[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]
Μια φορά κι έναν καιρό, μάλωσαν δύο αδέλφια που ζούσαν σε γειτονικές φάρμες. Ήταν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στη σχέση τους. Για 40 χρόνια, εργάζονταν μαζί ως γεωργοί, μοιράζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα τα γεωργικά μηχανήματα, και συνεργάζονταν αρμονικά για την εμπορία των προϊόντων τους.
Όμως, η μακρά συνεργασία τους διεκόπη απότομα. Η διένεξη ξεκίνησε από μια μικρή παρεξήγηση, εξελίχθηκε σε μια σημαντική διαφορά, και τελικά κατέληξε σε ανταλλαγή πικρών κουβέντων.
Ένα πρωί κάποιος χτύπησε την πόρτα του μεγαλύτερου αδελφού. Εκείνος άνοιξε και αντίκρισε έναν άνθρωπο με την εργαλειοθήκη ενός ξυλουργού.
«Ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών» είπε. «Ίσως έχετε ανάγκη για κάποιες μικροεργασίες και θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος».
«Πράγματι» αναφώνησε ο μεγαλύτερος αδελφός. «Έχω μια δουλειά για σένα. Κοίταξε σε εκείνο τον κολπίσκο στο απέναντι αγρόκτημα. Αυτός είναι ο γείτονάς μου. Στην πραγματικότητα, είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα υπήρχε ένα χωράφι ανάμεσα μας.
Όμως, έσκαψε με την μπουλντόζα του μέχρι το ανάχωμα του ποταμού και τώρα υπάρχει ένα ποταμάκι ανάμεσα μας. Λοιπόν, μπορεί να κατάφερε να με εκνευρίσει, αλλά εγώ θα κάνω κάτι χειρότερο.»
«Βλέπεις αυτή τον σωρό με ξύλα στο στάβλο; Θέλω να φτιάξεις ένα ψηλό φράχτη. Δεν θέλω να ξαναδώ το πρόσωπό του».
Ο ξυλουργός απάντησε: «Νομίζω ότι καταλαβαίνω την κατάσταση. Πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και ότι στο τέλος θα ευχαριστηθείς με τη δουλειά μου».
Ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη γα να τελειώσει κάποιες δουλειές. Έτσι, βοήθησε τον ξυλουργό να μεταφέρει τα ξύλα, και έφυγε για την πόλη.
Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά κατά τη διάρκεια της μέρας. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο γεωργός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του.
Τα μάτια του αγρότη γούρλωσαν από αυτό που αντίκρισε. Δεν είχε κατασκευαστεί ο φράχτης που είχε ζητήσει. Αντί για τον φράχτη, υπήρχε μια γέφυρα από την μια μεριά του ρέματος μέχρι την άλλη.
Εκείνη την ώρα, είδε από την άλλη μεριά της γέφυρας να έρχεται προς το μέρος του ο γείτονας, ο νεώτερος αδελφός του. Όταν τον πλησίασε, άπλωσε τα χέρια του και αναφώνησε:
«Είσαι ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσα να είχα. Μετά από όλα όσα έχω κάνει και έχω πει εναντίον σου, έχτισες μια γέφυρα ανάμεσα μας».
Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν, μετανιωμένα για ό,τι είχε συμβεί ανάμεσα τους. Γύρισαν και είδαν τον ξυλουργό να σηκώνει την εργαλειοθήκη και να την κρεμάει στον ώμο του.
«Όχι, μην φεύγεις, περίμενε! Μείνε λίγες ημέρες. Έχω κι άλλες εργασίες για σένα», είπε ο μεγαλύτερος αδελφός.
«Θα ήθελα πολύ να μείνω» είπε ο ξυλουργός, «αλλά έχω να χτίσω κι άλλες γέφυρες».