ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ γ.ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗ: ΒΛΕΠΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΛΛΙ ΤΟΥ – Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ – Η ΑΓΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ

Όταν, καμμιά φορά, τον ρωτούσαμε από περιέργεια για τον νόμο της επιρροής, πως ενεργεί αυτό το μυστήριο της επαφής, ώστε να επικοινωνή μια ψυχή με άλλο πρό­σωπο μακρινό, απέφευγε να μας εξηγήση κατ’ ευθείαν εξ αιτίας της περιέργειάς μας. Σε άλλη όμως ώρα, όταν προ­έκυπτε το ίδιο θέμα για περίπτωσι προσωπικού μας στηριγμού, μας ερμήνευε κατά τα μέτρα της μικρότητάς μας να καταλάβωμε αυτό το πράγμα. Μαζί μας ήταν ο παραδελφός μας Αθανάσιος, κατά σάρκα αδελφός του Γέ­ροντα, ο οποίος περισσότερο άπ’ όλους μας γύριζε εδώ κι εκεί για εργασίες και ευθύνες της συνοδείας. Για ν’ αποφεύγη τις επαφές και συναντήσεις με πολλούς ανθρώ­πους, αλλά και το καύμα της ημέρας, αφού πάντοτε σχε­δόν αχθοφορούσε, βάδιζε είτε πολύ πρωί είτε -το συνηθέστερο- τα απογεύματα, οπότε δεν είχε μπροστά του πολύ χρόνο και περπατούσε νύχτα. Αυτό, ιδίως τα καλοκαίρια, γινόταν σχεδόν πάντοτε. Εγώ θαύμαζα, ό­ταν ο Γέροντας, μια φορά, τον περίμενε με ιδιαίτεροεν­διαφέρον ως προς την ώρα που ήρθε, τι μετέφερε και όλη γενικά την κατάστασί του.
Σε άλλην ευκαιρία έδειχνα ιδιαίτερα την επιμονή μου να μάθω τον τρόπο της πληροφορίας του και μου είπε τα εξής.
«Ήταν καλύτερα να σου ευχηθώ να το αισθανθής μάλλον, παρά να μάθης το πως γίνεται σαν ψιλή γνώσιν όμως, αφού επιμένεις, άκουσε. Καθόμουν εδώ στο παρά­θυρό μου γονατιστός στα κουρέλια μου και έλεγα την ευ­χή. Σε μια στιγμή, όπως κρατούσα τον νου μου στην ενέργεια της ευχής -που η θεία χάρις ενεργεί με τον θείο φωτισμό της – , αυξήθηκε περισσότερο το φως και ο νους μου άρχισε να πλατύνεται και να περισσεύη τόσο, που ό­λα μου έγιναν φωτεινά πλέον και έβλεπα όλη την πλευρά του τόπου μας, από τα Κατουνάκια ως τα μοναστήρια κάτω μέχρι την Δάφνη καθώς και πίσω μου και τίποτα δεν μου ήταν αφανές η άγνωστο.
Το δε φως δεν ήταν τό­σο, όπως τούτο το φυσικό που δίνει ο ήλιος η το τεχνικό που κάνουν οι άνθρωποι, αλλά ήταν φως εξαίσιο, λευκό, άϋλο, που δεν είναι μόνον άπ’ έξω, καθώς τούτο το φυσι­κό που επιτρέπει στους έχοντας όρασι να βλέπουν εξωτε­ρικά. Το φως εκείνο είναι και μέσα στον άνθρωπο και το αισθάνεται σαν δική του πνοή και τον γεμίζει σαν τροφή και αναπνοή και τον ελαφρύνει από το φυσικό του βάρος και τον μεταμορφώνει έτσι, ώστε να μη ξέρη αν έχη σώμα και βάρος η περιορισμόν τινά.
Τότε, μας λέγει, είδα και τον Αθανάσιο να έρχεται προς εμάς από την στράτα του Αγίου Παύλου φορτωμένος με τον μεγάλο ντορβά του και έμεινα να τον παρακολουθώ, έως ότου ήρθε μέχρις εδώ. Τον έβλεπα σε όλες του τις κινήσεις, που καθόταν να ξεκουραστή η ακουμπούσε το φορτίο του, την πηγή της Αγίας Άννης στον μύλο όπου σταμάτησε και ήπιε νερό, και μέχρι που έφθασε στην πόρτα μας και πήρε το κλειδί και άνοιξε και μπήκε μέσα και ήρθε μπροστά μου και έ­βαλε μετάνοια.
Αλλά τι είναι τούτο και σάς έκανε κατάπληξι;
Όταν ο νους του ανθρώπου καθαρίση και φωτισθή, χώρια που έχει και δικό του φωτισμό χωρίς την προ­σθήκη της θείας χάριτος – με τον οποίο βλέπει και πέραν των δαιμόνων, καθώς λέγουν οι Πατέρες – , τότε δέχεται επιπροσθέτως και τον φωτισμό της θείας χάριτος, ώστε αυτή να μπορή να μένη μόνιμα σ’ αυτόν και τότε τον αρ­πάζει σε θεωρίες και οράσεις, όπως και όσον γνωρίζει αυ­τή.
Μπορεί όμως και ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν θέλη να δη η να μάθη κάτι που τον ενδιαφέρει, να το ζητήση στην προσευχή του και να ενεργήση η χάρις να του ‘πληρώση’ το αίτημα, επειδή το ζήτησε αυτός. Νομίζω όμως ότι οι ευλαβείς αποφεύγουν να το ζητούν αυτό εκτός μεγάλης α­νάγκης. Πάντως, ο Κύριος‘θέλημα των φοβούμενων αυ­τόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών επακούσεται’».
Η παραμικρή κίνησι του προκα­λούσε φούσκωμα και άσθμα, ο ελάχιστος κόπος τον κα­τέβαλλε και του προκαλούσε και τα λοιπά συναφή, που παρατηρούνται σ’ έναν ασθενή και καταβεβλημένο οργα­νισμό. Η μακρά του συνήθεια να μην ενδίδη στο αγωνι­στικό του πρόγραμμα τον έπειθε να μην υποχωρήση κι ε­δώ κορυφωνόταν η αγωνία του να πιέζη τον εαυτό του, ό­πως τον βλέπαμε. Γι’ αυτόν το κριτήριο ήταν η πίστι και όχι η λογική. Εφήρμοζε κατά γράμμα το του Παύλου· «εμοι το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος».
Η επιμονή του να μην υποχωρή στις προσωπικές του τυπικές διατάξεις και οι πρόσθετοι κόποι των μετακινή­σεων τον κατέβαλαν τελείως. Έτσι, δυο σοβαρές ασθέ­νειες, η μια κατόπιν της άλλης, επέφεραν το τέλος της ε­πιγείου ζωής του. Ήταν παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1958, όταν στη μέση του τραχήλου του φύτρωσε ένα μεγάλο σπυρί. «Μπουναμάς πρωτοχρονιάτικος είναι, παιδιά», μας λέει. «Αισθάνομαι ενόχλησι και μούδιασμα στο σώμα μου». Την άλλη μέρα το πρωί, όταν πήγαμε, εί­χε πρισθή και ερεθισθή πολύ το μέρος αυτό και ένοιωθε ρίγος και ήταν τελείως καταβεβλημένος. Δεν καταφέρα­με να τον πείσωμε να δεχθή κάποια βοήθεια. Μετά δυο-τρεις μέρες η κατάστασι προχώρησε πολύ και όλο του το σώμα δηλητηριάσθηκε, γιατί -όπως εξ υστέρων απεδείχθη – το σπυρί αυτό ήταν ψευδάνθρακας, που εί­ναι σοβαρή πάθησι.
Μαζευτήκαμε όλοι και τον παρακαλούσαμε να δε­χθή περίθαλψι και μας είπε ότι είναι ματαία η προσπάθειά μας, γιατί ο πόθος του πάντοτε ήταν να «φύγη» και ήρθε η ώρα του. Εμείς επιμέναμε, και τότε συγκατατέθηκε να κάνωμε ο,τι νομίζαμε. Ζητήσαμε βοήθεια από τους πατέ­ρας της Σκήτης και προσεφέρθη η ευλαβέστατη συνοδεία παπα-Κυρίλλου με τον ευλαβέστατον αδελφό Μακάριον να εφαρμόση αντιβιοτική θεραπεία με ενέσεις. Ανθρωπί­νως αναχαιτίσαμε την θανατηφόρο συνέπεια της ασθε­νείας, αλλά η αποθεραπεία διήρκεσε πολύ και τα προς αυτήν στάδια ήσαν οδυνηρά. Σχεδόν μετά ένα έτος μπό­ρεσε ν’ αναλάβη, αφού είχε εξαντληθή τελείως, και αμέ­σως παρουσιάσθηκε η καρδιακή ανεπάρκεια, με την ο­ποία ήρθε και το τέλος της επιγείου ζωής του.
Στην πρώτη του ασθένεια τα εξωτερικά συμπτώμα­τα, οι πόνοι και τα λοιπά φαινόμενα ήσαν φανερά και έ­τσι γίνονταν γνωστά και ακολούθως τον αναγκάζαμε να δεχθή βοήθεια. Αλλά στη δεύτερη φάσι της αρρώστιας του, όταν φάνηκαν τα συμπτώματα, ήταν πολύ αργά και σχεδόν τίποτα δεν μπορούσαμε να του προσφέρωμε, παρ’ όλο που και τότε τον πείσαμε να μας αφήση να φροντίσωμε. «Μη κοπιάζετε άδικα, μας έλεγε. Είναι η ώρα μου να φύγω μόνο με ταλαιπωρείτε άλλ’ αφού επιμένετε, κάμε­τε όπως νομίζετε». Γράφαμε σε γιατρούς, έξω, πνευματι­κά του παιδιά, τα συμπτώματα και μας έστελνανφάρμα­κα. Φέραμε κατ’ επανάληψι γιατρούς απ’ έξω και ο,τι άλ­λο ήταν δυνατόν να γίνη, αλλά δεν μας τον χάρισε ο Θε­ός. Πράγματι, ήταν ο καιρός να φύγη άπ’ αυτόν τον κό­σμο, κατά τον διακαή πόθο του.
Κάποτε, όταν τον ενοχλούσε η δύσπνοια εξ αιτίας της ασθενείας του, τον άκουσα να σιγομιλάη μόνος του στο εσωτερικό κελλί. Με την παρρησία που μας χάριζε, μπήκα μέσα μόνος μου να ιδώ με ποιόν μιλάει και τι λέει, γιατί ήξερα ότι δεν ήταν άλλος εκεί αυτή την ώρα. Τότε τον βρήκα να κρατάη μιαν εικόνα της Δεσποίνης μας Θε­οτόκου στην αγκαλιά του. Την ασπαζόταν και μιλούσε σ’ αυτήν, εκείνο δε που άκουσα ήταν το εξής· «Δέσποινά μου, Δέσποινά μου, μη με εγκαταλείπης· εγώ σε ασπάζο­μαι στην εικόνα σου και Συ με χάιδεψες ζωντανή!» και ή­ταν όλος δάκρυα. «Μιλάς, Γέροντα, με την Κυρία μας;», του λέγω˙ «τι της είπες, Γέροντα, πες μου σε παρακαλώ». Μου το είχε πη και άλλοτε, αλλά το είχα λησμονήσει, και μου λέγει.
«Με την εικόνα της αυτήν η Δέσποινά μας στο πα­ρελθόν πολύ με είχε παρηγορήσει, όταν είχα πειρασμούς. Αυτά τώρα ενθυμούμαι και την παρακαλώ. Στην Μικράν Αγίαν Άννα, πριν να ‘ρθετε σεις, κάποτε πλήθυναν οι πειρασμοί και οι θλίψεις και η μόνη μου παρηγοριά ήταν αυτή. Πήγαινα στο εκκλησάκι μας, όπου είχα αυτήν την εικόνα στο τέμπλο. Εκεί μπροστά της προσευχόμουν και την παρακαλούσα, καθώς μόνη της μου είχε υποσχεθή να έχω την ελπίδα μου σ’ αυτήν. Όταν κατά την διάρ­κεια των πειρασμών κρύψη και η χάρις την αισθητή πα­ρουσία της, τότε αυξάνει η αγωνία και με περισσόν δέος παρακαλεί ο άνθρωπος· ‘τάχυνον ως οικτίρμων και σπεύσον ως ελεήμων εις την βοήθειαν ημών, ότι δύνασαι βουλομένη’ έκραζα ‘και που λοιπόν εύροιμεν άλλην αντίληψιν, ει μη προς Σε την εύσπλαγχνον, την ψυχών και σω­μάτων ιατρόν;‘.
Και όπως βρισκόμουν συγκεντρωμένος και κλαίων μπροστά στην εικόνα της αυτήν, αισθάνθηκα -όπως και άλλοτε- την παρουσία της αντιλήψεώς της. Καθώς ο χώρος στο εσωτερικό της εκκλησίτσας εκείνης ήταν στενός (η απόστασι από το τέμπλο ως το στασίδι που στεκόμουν ήταν μόλις ένα μέτρο), και βλέπω˙ ά­στραψε φως η εικόνα της και μετά έλαβε διαστάσεις κανονικές η θεία της μορφή και δεν ήταν πλέον εικόνα, αλλά ζωντανή, ολόσωμη, υπέρφωτη, ηλιόμορφη, με την πάντοτε διπλή της ιδιότητα: Μητροπαρθενική. Είδα δε ο ταπεινός τόσον, όσον επέτρεπε η θνητότης μου και με σεβασμόν έκλινα προς την γη, μη μπορώντας άλλο να ατε­νίσω, γιατί το Πανάγιον Βρέφος της – ο γλυκύτατος Ιη­σούς μας- κρατούμενος στην αγκάλη της άστραφτε υπέρ τον ήλιο, κατά το θεοπρεπές μεγαλείο Του, που γέ­μισε την ευτέλειά μου με την αγάπη Του, ώστε αγνοούσα εντελώς τον εαυτό μου και μόνον θαύμαζα.
Τότε άκουσα την μυρίπνοο λαλιά της και υπέρ μέλι γλυκύτατη να μου λέγη· ‘Δεν σου είπα να έχης την ελπίδα σου σε μένα; γιατί αποθαρρύνεσαι; Να, πάρε τον Χριστόν’Και άπλωσε την μακαρία της αγκάλη προς εμέ και το Πανάγιον Βρέ­φος με πλησίασε, όσο που να μπορή ο άνθρωπος να το φτάση! Μη τολμώντας εγώ από την έκπληξί μου καμμιά κίνησι, άπλωσε ο Πανάγαθος Ιησούς μας το χεράκι του και με χάιδεψε τρεις φορές στο μέτωπο και στο κεφάλι! και γέμισε η ψυχή μου αγάπην αμέτρητη και φως, που δεν μπορούσα να σταθώ πλέον στα πόδια μου.
Έπεσα κάτω και με πόθο και δάκρυα φιλούσα το μέρος, όπου στεκό­ταν η πάντων Άνασσα, γιατί επανήλθε πάλι πίσω στην εικόνα της και άφησε σε μένα την παρηγοριά και την ευωδία της, γιατί ευωδίαζε για πολύ καιρό το μέρος αυτό ό­που είχε πατήσει, ενθυμίζοντας μου συνεχώς την μακαρία της υπόσχεσι! Να, αυτά τώρα της ενθυμίζω και ότι δεν ξέ­χασα την επαγγελία της, που δεν είναι άλλη πλέον παρά να με πάρη άπ’ αυτή τη ζωή στην Βασιλεία του Υιού της Αγάπης της!».
Πραγματικά, ήταν καταφανής η ιδιαίτερη αγάπη του προς την Δέσποινά μας και η πίστι του στην Μητρική της πρόνοια τόσο, που τον πρόδιδαν και αυτές οι κινήσεις του, όταν άκουγε το όνομα της η έβλεπε την εικόνα της η έψαλλε κανείς κάποιον ύμνο της. Οι πολλαπλές αντιλή­ψεις της, με τις οποίες τον παρηγορούσε, και, γενικά, η ι­διαίτερη πρόνοια και κηδεμονία της προς τους Αθωνίτας μοναστάς είχαν κατακτήσει εξ ολοκλήρου την ψυχή του Γέροντα και, επομένως, η οσηδήποτε περιγραφή μας για την πίστι και την αγάπη του προς την Δέσποινα μας θα εί­ναι πενιχρά.
Θα ήταν παράλειψι να μην αναφέρωμε και το άλλο βασικό χαρακτηριστικό του αειμνήστου Γέροντά μας, ό­τι είχε πολλήν προς τον πλησίον αγάπη και συμπάθεια. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους πτωχούς και ταλαιπωρημένους και ακόμη περισσότερο όσους έπασχαν ψυχικώς, γι’ αυ­τό και δεν έπαυαν να μας επισκέπτωνται συχνά.
Οι τελευταίες μέρες του ήσαν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια του εμπόδιζε την ανα­πνοή και κοπίαζε πολύ. Αυτό όμως για μας ήταν μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμενοι τον α­γώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσωμε, αυτός μας παρηγορούσε καταλλήλως με πρακτικά παρα­δείγματα αναφερόμενος ιδίως στην ματαιότητα του κό­σμου. Μας έλεγε· «κοντεύει η μέρα μου να φύγω. Όπως έγινα, δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ ν’ αγωνισθώ άλλο». Ο αείμνηστος δεν ξεχνούσε διόλου τον σκοπό του και με διάφορες επίνοιες, σε κάθε πρόφασι της ζωής, εύρισκε μέσον αγώνος και καρποφορίας. Μη δυνάμενος να κινηθή ούτε και να ξαπλώση, για την ασθένεια του, καθόταν σε μια πρόχειρη πολυθρόνα άπ’ αυτές τις πτυσ­σόμενες και έκλαιε συνεχώς την ματαιότητα του βίου. Α­νέμενε την απόλυσί του άπ’ αυτή τη ζωή σαν τον ευτυχέ­στερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια. «Αρσένιε, έλεγε χαριεντιζόμενος, πότε φεύγομε; Δεν εύχεσαι, φαίνεται, και αρ­γούμε». Επί σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα και έ­παιρνε λίγο καρπούζι.
Ο Γέροντας είχε τόση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψη αυτήν την ώρα και περίμενε το μέσο της μεταφο­ράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με ο,τι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό η πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσωμε, γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε· «μη κο­πιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο και­ρό περιμένω αυτή την ώρα! Μόνον εύεσθε να μην εμπο­δίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος, δεν μπορεί ν’ αμεριμνήση».
Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε- κάτι περίμενε. Συνάμα και η κατάστασί του είχε επιδυνωθή. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και τον χαιρέτησαν και, όταν του ευχή­θηκαν ανάρρωσιν, τους είπε- «όχι, όχι· φεύγω σύντομα! Οταν θ’ ακούσετε μετά τρεις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν ο φίλος σας· υπολογίζω της Παναγίας μας».
Την άλλη μέρα, στη μνήμη της Κυρίας μας Θεοτό­κου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το τρι­σάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά πλέον λέγοντας «εις εφόδιον ζωής αιωνίου». Κοίταζε με επιμονή την εικό­να της Κυρίας μας, που τόσο την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι, που το γνώριζε ακριβώς αυτή. Τα ήρεμα δάκρυά του μαρτυρούσαν την προς Αυτήν ενδόμυ­χη αίτησι της ψυχής του· Αυτήν, που τόσες φορές τον πα­ρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα προς την ευσπλαγχνία Της.
Αλλά μήπως και σε μας όλους, τους κατοικούντας στο θείο τούτο περιβόλι της, δεν λέγει μυστικώς η γλυκύ­τατη Δέσποινά μας να ελπίζωμε σ’ Αυτήν; Μήπως η ζων­τανή και καταφανέστατη πρόνοιά της στην καθημερινή ζωή μας δεν είναι μια διαρκής υπόμνησις, ότι πάντα μένει μαζί μας η Μητρική στοργή Της; Ω γλυκύτατη Δέσποινα μας, η πραγματική άγκυρα της ελπίδος μας, που άλλου έ­χομε να στηριχθούμε οι ταπεινοί σ’ αυτές τις πονηρές ημέρες, που τα πάντα έχουν ανατραπή, ει μη στην αμετά­βλητη κηδεμονία σου και την Μητρική Σου παρρησία προς τον Υιό Σου; Πόσον εύστοχον είναι το τροπάριον εκ του προς την Δέσποινα μας κανόνος του Ιωάννου Ευχαΐτων (Θεοτοκάριον, ήχος πλ. β’, ήμερα Κυριακή, ωδή θ’), που δεν νομίζω ν’ αγνοή κανείς από μας τους Αγιορείτας: «Ως δούλος αίρει τα έξω όμματα, του εαυτού κυρίου εις τας χείρας Πανύμνητε, οφθαλμούς τους έξω και τους ένδον κάγώ, ούτω προς Σε επαίρω, την εμήν Δέσποιναν, την εμήν Κυρίαν και Ζωήν, όπως οικτείρης με».
Με αυτήν την πίστι και θέρμη ξεκίνησε ο αείμνηστος Γέροντας μας και με αυτήν την ελπίδα απηύθυνε την τε­λευταία του αίτησι προς την Έφορον και Κουροτρόφον του αθλητικού αυτού σταδίου, του ιερότατου Άθωνος, ο οποίος θα συνεχίζη την ευγενή του αποστολή έως της συν­τέλειας, την αποστολή που ανέλαβε εδώ και μία χιλιετία και ακόμη παλαιότερα.
Η Δέσποινά μας εξεπλήρωσε πληρέστατα την υπόσχεσί της προς τον αείμνηστο, να έχη την ελπίδα του σ’ Αυτήν, με την τελευταία δωρεά Της, να παραλαβή την ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς Της!
Καθήμενος στην καρέκλα του και παλαίων με την συνεχιζόμενη δύσπνοια, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιο, όπως πάντοτε, αφού έδωσε στους πάντας την ευχή του. Όταν ο πατήρ Αρσένιος θέλησε για μια στιγμή να του τρίψη λίγο τα πόδια του για μικρήν ανακούφισι, δεν τον άφησε και του είπε· «Παύσε, πάτερ Αρσένιε, μη κάνης τίποτε. Τέλειωσαν όλα. Φεύγω». Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο επάνω και παρέδωσε ή­συχα την μακαρίαν του ψυχή.
Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πλέον μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάστασι της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάση και στους ουρανούς αυτήν την χαρμόσυνη ήμερα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωινή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη, που έγινε η κηδεία του – κατά την απαίτησί του, εκεί στον τόπο που ετελειώθη -, ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης. Αγαπούσε όλους και ανταγαπάτο από όλους.
Τις τελευταίες ημέρες προ της κοιμήσεώς του είχεν ειπή σε έναν από τους αδελφούς μας, ο οποίος κατά την ημέρα της κηδείας απουσίαζε και του ήταν αδύνατον να βρίσκεται κοντά μας· «όταν θα φεύγω, θα σε επισκεφθώ εκεί που μένεις». Πράγματι, καθώς αργότερα μας έλεγε ο αδελφός αυτός, την τεσσαρακοστήν ακριβώς ημέραν από τον θάνατό του ο Γέροντας τον επεσκέφθη στο κελλί του και γέμισε όλο του το δωμάτιο ευωδία.
Επίσης, στην Θεσσαλονίκη διέμενε μία ευλαβής γε­ρόντισσα πολύ γνωστή του Γέροντος, η οποία μας είπε ό­τι την 15ην Αυγούστου, δηλαδή την ίδια ημέρα της τελειώσεώς του, την επεσκέφθη αισθητά εκεί που έμενε και εκείνη με απορία τον ρώτησε· «πως βρέθηκες εσύ εδώ, Γέροντα; μήπως πέθανες;» και της απήντησε «ναι˙ και πέρασα να σε χαιρετήσω».
Υπάρχουν, φυσικά, και άλλα πολλά παρόμοια. Πολλές φορές μετά τον θάνατο του παρουσιάσθη και πα­ρηγόρησε πολλούς, τα οποία εμείς παραλείπομε, για να τα ειπούν μόνοι τους οι ίδιοι και διότι ο Γέροντας ο ίδιος δεν έδινε σ’ αυτά σημασία.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ
ΑΓΩΝΕΣ-ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ: ΚΕΛΛΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ-ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1984