ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Οι δέκα εντολές. Τις τηρούμε;

Καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς πάντα Ἰσραήλ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄκουε, Ἰσραήλ, τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐγὼ λαλῶ ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, καὶ μαθήσεσθε αὐτὰ καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν αὐτά.
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν διέθετο πρὸς ὑμᾶς διαθήκην ἐν Χωρήβ·
οὐχὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν διέθετο Κύριος τὴν διαθήκην ταύτην, ἀλλ᾿ ἢ πρὸς ὑμᾶς, ὑμεῖς ὧδε πάντες ζῶντες σήμερον·
πρόσωπον κατὰ πρόσωπον ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός,
κἀγὼ εἱστήκειν ἀνὰ μέσον Κυρίου καὶ ὑμῶν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν τὰ ῥήματα Κυρίου, ὅτι ἐφοβήθητε ἀπὸ προσώπου τοῦ πυρὸς καὶ οὐκ ἀνέβητε εἰς τὸ ὄρος, λέγων·
ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας.
οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πρὸ προσώπου μου.
οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς.
οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖς μισοῦσί με.
καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.
οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.
φύλαξαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν, ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου.
ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου·
τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁ βοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνός σου καὶ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί, ἵνα ἀναπαύσηται ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου, ὥσπερ καὶ σύ·
καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ, διὰ τοῦτο συνέταξέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ὥστε φυλάσσεσθαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων καὶ ἁγιάζειν αὐτήν.
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.
οὐ φονεύσεις.
οὐ μοιχεύσεις.
οὐ κλέψεις.
οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου· οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε πάντα ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι.
Ταῦτα τὰ ῥήματα ἐλάλησε Κύριος πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν ὑμῶν ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη, καὶ οὐ προσέθηκε· καὶ ἔγραψεν αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας λιθίνας καὶ ἔδωκέ μοι.
Ερμηνεία
Εκάλεσεν ο Μωϋσής όλους τους Ισραηλίτας και είπε προς αυτούς· “Ακουε λαέ του Ισραήλ, τον Νομον και τας εντολάς, όσα εγώ κατά την ημέραν αυτήν λέγω εις τα αυτιά σας, δια να μάθετε αυτά και να προσέξετε, ώστε να τα τηρήτε.
Κυριος ο Θεός σας έκαμεν επίσημον συιμφωνίαν μαζή σας στο όρος Χωρήβ.
Αυτήν την συμφωνίαν δεν την έκαμε ο Κυριος μόνον με τους προπάτοράς σας, αλλά και με σας όλους, οι οποίοι ζήτε εδώ σήμερον.
Πρόσωπον προς πρόσωπον ωμίλησεν ο Κυριος προς σας στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του πυρός.
Εγώ δε όρθιος έστεκα τότε, ως μεσίτης ανάμεσα στον Κυριον και εις σας, δια να σας αναγγείλω τα ιερά λόγια του Κυρίου, επειδή σεις είχατε φοβηθή το πυρ και δεν ανεβήκατε στο όρος. Ο Κυριος είπε τότε·
Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος σε έβγαλα ελεύθερον από την Αίγυπτον, από τον οίκον της δουλείας.
Δεν θα υπάρχουν εις σε άλλοι θεοί εκτός από εμέ.
Δεν θα κατασκευάσης δια τον εαυτόν σου άγαλμα ούτε εικόνα οιουδήποτε όντος, από όσα υπάρχουν άνω στον ουρανόν, από όσα υπάρχουν κάτω εις την γην και από όσα ευρίσκονται εις τα ύδατα ποταμών και θαλάσσης και κάτω από την επιφάνειαν της γης.
Δεν θα προσκυνήσης αυτά ούτε θα τα λατρεύσης, διότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, Θεός ζηλότυπος, τιμωρών τέκνα δια τας αμαρτίας των γονέων μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, εις εκείνους οι οποίοι με μισούν.
Είμαι όμως και Θεός ελεήμων, ο οποίος δεικνύω και δίδω έλεος εις χιλιάδας ανθρώπων, οι οποίοι με αγαπούν και φυλάσουν τας εντολάς μου.
Δέν θα προφέρης επιπόλαια και μάταια το όνομα Κυρίου του Θεού σου, διότι ο Κυριος δεν θα απαλλάξη από την ενοχήν, αλλά τουναντίον θα τιμωρήση οποίον παίρνει στο στόμα του το όνομα του Θεού επιπολαίως και ανωφελώς.
Πρόσεξε, ώστε την ημέραν του Σαββάτου να την αφιερώνης ως αγίαν προς τον Θεόν, όπως σε διέταξε Κυριος ο Θεός σου.
Εξ ημέρας θα εργάζεσαι και κατ’ αυτάς θα κάμνης όλα τα έργα σου.
Κατά δε την εβδόμην ημέραν θα έχης σάββατον, ανάπαυσιν και αγιασμόν, ημέραν αφιερωμένην εις Κυριον τον Θεόν σου. Κανένα έργον δεν θα κάνης κατά την ημέραν αυτήν, συ και ο υιός σου και η θυγατέρα σου και ο δούλος σου και η δούλη σου και το βόδι σου και το φορτηγόν ζώον σου και οιονδήποτε άλλο ζώον, και ο ξένος που ζη κοντά σου. Τούτο δέ, δια να αναπαυθούν ο δούλος σου και η δούλη σου και το υποζύγιόν σου, όπως και συ.
Πρέπει να ενθυμήσαι ότι και συ ήσουν δούλος εις την Αίγυπτον, και Κυριος ο Θεός σου σε έβγαλεν από εκεί ελεύθερον, με την παντοδύναμον δεξιάν του και με την μεγαλειώδη δύναμίν του. Δια τούτο και σε διέταξε Κυριος ο Θεός σου να τηρής την αργίαν της ημέρας του Σαββάτου και να αφιερώνης την ημέραν αυτήν στον Κυριον.
Τιμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, όπως Κυριος ο Θεός σου σε διέταξε, δια να σου έλθουν όλα καλά εις την ζωήν σου και να γίνης μακροχρόνιος εις την γην, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου δίδει.
Δεν θα φονεύσης.
Δεν θα μοιχεύσης.
Δεν θα κλέψης.
Δεν θα γίνης ψευδομάρτυς και δεν θα καταθέσης ποτέ ψευδομαρτυρίαν κατά του πλησίον σου.
Δεν θα επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου· δεν θα επιθυμήσης την οικίαν του πλησίον σου ούτε τον αγρόν του, ούτε τον δούλον του, ούτε την δούλην του, ούτε το βόδι του, ούτε το υποζύγιόν του, ούτε κανένα άλλο από τα κτήνη του και γενικώς τίποτε από όλα, όσα ανήκουν στον πλησίον σου.
Αυτά είναι τα λόγια, το οποία είπε προς όλους σας τους Ισραηλίτας ο Κυριος στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του πυρός, όταν σκότος και γνόφος εκάλυπτε το όρος, η θύελλα το συνεκλόνιζε και ηκούετο ισχυρά η φωνή. Τιποτε άλλο δεν προσέθεσεν. Εχάραζε δε αυτά εις δύο λιθίνας πλάκας, τας οποίας και έδωκεν εις εμέ.