Άγ. Νικηφόρος, Η ευωδία του λειψάνου, το κάψιμο και η διόρθωση της αδιάφορης συζύγου!

Ένας ευλαβής χριστιανός, νέος στην ηλικία […] πήγε κάποια ημέρα στον πατέρα Ευμένιο [Γέροντας, π. Ευμένιος Σαριδάκης υποτακτικός του οσίου Νικηφόρου του λεπρού] και του είπε:
– Πάτερ, άκουσα ότι έχετε άγια λείψανα του πνευματικού σας, του πατρός Νικηφόρου. Θα ήθελα να μου δώσετε κι εμένα, για ευλογία, να προστατεύουν την οικογένειά μου.

Ο πατήρ Ευμένιος του έδωσε ένα τεμάχιο.

Εκείνος το πήρε, το τύλιξε με ευλάβεια και το έβαλε στο τσεπάκι του υποκαμίσου του -ήταν καλοκαίρι- και µετά έφυγε με την μηχανή του για το σπίτι του.

Καθ’ οδόν και ενώ έτρεχε με αρκετά μεγάλη ταχύτητα, του ερχόταν µία άρρητη ευωδία συνέχεια.

Και, παρ’ όλο που έπρεπε, φυσιολογικά, απ’ ό,τι έλεγε ο ίδιος, «την ευωδία αυτή να την παίρνη ο αέρας λόγο της ταχύτητος», ωστόσο η ευωδία τον πλημμύριζε ολόκληρον.

Το σημαντικώτερο όμως είναι το εξής.
Όταν αυτός πήγε στο σπίτι του, λέει στην γυναίκα του:
– Έλα, γρήγορα, να ασπασθής ένα άγιο λείψανο που έφερα.

Η γυναίκα του, όταν πήγε να το προσκυνήση πετάχθηκε τροµαγμένη προς τα πίσω και φώναξε, «Μ’ έκαψε, μ’ έκαψε»!

Αργότερα η ίδια διαβεβαίωνε:
– Όταν πλησίασα τα χείλη μου να ασπασθώ το άγιο λείψανο, αισθάνθηκα μια έντονη θερμότητα, κάτι αν κάψιμο, γι’ αυτό φοβήθηκα και πετάχθηκα προς τα πίσω».

Έκτοτε η γυναίκα αυτή έγινε πιο πιστή, γιατί µέχρι τότε ήταν, λίγο ως πολύ, αδιάφορη στα πνευματικά.

Μετά τοποθέτησαν το άγιο λείψανο στο προσκυνηταράκι τους και του ανάβουν καντηλάκι κάθε μέρα.

 

Από το βιβλίο του Μοναχού Σίμωνος, ο «Άγιος Νικηφόρος ο λεπρός, ο θαυματουργός.

πηγή