Αναμνήσεις από τον αείμνηστο ηγούμενο της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Γρηγόριο

Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος (Θεολόγος-Νομικός)
 
Πριν αρκετά χρόνια, ως φοιτητής, επισκεπτόμουν μόνος, χωρίς παρέες, συχνά το Άγιο Όρος. Συνολικά την περίοδο εκείνη είχα ξεπεράσει τις 20 επισκέψεις. Μάλιστα, πάντα μία διανυκτέρευση οπωσδήποτε ήταν στη Μονή Δοχειαρίου. Εκεί γνώρισα μια ξεχωριστή μορφή της Ορθοδοξίας και έναν διαλεχτό εργάτη στον αμπελώνα του Κυρίου, τον αοίδιμο ηγούμενο της Μονής Γρηγόριο, που με μια ματιά πάνω του και κυρίως με μια σύντομη ανίχνευση του βλέμματός
 
του, καταλάβαινε κανείς ότι είχε δοθεί ολόκληρος στο Χριστό και είχε αφοσιωθεί σ’ αυτόν.
 
Την πρώτη φορά, που βρέθηκα στη Μονή, θυμάμαι, είδα τρεις με τέσσερις μοναχούς να καθαρίζουν την αυλή. Απευθύνθηκα σ’ έναν απ’ αυτούς και τον ρώτησα αν μπορώ να παραμείνω για δύο βράδια στη Μονή.
 
-Ορίστε, μου ανέφερε, ο ηγούμενος θα σου πει και μου τον έδειξε.
 
Βρισκόταν λίγο παραπέρα, με ανασηκωμένο το φθαρμένο ράσο, μ΄ έναν ψάθινο καπέλο στο κεφάλι, ήταν τέλη Ιουλίου, και με λάστιχο πότιζε λουλούδια.
 
Τον πλησιάζω κάπως διστακτικά. Ευλογείτε, του λέω. Μ’ ένα αυστηρό ύφος, που, όμως, φαινόταν ότι προέρχεται από μια ατάραχη και ατσαλένια και ευαίσθητη καρδιά, και χωρίς να με κοιτάει, με ρωτάει:
 
-Τι θέλεις;
 
-Μπορώ να καθίσω για δύο βραδιές στο μοναστήρι;
 
-Δεν είμαστε ξενοδοχείο, αλλά αν ήρθες πραγματικά να προσκυνήσεις, να καθήσεις όσο θέλεις, μου απαντά, και απότομα σηκώνει το κεφάλι του να με δει.
 
Τότε στο πρόσωπό του αναγνώρισα, χωρίς να το καλοσκεφτώ και να το πολυσκεφτώ, κάτι το ιδιαίτερα ελκυστικό. Παρά τη φαινομενική σκληρότητα, είχε μια απλότητα, μια προσήνεια, μια αγνότητα φιλικής εγγύτητας, που δεν την εύρισκα σε άλλους εύκολα.
 
Την επόμενη μέρα ζήτησα να τον δω προσωπικά. Δέχθηκε και με ανέβασε στο γρφείο του. Πολύ φτωχό ως προς τα έπιπλά του, σχεδόν άδειο. Πλούσιο, πάμπλουτο, όμως, ως προς την πνευματικότητά του.
 
Οσμιζόσουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αγιότητας: τη φτώχεια και την ταπείνωση, που είναι οι ασφαλέστεροι δρόμοι για τη Βασιλεία των Ουρανών.
 
Αν δεν με ξεγελά η μνήμη μου υπήρχαν λείψανα αγίων και δύο μεγάλες φωτογραφίες των γεροντάδων του του Αμφιλόχιου Μακρή (που πρόσφατα αγιοκατατάχτηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο) και Φιλόθεου Ζερβάκου. Μου μίλησε αμέσως γι’ αυτούς και σπινθήρισαν τα μάτια του, από τα οποία κύλησαν δάκρυα.
 
-«Έφεραν πολλούς σε μετάνοια και επίγνωση Θεού, και εμένα, που με βλέπεις, και έχω γλυκιά την ενθύμησή τους».
 
Ένιωσα σ’ εκείνον τον μικρό χώρο, καθώς μου διηγούνταν βιώματά του από τον Αμφιλόχιο Μακρή και το Φιλόθεο Ζερβάκο, ότι οι καρδίες μας βρέθηκαν πολύ κοντά. Ήταν ένα πραγματικό θαύμα να εξέρχομαι από το κελί του με βέβαιη την πίστη, με σταθερή την ελπίδα, έχοντας γευθεί την αγάπη του.
 
Κάποια άλλη φορά, διαπίστωσα ότι συνεχώς παρατηρούσε έναν συγκεκριμένο μοναχό. Και μια απορία, σχηματίστηκε στο μυαλό μου. Την αντιλήφθηκε, χωρίς να το αντιληφθώ.
 
Με φωνάζει στην άκρη και μου λέει: «Το κάνω όχι από παλαβομάρα ή γιατί δεν τον νοιάζομαι, αλλά ακριβώς επειδή τον νοιάζομαι και δεν θέλω να φουσκώσει από οίηση».
 
Κάποτε αγωνιούσα, γιατί ο πατέρας μου ήταν, μετά από μια δύσκολη εγχείρηση τρεις μήνες στο νοσοκομείο, πλησίαζε προς τον τέταρτο, το περισσότερο διάστημα στην εντατική. Αναστατωμένος, κατέφυγα σ’ αυτόν. Ήρεμα με διαβεβαιώνει: «Έξι μέρες, αφότου γυρίζεις στην Αθήνα, θα πάρει εξιτήριο». Όπως και έγινε. Φυσικό επακολούθημα της ασκητικότητάς του και του «λάθε βιώσας» ήταν ότι ο θεός τον κόμισε με διάφορα χαρίσματα.
 
Το είχε ως αρχή στο βίο του. Όσοι τον ήξεραν, μπορούν να βεβαιώσουν ότι ουδέποτε επιζήτησε τους επαίνους των ανθρώπων.
 
Μάλιστα το αντίθετο επεδίωκε πολλές φορές.
 
Ενώ είχε γνώσεις πολλές και ζηλευτά πνευματικά επιτεύγματα, ζούσε στην αφάνεια, πεπεισμένος ότι όποιος ζητάει να αρέσει στους ανθρώπους, δεν αρέσει στο Θεό.
 
Άλλες φορές τον συνάντησα στην Κόνιτσα, όπου συμμετείχε στις εκδηλώσεις του αλησμόνητου Μητροπολίτη Σεβαστιανού για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών.
 
Οι φωτισμένες και αγωνιστικές αυτές μορφές είχαν ιδιαίτερη σχέση. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τον επικήδειο λόγο του κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία του Σεβαστιανού: «…Κόνιτσα, Δεσποτάδες θα βρεις πολλούς, αλλά Σεβαστιανό κανέναν. Είναι οι προφητικές και μαρτυρικές μορφές, που ο Θεός στέλνει κάθε τριακόσια χρόνια…». Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο λόγος ο δικός του για τον Σεβαστιανό, δεν ταιριάζει απόλυτα και στον ίδιο.
 
Αν μπορούσα με λίγες λέξεις να τον περιγράψω και να τον ζωγραφίσω, όπως τον έχω συγκρατήσει μέσα μου ως προσωπικότητα, θα τόνιζα ότι ήταν σοβαρός, ακέραιος, αγνοούσε τις κολακείες, τα κατά συνθήκη ψεύδη και την επίπλαστη ευγένεια και σε κανέναν δεν χαρίζονταν.
 
Αλλά ταυτόχρονα συνέγειρε προς το καλό.
 
Ασυμβίβαστος και απόκοσμος και παράλληλα στο επίκεντρο των ανθρώπινων προβλημάτων, δυσκολιών και ανησυχιών.
 
Όλοι εμείς, που γνωρίσαμε τη δύναμη της ικεσίας του, τον παρακαλούμε να μη μας ξεχνά, όταν εμείς ξεχνούμε το ζωηφόρο παράδειγμά του.