποκρίθηκε βουβά: “Το ξέρω πως είναι στα ουράνια, η μάμα μάς έχει διαβάσει το τελευταίο γράμμα πολλές φορές. Τα χέρια του μόνο θέλω να σφίξω. Εκείνα που δεν πρόλαβα να τα φιλήσω και να του πω Πάπα, έγινες ήρωας!
Υπ.

Με πολλές ευχαριστίες στον αγαπημένο συνάδελφο Μάριο Μιχαηλίδη από τον οποίο δανειστήκαμε την τελευταία φωτογραφία και που στάθηκε η αφορμή για να γνωρίσουμε τον ήρωα.

***

“Επί του πιεστηρίου” (που λέγανε παλιά)

Εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές του απαγχονισμού, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, χωρίς να γνωρίζει το δικό του τέλος, έγραψε ένα ποίημα για τους τρεις. Απαγχονίστηκε έξι μήνες μετά. Και ήταν μόλις 19 ετών.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ “ΤΡΙΟ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΥ”
Γιατί μαυρίζει ο ουρανός
κι ας είναι καλοκαίρι;

Λες κι η αυγή κατάμαυρο
χαμπάρι θα μας φέρη….

Και ναι! Χτυπούνε πένθιμα
κάθε χωριού καμπάνες.

Κλαίνε μαζί τρεις μάνες,
μαζί τους κι όλη η γη.

Κι είναι γλυκό το κλάμα τους
από χαρά λες κλαίνε.

Λόγια Σουλιώτου λένε
στην πένθιμη σιγή:

“Ποτέ δεν θα πεθάνουνε
όσοι πέθαναν σήμερα.

Και της σκλαβιάς τα σίδερα
θα σπάσουν κάποια μέρα,

και θ’ ακουστούν ελεύθερα
τραγούδια πέρα ως πέρα
στο Ελληνικό νησί….”

ΠΗΓΗ