«Ἐδῶ, στή γῆ, ὅλα τά καλά καί τά κακά κάποτε τελειώνουν»

Κοίτα πόσα κάστρα καί παλάτια βασιλιάδων, ἡγεμόνων καί ἀρχόντων εἶναι σωριασμένα σέ ἐρείπια! Σκέψου πόση δύναμη καί πόσο πλοῦτο εἶχαν κάποτε!

Τώρα ἔχουν ξεχαστεῖ καί τά ὀνόματά τους. Λέει ἡ Γραφή: «Πολλοί ἄρχοντες ἔχασαν τήν ἐξουσία τους καί κάθησαν στό χῶμα, κι ἕνας ἄσημος, πού κανείς δέν φανταζόταν ὅτι θά γίνει βασιλιᾶς, φόρεσε στέμμα».

Δέν σοῦ φτάνουν αὐτά; Συλλογίσου τότε, ποιά εἶναι ἡ ἀξία σου ὅταν κοιμᾶσαι; Μήπως δέν μπορεῖ κι ἕνα ζωύφιο νά σέ θανατώσει;

Ναί, πολλοί πέθαναν ἔτσι στόν ὕπνο τους. Ἀλήθεια, ἀπό μιά κλωστή κρέμεται ἡ ζωή μας! Κόβεται ἡ κλωστή καί τελειώνουν ὅλα.

Ἔτσι νά φιλοσοφεῖς καί νά μή σαγηνεύεσαι ἀπό τήν ὀμορφιά, τά πλούτη, τή δόξα, τίς ἀπολαύσεις.

Ἕνα μόνο νά σέ ἀπασχολεῖ: Ποῦ τελειώνουν ὅλα αὐτά. Θαυμάζεις ὅσα βλέπεις ἐδῶ στή γῆ; Πιό ἀξιοθαύμαστα, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνα πού ἀναφέρονται στίς Ἅγιες Γραφές.

[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]

Δεῖξε μου ἕναν ἀγέρωχο ἄρχοντα ἤ ἕναν λαμπροντυμένο πλούσιο, ὅταν ψήνεται ἀπό τόν πυρετό, ὅταν ψυχομαχεῖ, καί τότε θά σέ ρωτήσω:

«Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, πού περνοῦσε ἀπό τήν ἀγορά καμαρωτός καί περήφανος μέ ἀκολούθους καί σωματοφύλακες;

Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, πού φοροῦσε πανάκριβα ροῦχα;

Ποῦ εἶναι ἡ χλιδή τῆς ζωῆς του, ἡ πολυτέλεια τῶν συμποσίων του, οἱ ὑπηρέτες, οἱ παρατρεχάμενοι, τά γέλια, οἱ ἀνέσεις, οἱ σπατάλες;».

Ὅλα ἔφυγαν καί πέταξαν. Τί ἀπέγινε τό σῶμα, πού ἀπολάμβανε τόση ἡδονή; Πλησίασε στόν τάφο καί κοίτα τή σκόνη, τή σαπίλα, τά σκουλήκια. Κοίτα καί στέναξε πικρά.

Καί μακάρι τό κακό νά περιοριζόταν σέ τούτη τή σκόνη πού βλέπεις. Ἀπό τόν τάφο καί τά σκουλήκια φέρε τή σκέψη σου στό ἀκοίμητο σκουλήκι τῆς ἄλλης ζωῆς, στό τρίξιμο τῶν δοντιῶν, στό αἰώνιο σκοτάδι, στήν ἄσβεστη φωτιά, στίς πικρές καί ἀφόρητες ἐκεῖνες τιμωρίες, πού δέν θά ἔχουν τέλος.

Ἐδῶ, στή γῆ, καί τά καλά καί τά κακά κάποτε, ἀργά ἤ γρήγορα, τελειώνουν, ἐκεῖ, ὅμως, καί τά δύο διαρκοῦν αἰώνια.

Καί διαφέρουν ὡς πρός τήν ποιότητα ἀπό τά καλά καί τά κακά τοῦ κόσμου τούτου τόσο, πού δέν εἶναι δυνατόν νά τό ἐκφράσει κανείς μέ λόγια.

Τί ἔγιναν, λοιπόν, ὅλα ἐκεῖνα τά μεγαλεῖα; Τί ἔγιναν τά χρήματα καί τά κτήματα; Ποιός ἄνεμος φύσηξε καί τά πήρε καί τά σκόρπισε;

Τί θέλει, πάλι, κι αὐτή ἡ ἀνώφελη δαπάνη γιά τήν κηδεία, πού καί τόν νεκρό δέν ὠφελεῖ καί τούς οἰκείους του ζημιώνει; Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε γυμνός ἀπό τόν τάφο.

Ἄς μή γίνεται, λοιπόν, ἡ κηδεία ἀφορμή ἱκανοποιήσεως τῆς μανίας μας γιά ἐπίδειξη.

Ὁ Κύριος εἶπε:

«Πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουνα γυμνός καί μέ ντύσατε».

Ὅμως δέν εἶπε:

«Ἤμουνα νεκρός καί μέ θάψατε». Γιατί, ἄν μᾶς παραγγέλλει νά μήν ἔχουμε τίποτα περισσότερο ἀπό ἕνα σκέπασμα, ὅταν ζοῦμε, πολύ περισσότερο ὅταν πεθάνουμε.

Ποιάν ἀπολογία θά δώσουμε στόν Θεό, λοιπόν, ὅταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά γιά νά κηδέψουμε ἕνα νεκρό σῶμα, τή στιγμή πού ὁ Χριστός, μέ τή μορφή τῶν φτωχῶν συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος καί γυμνός, κι ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτό;

Ὅλα ὅσα σᾶς λέω, βέβαια, εἶναι ανώφελα γιά κείνους πού ἔχουν ἤδη πεθάνει. Ἄς τ’ ἀκούσουν, ὅμως, οἱ ζωντανοί καί ἄς συνέλθουν, ἄς λογικευτοῦν, ἄς διορθωθοῦν. Ὅπου νά ’ναι θά ἔρθει καί ἡ δική τους ὥρα.

Δέν θ’ ἀργήσουν νά βρεθοῦν κι αὐτοί, δέν θ’ ἀργήσουμε νά βρεθοῦμε ὅλοι μας, μπροστά στό φοβερό Κριτήριο, ὅπου θά δώσουμε λόγο γιά τίς πράξεις μας.

Ἄς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, νά γίνουμε καλύτεροι, ἐγκαταλείποντας τήν ἁμαρτία καί ἀκολουθώντας τήν ἀρετή, γιά νά μή χάσουμε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιά ν’ ἀποκτήσουμε τά ἄφθαρτα ἀγαθά, πού ἔχει ἑτοιμάσει γιά μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος.

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου