Δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να αποδεχθούμε στην καρδιά μας ότι έχουμε αμαρτίες

Δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να αποδεχθούμε στην καρδιά μας ότι έχουμε αμαρτίες, ότι υπάρχει μολυσμός στην ψυχή και στο σώμα τους. Καθοδηγημένοι, βεβαίως, από την θρησκευτική παιδεία που έχουμε πάρει δεχόμαστε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι αμαρτωλός. Αυτό θεωρούμε ότι μπορεί να ισχύει για μας. Το πρόβλημα όμως έγκειται όταν έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο εαυτός μας είναι αμαρτωλός και ποιες είναι οι συγκεκριμένες αμαρτίες που έχουμε. Εκεί κρυβόμαστε πίσω από τις γενικότητες ή υποβαθμίζουμε την σημασία της αμαρτίας, θεωρώντας ότι υπάρχουν πιο αμαρτωλοί από εμάς (σύγκριση), ότι οι αμαρτίες μας είναι ασήμαντες (υποβάθμιση) ή ότι ο Θεός βλέπει πόσες καλοσύνες κάνουμε (αυτοδικαίωση) και θα διαγράψει τις αμαρτίες μας.

Υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι λειτουργούν με την αίσθηση της ενοχής. Συνειδητοποιούν ότι η αμαρτωλότητά τους είναι μεγάλη, με αποτέλεσμα να αισθάνονται απέναντι στο Θεό ένοχοι. Έτσι, εν ταπεινώσει ζητούν την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη του Θεού και μεταφέρουν αυτό το ήθος της ταπεινότητας στη σχέση τους με τους άλλους, μη κρίνοντάς τους, προσευχόμενοι γι’ αυτούς και συγχωρώντας τους εάν κάτι τους οφείλεται από εκείνους.

Υπάρχουν όμως και άλλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους προηγούμενους, δέχονται δηλαδή ότι είναι αμαρτωλοί, όμως, στην προσπάθειά τους να φανούν «βασιλικότεροι του βασιλέως», ζητούν την τιμωρία όχι μόνο των ιδίων από το Θεό, αλλά και όλων των υπόλοιπων ανθρώπων.

Γιατί, κατά βάθος, θεωρούν ότι με την καταγγελία της αμαρτίας, με την εκζήτηση της δικαιοσύνης του Θεού, την οποία ταυτίζουν όχι με την αγάπη, αλλά με την τιμωρία και την εκδίκηση, προκειμένου να έρθει το δίκαιο, όπως το θεωρούν, θα συγχωρεθούν και οι δικές τους αμαρτίες, διότι όταν οι ίδιοι γίνονται σταυροφόροι του Θεού και της δικαιοσύνης, τότε ο Θεός θα παραβλέψει τα πταίσματά τους.
Υπάρχουν και οι περισσότεροι που δεν θεωρούν ότι έχουν αμαρτίες, διότι δεν πιστεύουν ότι αυτές υπάρχουν.

Αυτές οι καταστάσεις συμβαίνουν στην ανθρώπινη ύπαρξη, ανάλογα με την στάση που λαμβάνει η καθεμιά έναντι της φράσης του Αποστόλου Παύλου: «υμείς ναός Θεού εστέ ζώντος» (Β’ Κορ. 6, 16).
Ναός σημαίνει κατοικητήριο του Θεού. Ο Θεός δεν είναι θεός νεκρός, όπως τα είδωλα, τα θρησκευτικά, αλλά και κάθε λογής τα οποία κυριαρχούν στην ανθρώπινη ζωή (χρήμα, βιοτικές μέριμνες, μηχανισμοί, πρότυπα εκ των ΜΜΕ, πρότυπα ζωής).
Είναι «Θεός ζων» και τον ζωντανό Θεό τον κοινωνούμε. Υπάρχει στη σκέψη και την καρδιά μας. Πλημμυρίζει το σώμα και την ψυχή μας. Μας μιλά δια των αισθήσεων και των λογισμών. Μας μιλά δια της παρουσίας Του στους άλλους ανθρώπους. Πρωτίστως, μας μιλά μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας. Και είναι δεδομένο ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται καθαρός σε σχέση με το Θεό. Αλλά μπορεί να νιώθει βέβαιος ότι ο καθαρός και Άγιος Θεός τον αγαπά και παραβλέπει κάθε αμαρτία και μολυσμό, εάν ο άνθρωπος το θελήσει και το ζητήσει. Γιατί πιο πάνω από την καθαρότητα και την αγιότητα είναι η ελευθερία.

Εάν λοιπόν η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη επιζητεί την αυτογνωσία, η οποία επέρχεται μόνο μέσα από την σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης με το Θεό και την επιθυμία να είναι «ναός του ζώντος Θεού», τόπος και τρόπος ελεύθερης αποδοχής Του εντός της, τότε θα αποδεχθεί εν ταπεινώσει την αμαρτωλότητά της, τόσο ως γενική κατάσταση, που σημαίνει την αποτυχία της να είναι αυτό που ο Θεός θέλει από αυτήν, δηλαδή αγαπώσα και αγωνιζόμενη να είναι καθαρή, δηλαδή να απωθεί κάθε τι που την χωρίζει από τον Δημιουργό της, όσο και τις συγκεκριμένες καταστάσεις, συμπεριφορές και στάσεις ζωής που αποτυπώνονται με τον όρο «αμαρτίες».

Εάν παρασύρεται εκ του εγωισμού της με οποιαδήποτε μορφή κι αν αυτός εκφράζεται, και εξισώνει, δικαιώνει, συγκρίνει, υποβαθμίζει τον εαυτό της και την αμαρτωλότητά της σε σχέση με το Θεό και τους άλλους, τότε ο όποιος μολυσμός και η όποια αμαρτία την καθιστά ανελεύθερη και ενυπάρχει ο κίνδυνος αποδίωξης του ζώντος Θεού από αυτήν. Γιατί ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. 4,6).
Η ζωή μας είναι αγώνας καθαρισμού της ύπαρξής μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β’ Κορ. 7,1). Αυτός ο αγώνας επιτελείται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας δια της αγάπης και των μυστηρίων.
Αυτός ο αγώνας επιτελείται δια της προσπαθείας για αρετή και νίκη κατά της αμαρτωλότητάς μας.
Επιτελείται με συναίσθηση ότι ο εγωισμός μας δεν μας οδηγεί στο Θεό, αλλά μας απομακρύνει από Αυτόν.
Επιτελείται με την αγάπη προς τους άλλους, που συμπάσχουν. Με τη εκζήτηση τελικά του ζώντος Θεού, για να κατοικήσει στην ύπαρξή μας.

Μπορεί ο κόσμος μας να λειτουργεί εξωστρεφώς, με την αγωνία της επιβίωσης, με την οργή για τα κακώς κείμενα, με την αναζήτηση ελπίδας στα ανθρώπινα πρόσωπα, να αρνείται να παραδεχθεί ότι η αμαρτία είναι υπαρκτή κατάσταση. Το κλειδί όμως βρίσκεται στη σχέση μας με το Θεό.

Κι εκεί καλούμαστε να παλέψουμε, χωρίς να φοβόμαστε την αμαρτία, αλλά και χωρίς να υποτασσόμαστε σ’ αυτήν. Και ο Κύριος θα μας συνδράμει και θα αποδεχθεί την επιθυμία μας να κατοικήσει εντός μας, για να γίνει τελικά ο Θεός μας και εμείς ο λαός Του, ανακουφίζοντάς μας από τις αγωνίες και δίδοντάς μας νόημα και ελπίδα.