Εδώ ζούσε η Λερναία Ύδρα, υπήρχε λίμνη χωρίς πάτο και έλεγαν ότι άνοιγε η πύλη για τον Άδη
Γρηγόρης Κεντητός
Η Λέρνη δεν ήταν απλώς ένας βαλτότοπος της αρχαίας Αργολίδας. Ήταν ένα τοπίο γεμάτο νερά που ανάβλυζαν από το πουθενά, μια πεδιάδα που κατάπινε ανθρώπους, μια λίμνη τόσο σκοτεινή και αινιγματική που ούτε ο Νέρωνας δεν κατάφερε να μετρήσει το βάθος της. Κι εκεί, στα άγρια και θεοσκότεινα νερά της, έλεγαν πως κατοικούσε η Λερναία Ύδρα.
Η μυθική Ύδρα δεν ήταν ένα απλό θηρίο. Ήταν φύλακας. Στο στόμα της άνοιγε ο δρόμος για τον Κάτω Κόσμο. Κάθε φορά που της έκοβες ένα κεφάλι, ξεπηδούσαν δύο. Και μόνο όταν ο Ηρακλής έκαψε τις πληγές της με φωτιά, έπαψε να πολλαπλασιάζεται. Δεν ήταν μάχη με ζώο. Ήταν εξορκισμός.
Η λίμνη λεγόταν Αλκυονία. Η παράδοση έλεγε πως δεν είχε πάτο. Ο Παυσανίας γράφει ότι κανείς δεν κατάφερε ποτέ να βρει τον πυθμένα της. Ούτε καν ο Νέρωνας, που έδεσε μεταξύ τους σχοινιά μήκους σταδίων, κρέμασε μολύβια, και δοκίμασε με κάθε τρόπο να την κατανοήσει. Το νερό της έμοιαζε ακίνητο, γαλήνιο. Αλλά όποιος κολυμπούσε σ’ αυτήν, χανόταν. Τον ρουφούσε.
Η πηγή ήταν ιερή. Εδώ λάτρευαν τη Δήμητρα με απόκρυφα μυστήρια, τα Λέρναια. Εδώ κατέβηκε ο Διόνυσος, λέει η παράδοση, για να φέρει πίσω τη μάνα του, τη Σεμέλη, από τον Άδη. Τον βοήθησε κάποιος Προσύμνους. Και του έδειξε την είσοδο. Ήταν στο νερό.
Οι αρχαίοι πίστευαν πως ολόκληρη η Λέρνη ήταν μία τελετουργική πύλη. Έριχναν αρνιά στη λίμνη ως προσφορές. Φώναζαν τον Διόνυσο με σάλπιγγες. Κάποιοι λένε πως ο ήχος αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ακουστεί η φωνή του ανθρώπου στον κάτω κόσμο. Τον έλεγαν «Βουγενή» — παιδί του Ταύρου.
Αλλά το πιο παράξενο δεν ήταν τα τέρατα ή οι τελετές. Ήταν το ίδιο το τοπίο. Μια πηγή, με άφθονο γλυκό νερό, αναβλύζει ακόμα και σήμερα μέσα στη θάλασσα, μόλις 400 μέτρα από την ακτή. Τη λένε «Δεινή» ή «Ανάβολο». Οι Αργείοι πετούσαν εκεί ζωντανά άλογα. Ήταν θυσία στον Ποσειδώνα. Και λέγανε πως ο θεός τα ελευθέρωνε και τα έφερνε πίσω.
Κάτω από τη Λέρνη βρέθηκε ένας από τους πιο σημαντικούς προϊστορικούς οικισμούς της Ελλάδας. Ένα παλάτι με κεραμίδια, αιώνες πριν την κλασική αρχαιότητα. Το έκαψαν. Το έθαψαν. Και για 1.000 χρόνια δεν το άγγιξε κανείς. Ίσως από φόβο. Ίσως από σεβασμό. Όταν ξανάχτισαν πάνω του, ήταν μόνο απλές κατοικίες. Το κέντρο είχε τελειώσει. Η Λέρνη δεν είναι απλώς μύθος. Είναι το σημείο που η γεωλογία, η ιστορία, ο θρύλος και η φρίκη γίνονται ένα. Ένα μέρος όπου τα τέρατα δεν πέθαιναν. Απλώς περίμεναν.