“Έφαγα σοκολατάκια στο πάρκο με το Θεό”

Κάποτε ήταν ένα αγοράκι που ήθελε να γνωρίσει τον Θεό…
Ήξερε ότι το ταξίδι ως το μέρος που ζούσε ο Θεός θα ήταν μακρινό κι έτσι έβαλε στην βαλίτσα του μερικά σοκολατάκια και αναψυκτικά και ξεκίνησε το δρόμο του.
Αφού είχε περπατήσει λίγο, συνάντησε έναν ηλικιωμένο κύριο.
Ο άντρας καθόταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο και τάιζε περιστέρια.
Ο μικρός έκατσε δίπλα του και άνοιξε τη βαλίτσα του για να πιει ένα αναψυκτικό.
Ακριβώς τότε παρατήρησε ότι ο ηλικιωμένος έμοιαζε πεινασμένος κι έτσι του προσέφερε ένα σοκολατάκι.
Ο ηλικιωμένος δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και χαμογέλασε στον μικρό.
Το χαμόγελο του ήταν τόσο όμορφο, που το αγόρι, θέλοντας να το ξαναδεί, του προσέφερε κι ένα αναψυκτικό.
Ο γέροντας χαμογέλασε ξανά στον μικρό.
Το παιδί ήταν τρισευτυχισμένο!
Πέρασαν μαζί όλο το απόγευμα, τρώγοντας και χαμογελώντας, μα χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μία λέξη…
Όταν άρχισε να νυχτώνει, το αγόρι κατάλαβε πως έπρεπε να ξεκινήσει το δρόμο για το σπίτι του.
Σηκώθηκε κι αφού έκανε μόλις λίγα βήματα, γύρισε πίσω, έτρεξε προς το μέρος του ηλικιωμένου και τον αγκάλιασε σφιχτά.
Κι ο γέροντας του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελό του!
Όταν το παιδί έφτασε σπίτι του, η μητέρα του παρατήρησε το βλέμμα χαράς στο πρόσωπό του.
Το ρώτησε: «Τι έκανες σήμερα και είσαι τόσο χαρούμενος;»
Ο μικρός είπε: «Έφαγα σοκολατάκια στο πάρκο με τον Θεό!»
Και πριν η μαμά προλάβει να απαντήσει ο μικρός πρόσθεσε:
«Και ξέρεις κάτι; Ο Θεός έχει το πιο όμορφο χαμόγελο που έχω δει!»
Εν τω μεταξύ, ο ηλικιωμένος ακτινοβολώντας και ο ίδιος από χαρά, επέστρεψε στο σπίτι του.
Ο γιος του, παρατηρώντας το βλέμμα ευτυχίας και αγαλλίασης στο πρόσωπό του τον ρώτησε:
«Πατέρα, τι έκανες σήμερα και είσαι τόσο χαρούμενος;»
Κι ο γέροντας είπε:
«Έφαγα σοκολατάκια στο πάρκο με τον Θεό!»
Και πριν ο γιος του προλάβει να απαντήσει, ο γέροντας πρόσθεσε:
«Και ξέρεις κάτι; Είναι πολύ νεότερος απ΄όσο πίστευα!»
Ο Θεός βρίσκεται παντού, σ’ ένα χαμόγελο, σε μια πράξη γενναιοδωρίας, σε μια πέτρα ή σ’ ένα ηλιοβασίλεμα… Αρκεί να κινήσεις για να Τον βρεις.