«Αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα» (Λουκ. 6, 34).

«Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω».

Οι άνθρωποι τρεπόμαστε προς τους ομοίους μας. Προς αυτούς που πιστεύουμε ότι μπορούν να μας καταλάβουν γιατί ακολουθούν τον ίδιο δρόμο ζωής. Δεν έχει σημασία αν είναι διαφορετικό το επάγγελμά τους, τα πρόσωπα με τα οποία σχετίζονται, κάποιες από τις προτεραιότητές τους.
Βρίσκουμε κάποια κοινά μαζί τους και αισθανόμαστε κοντά τους. «Δεν είμαι μόνο εγώ που κάνω έτσι, είναι κι άλλοι».
Στους καιρούς μας απουσιάζει η συνείδηση αυτού που ενώνει όλους τους ανθρώπους σε ένα κοινό μονοπάτι. Η επίγνωση ότι είμαστε αμαρτωλοί. Η αμαρτία δεν συναντάται συχνά στο λεξιλόγιο και στην σκέψη μας, από τους μικρότερους ώς τους μεγαλύτερους. Κι όμως. Είναι η κοινή συνισταμένη μας. Είμαστε αμαρτωλοί δεν σημαίνει μόνο το ότι δεν τηρούμε τις εντολές του Θεού, το Ευαγγέλιο, τον τρόπο της Εκκλησίας. Είμαστε αμαρτωλοί σημαίνει ότι επενδύουμε τα πάντα στον εαυτό μας, στην θέση μας, στα χαρίσματα, στις ικανότητές μας. Βλέπουμε τον κόσμο μέσα από την δική μας προοπτική.
Απαιτούμε, γιατί εμείς είμαστε το κέντρο. Μπαίνουμε σε έναν ανταγωνισμό ποιος δικαιούται περισσότερα και τι. Κρίνουμε και κατακρίνουμε τους άλλους, γιατί δεν είναι όπως εμείς ή όπως τους θέλουμε. Και αφηνόμαστε σε μία ομάδα παθών, τα οποία ριζώνουν στην απουσία εμπιστοσύνης στον Θεό και το θέλημά Του, στην άρνησή μας να ζήσουμε όπως Εκείνος θέλει και στην προτίμηση εμείς να είμαστε όχι οι υπεύθυνοι μόνο, αλλά οι αποκλειστικοί διαχειριστές της ζωής μας.
Ο Χριστός, στην επί του όρους ομιλία Του, δείχνει στους ανθρώπους του καιρού Του, αλλά και κάθε εποχής, ότι εύκολα βλέπουμε τους άλλους ως αμαρτωλούς, γιατί έχουμε περιορίσει την το περιεχόμενο της αμαρτίας σε πράξεις και σκέψεις, κάποτε στην λογική του «δεν πειράζει, άνθρωποι είμαστε» και κάποτε στην λογική της αυτοδικαίωσης. Αφού δεν κάνω όπως οι αμαρτωλοί, είμαι εντάξει. Ξεπέρασα την αμαρτία.
Ο Χριστός δείχνει ακόμη ότι οι συμπεριφορές των αμαρτωλών είναι ακριβώς σ’ αυτήν την λογική. Ανταποδίδουν στα ίσια ό,τι τους δίνεται.
Είναι πρόθυμοι να συνδράμουν τους ομοίους τους. Λειτουργούν στην προοπτική του δούναι και λαβείν. Κάποτε, μάλιστα, είναι πολύ καλύτεροι από όσους αυτοδικαιώνονται, φαντασιούμενοι ότι δεν έχουν αμαρτίες. Διότι αυτοί έχουν ξεχάσει ότι κλειδί της πίστης στον Θεό είναι να δίνεις εκεί που δεν περιμένεις να πάρεις.
Πόσο ανοιχτοί είμαστε ως χριστιανοί σε εκείνους οι οποίοι δεν έχουν να μας δώσουν; Δεν είναι μόνο η υλική ανταπόδοση. Ένα ευχαριστώ, κάποτε ένα βλέμμα είναι σημάδια που αρκούν για να μοιραστούμε με χαρά. Κάποτε δεν υπάρχουν ούτε αυτά. Κληθήκαμε όμως να συναισθανόμαστε ότι όπως ο Θεός προσέλαβε την φύση μας, χωρίς να περιμένει ούτε ένα σημείο από εμάς, έτσι κι εμείς καλούμαστε να εμπιστευθούμε τον λόγο και το παράδειγμά Του και με ταπεινότητα και αγάπη να δώσουμε, ό,τι και όσο μπορούμε.
«Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη», λέει ο ποιητής (Δ. Σολωμός). Δεν κουράζεται η καλοσύνη, η οποία μας βγάζει από την αίσθηση ότι είμαστε δίκαιοι, αλλά και από την κρυμμένη αμαρτωλότητα, την οποία θέλουμε να αγνοούμε. «Η αγάπη καλύψει πλήθος αμαρτιών», λέει ο Απόστολος (Α’ Πέτρ. 4,8). Η καλοσύνη κάνει την καρδιά να αγαπά, αλλά και η αγάπη δίνει κουράγιο στην καλοσύνη.
Είμαστε όμοιοι με τους αμαρτωλούς σε όλα, γιατί κι εμείς αμαρτωλοί είμαστε. Λυγίζουμε όταν βλέπουμε ότι η πίστη δεν μας κάνει να νικούμε όπως θα θέλαμε, αλλά, νικημένοι, να είμαστε νικητές με τον τρόπο που ο Χριστός μάς διδάσκει.
Η δύναμή μας φτάνει μέχρι την ελπίδα της ανταπόδοσης. Η πίστη μάς κάνει να πάμε στο επόμενο σκαλί. Δώσε και μην υπολογίζεις ότι θα πάρεις.
Κράτα την καρδιά σου ανοιχτή στην συγχώρεση, στην υπομονή, στην ταπεινότητα. Στον Χριστό που μας αγαπά. Κι Εκείνος θα στηρίξει.