Χριστούγεννα στο Βυζάντιο

“…Τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι και σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα με τη συνοδεία αυλών και συρίγγων, ενός πνευστού οργάνου που μοιάζει με τον αυλό του Πανός ή το Πανφλάουτο. Από κάποιους στίχους του 12ου αιώνα του Ιωάννη Τζέτζη γνωρίζουμε ότι τα παιδιά μαζί με τα κάλαντα απεύθυναν και εγκώμια στους ιδιοκτήτες των σπιτιών και δεχόντουσαν τα φιλοδωρήματά τους. Δεν ήταν, όμως, μόνο τα παιδιά που περιφέρονταν στους δρόμους και έλεγαν τα κάλαντα, αλλά και ενήλικοι μουσικοί, οι οποίοι μάλιστα όταν δεν αμείβονταν με το ποσό που ήθελαν συνέχιζαν να τραγουδούν μέχρι αργά την νύχτα…”

Ιστορία της γιορτής των Χριστουγέννων

Η γέννηση του Χριστού, αν και αδιαμφισβήτητα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες στιγμές στη ζωή της Εκκλησίας, καθυστέρησε να ενταχθεί στο εορτολόγιό της, τουλάχιστον ως προς την ημερομηνία που τη γνωρίζουμε σήμερα. Πριν από τον 3ο αιώνα μ. Χ. δεν υπήρχε κάποια σχετική εορτή, ενώ στα τέλη του καθιερώθηκε να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα μαζί με τα Επιφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια ακόμα ώσπου τον 4ο αιώνα να καθιερωθεί ξεχωριστή γιορτή αφιερωμένη στη γέννηση του Θεανθρώπου.

Η επιλογή της ημερομηνίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση και γέννησε πολλές συζητήσεις. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει καμία αναφορά ούτε στην Παλαιά ούτε στην Καινή Διαθήκη που να αναφέρει πότε γεννήθηκε ο Χριστός. Αυτό έδινε την ελευθερία να προταθούν διαφορετικές ημερομηνίες που περιελάμβαναν τους μήνες Ιανουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Νοέμβριο. Τελικά επικράτησε η ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου σε μια προσπάθεια να αντικατασταθεί μία εθνική εορτή που τελούταν τότε προς τιμήν του Ήλιου. Το διάστημα του Δωδεκαημέρου που κρατούσαν οι γιορτές, και που περιελάμβανε τα Χριστούγεννα, την πρωτομηνιά του Ιανουαρίου και τα Φώτα, συνέπιπτε και με παλαιότερες γιορτές, όπως τις ρωμαϊκές Καλένδες και τα ακόμα παλαιότερα Σατουρνάλια της Ρώμης και τα Αγροτικά της αρχαίας Αθήνας.

Τον 4ο αιώνα λοιπόν στην Δύση είχαν ήδη καταλήξει σε μία ξεχωριστή γιορτή για τα Χριστούγεννα, όμως στην Κωνσταντινούπολη η γέννηση του Κυρίου γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 378 και αυτό όχι χωρίς αντιδράσεις. Χρειάστηκε μάλιστα να περάσει σχεδόν μισός αιώνας ακόμα, ώσπου το 433 να εορταστούν για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα στους Άγιους Τόπους. Στην επικράτηση της γιορτής σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι προσπάθειες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου.

Πώς γιορτάζονταν τα Χριστούγεννα

Την ημέρα των Χριστουγέννων φαίνεται ότι στην εκκλησία γινόταν αναπαράσταση της γέννησης με την κατασκευή σπηλαίου εντός του κτιρίου και την τοποθέτηση μικρού παιδιού που παρίστανε τον Ιησού μέσα σε αυτό. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε τον 12ο αιώνα, αφού σε ερμηνεία του 83ου κανόνα της εν Τρούλλω συνόδου του Θεοδώρου Βαλσαμών διαβάζουμε τα παράπονα του τελευταίου για τη συνήθεια. Αν μάλιστα πάρουμε ως κυριολεξία τα λόγια του Ιωάννη του Χρυσόστομου που καλούσε τους χριστιανούς το 386 να προσέλθουν στην εκκλησία για να δουν τον «δεσπότη μας να κείτεται σε φάτνη» αυτή η συνήθεια μπορεί να είναι πολύ παλιά.

Κατά τη διάρκεια των εορτών με φροντίδα του Έπαρχου της πόλης οι δρόμοι καθαρίζονταν και στολίζονταν. Ο στολισμός γινόταν με την τοποθέτηση στύλων που επάνω τους τοποθετούσαν δεντρολίβανα, κλαδιά μυρτιάς και λουλούδια της εποχής. Ανάλογου καλλωπισμού και στολισμού τύγχαναν και οι οικίες στις οποίες παρατίθενταν γεύματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο.

Τα ανάκτορα, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να μην συμμετέχουν στο πνεύμα των ημερών. Μέχρι τουλάχιστον τον 12ο αιώνα ο Αυτοκράτορας με την επίσημη ενδυμασία του έβγαινε από το Ιερόν Παλάτιον και περνώντας από τη Μέση, τον πιο πλατύ δρόμο της Κωνσταντινούπολης, συνοδευόμενος από στρατηγούς και αυλικούς και επευφημούμενος από τον Δήμο έφτανε στην Αγία Σοφία. Στον εξωνάρθηκα συναντούσε έναν ανώτερο αυλικό, τον πραιπόσιτο, ο οποίος του αφαιρούσε το στέμμα από την κεφαλή. Έπειτα, ο αυτοκράτορας προχωρούσε ως τον νάρθηκα της εκκλησίας όπου τον υποδεχόταν ο πατριάρχης και ξεκινούσε η λειτουργία. Η πομπή μέσα σε επευφημίες επαναλαμβανόταν κατά την επιστροφή του αυτοκράτορα στα ανάκτορα. Στη συνέχεια ο βασιλιάς παρέθετε επίσημο γεύμα στα ανάκτορα στους άρχοντες, σε ξένους προσκεκλημένους αλλά και σε δώδεκα φτωχούς, κατά τον τύπο των μαθητών του Χριστού. Το γεύμα αυτό συνόδευε χορωδία ψαλτών.

Τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι και σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα με τη συνοδεία αυλών και συρίγγων, ενός πνευστού οργάνου που μοιάζει με τον αυλό του Πανός ή το Πανφλάουτο. Από κάποιους στίχους του 12ου αιώνα του Ιωάννη Τζέτζη γνωρίζουμε ότι τα παιδιά μαζί με τα κάλαντα απεύθυναν και εγκώμια στους ιδιοκτήτες των σπιτιών και δεχόντουσαν τα φιλοδωρήματά τους. Δεν ήταν, όμως, μόνο τα παιδιά που περιφέρονταν στους δρόμους και έλεγαν τα κάλαντα, αλλά και ενήλικοι μουσικοί, οι οποίοι μάλιστα όταν δεν αμείβονταν με το ποσό που ήθελαν συνέχιζαν να τραγουδούν μέχρι αργά την νύχτα.

Έχει γραφτεί, και όχι άδικα, ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια των εορτών, που κρατούσαν όπως είδαμε δώδεκα ημέρες, επικρατούσε ένας άνεμος τρέλας στο Βυζάντιο. Ο λαός πλημμύριζε τους δρόμους και ξεφάντωνε ξεφεύγοντας από τα κατεστημένα όρια. Μέσα στο εορταστικό αυτό κλίμα κάποιοι χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών μην αφήνοντας τους ένοικούς τους να κοιμηθούν. Στις οικίες των πλουσίων συγκεντρωνόταν κόσμος που ζητούσε επιτακτικά δώρα και ισχυριζόταν ότι οι κάτοικοί του τού χρωστούσαν χρήματα. Επικρατούσε μάλιστα η συνήθεια της μεταμφίεσης. Αν πάρουμε ως κυριολεξία τα λόγια των συγγραφέων της εποχής, οι μεταμφιέσεις αυτές δεν πρέπει να είχαν όριο. Οι άνθρωποι παρίσταναν άγρια ζώα, σάτυρους, καλόγερους. Πόρνες ντύνονταν καλόγριες προκαλώντας τη φρίκη της εκκλησίας, ενώ ακόμα και κληρικοί και μοναχοί έπαιρναν μέρος στις διασκεδάσεις ντυμένοι ως σάτυροι και βαδίζοντας στα τέσσερα σαν τα ζώα. Μάλιστα την ημέρα αυτή υπήρχε μία σχετική ελαστικότητα των αρχών αφού οι αυτοκράτορες απαγόρευαν τη σύλληψη ανθρώπων που είχαν υποπέσει σε ελαφρά παραπτώματα. Επιπλέον επικρατούσε η συνήθεια να δίνεται χάρη σε κρατούμενους οι οποίοι δεν βαρύνονταν με κακουργήματα.

Την ημέρα των Χριστουγέννων τελούνταν επιπλέον ιπποδρομίες προς μεγάλη ενόχληση της εκκλησίας η οποία ζητούσε επιτακτικά να μην λαμβάνουν χώρα τέτοιες ημέρες, ώστε ο κόσμος να προσέρχεται στην εκκλησία. Οι ιπποδρομίες ωστόσο ήταν ιδιαίτερα αγαπητές για τους Βυζαντινούς που συνέρεαν μαζικά σε τέτοια θεάματα. Μάλιστα την ημέρα των Χριστουγέννων ο ίδιος ο αυτοκράτορας από το Κάθισμά του παρακολουθούσε τις ιπποδρομίες. Ο περιηγητής Βενιαμίν από την Τουδέλα μάς πληροφορεί ότι παρακολούθησε τέτοιους αγώνες τον 12ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και τους περιγράφει ως ιδιαίτερα λαμπρούς.

Την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων οι Βυζαντινοί συνήθιζαν να παρασκευάζουν το λοχόζεμα και να το στέλνουν σε λεχώνες σε φιλικά σπίτια προς τιμήν των λοχείων της Παναγίας. Το λοχόζεμα ήταν ζωμός με ψημένο σιμιγδάλι, βούτυρο και μέλι και σκοπό είχε να τονώσει τη λεχώνα και να την βοηθήσει να παράγει περισσότερο γάλα. Δεν είμαστε βέβαιοι πότε ξεκίνησε το έθιμο αυτό. Ξέρουμε όμως σίγουρα, χάρη σε μία αναφορά του Συμεών του Μεταφραστή, ότι η συνήθεια αυτή βρισκόταν σε ισχύ τον 10ο αιώνα, όχι όμως και τον 12ο, τουλάχιστον όσον αφορά τη Βασιλεύουσα, όπως μας βεβαιώνει ο Θεόδωρος Βαλσαμών. Αιτία της έκλειψης του εθίμου είναι σχετική απαγόρευση της εκκλησίας η οποία απειλούσε με αφορισμό τους λαϊκούς και καθαίρεση τους κληρικούς που το εξασκούσαν αφού σύμφωνα με την Εκκλησία η Παναγία «οὐκ ἔγνω λοχείαν».

Επίλογος

Έχει επικρατήσει στον ευρύ κοινό η εντύπωση ότι οι Βυζαντινοί ήταν ένας λαός που δε γνώριζε διασκεδάσεις. Μάλιστα την εικόνα αυτή την έχουν ενισχύσει επιφανείς βυζαντινολόγοι όπως ο Alexander Kazhdan και ο Cyril Mango οι οποίοι στηριγμένοι σε προσωπικά τους βιώματα, που δεν θα έπρεπε να θολώνουν την επιστημονική τους ματιά, όπως με κάποια περιττή ίσως κομψότητα, τους καταλογίζει η Avril Cameron, παρουσίασαν τον βυζαντινό άνθρωπο ως φοβισμένο, μόνο, βυθισμένο μέσα στις δεισιδαιμονίες και μακριά από τις χαρές της ζωής. Μια ανεπηρέαστη ωστόσο ματιά στις πηγές μας δείχνει ότι κάθε άλλο παρά ίσχυε κάτι τέτοιο. Ο βυζαντινός άνθρωπος φαίνεται να ήταν το ίδιο ευδιάθετος και πρόσχαρος, όπως οποιοσδήποτε μεσογειακός λαός και γιορτές όπως αυτές του Δωδεκαημέρου που συνδέονταν με τα Χριστούγεννα τον έβγαζαν στο δρόμο και τον έκαναν να ξεχνάει τα προβλήματά του και να γλεντάει. Τα Βυζαντινά Χριστούγεννα ήταν το αποτέλεσμα και το επισφράγισμα ακριβώς αυτής της διάθεσής του.

Βιβλιογραφία

Κουκουλές Φαίδων, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμος Στ, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1955.
Cameron Averil, Οι Βυζαντινοί, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2009.
Βαλτέρ Ζεράρ, Η Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο στον Αιώνα των Κομνηνών (1081-1180), εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1990.
Kazhdan Alexander & Constable Giles, People and Power in Byzantium, Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Ουάσινγκτον 1982.

πηγή