Ο θείος έρωτας γεννιέται μέσα στην ψυχή με την υπακοή στις εντολές και στα θεία δόγματα και με την πνευματική αναζωπύρωση που προξενεί το ζωοποιό Πνεύμα μέσα στην καρδιά, και φουντώνει σαν φλόγα.
Αυτός είναι σαν κάποια ψυχή της καθαρής και αιώνιας και αέναης θείας προσευχής και η κίνηση, η ενέργεια, η ενότητα και η σύνοψη της, η έκσταση και η όρασή τής τέλειας και υπερφυσικής ενώσεως με το Θεό και το αναμφισβήτητο υπερφυσικό ξεκίνημα του ενυπόστατου νοερού φωτισμού, κατά τους Πατέρες, που είναι το δώρο της θεώσεως, ο αρραβώνας της μέλλουσας κληρονομίας των Αγίων, το ενέχυρο της δόξας του Χριστού, το υπερουράνιο ένδυμα της υπερκόσμιας αγαλλιάσεως, η ιερή σφραγίδα της υιοθεσίας και, με λίγα λόγια, η λαμπρότητα εκείνη που αναδεικνύει τους μετόχους της σύμμορφους με το Χριστό και συμμέτοχους της άρρητης θεότητας Του, ώστε και αδελφούς Του να τους ονομάσει και κληρονόμους Θεού και συγκληρονόμους δικούς Του, όπως και είναι, πράγμα υπερβολικά θαυμαστό.
Γι’ αυτό λοιπόν είναι μακάριος εκείνος που με την κατάλληλη επιμέλεια όσων αναφέραμε, απέκτησε τον ανέκφραστο έρωτά του Θεού και είναι προσηλωμένος με την αγία προσευχή και την ησυχαστική ζωή στο Θεό. Αυτός πράγματι θα είναι ενωμένος με το Θεό και Θα υποστεί την υπέρνοη θεοποιό αλλοίωση,
θεωρώντας πλέον χαρά τα υπέρ Χριστού παθήματα και επιθυμώντας με όλη του την ψυχή να εκτελεί τις εντολές Του.