Ένας άγιος κήρυκας που ένιωθε ανάξιος να κηρύττει…

“Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, άρχισα και πάλι την κατήχηση μου σε σας, άνοιξα πάλι το ταπεινό στόμα μου προς εσάς, και αυτό δεν το λέγω από ταπεινοφροσύνη (γιατί δεν υπάρχει σε μένα), αλλά από συναίσθηση και των αναρίθμητων αμαρτιών μου, και της απαιτούμενης από τους ποιμένες διδασκαλίας.

Γιατί αναλογίζομαι πόσα και πόσο μεγάλα οφείλω να κάνω και να λέγω για την ωφέλεια των τίμιων ψυχών σας, κάθε, όπως θα λέγαμε, μέρα και ώρα!

Γιατί, αν ο μεγάλος αρχιερέας του Θεού, ο κήρυκας της μετάνοιας, αυτός που υπεραγωνίστηκε για την αλήθεια, εννοώ τον Χρυσόστομο, ο οποίος με την άπειρη, όπως θα λέγαμε, και ασύλληπτη διδασκαλία του, που με τη θεία χάρη έτρεχε από τα χείλη του σαν ποταμός σ’ όλη την οικουμένη, όπως συμβαίνει και με τους άλλους αγίους πατέρες, αν λοιπόν αυτός φοβόταν το έργο της προστασίας και έτρεμε και φώναζε κάπου στους λόγους του,

«Ως προς εμένα, όπως είμαι και στην κατάσταση που βρίσκομαι, είναι δύσκολο να σωθεί αυτός που προΐσταται»,

τί να πω εγώ ο ταλαίπωρος και ακάθαρτος, η κοπριά και το σκουλήκι, ο άμυαλος, ο άφρονας, ο άφωνος και απερίσκεπτος;

Και δεν ξέρω τί να πω άξιο της αναξιότητας μου.

Ω, πώς ανέλαβα το αξίωμα αυτό! Ω, πώς, ενώ ήμουν ρυπαρός, έχω τοποθετηθεί να φωτίζω άλλους!

Ω, πώς, ενώ είμαι μακριά από τον Θεό, ορίστηκα να οδηγώ αυτούς που είναι μακριά του!

Μου έπρεπε να είμαι πρόβατο, και έγινα ποιμένας.

Μου έπρεπε να είμαι αρχόμενος, και έγινα άρχοντας.

Ενώ έπρεπε να τεντώνω το αυτί μου για να ακούω διδασκαλίες, εγώ ανοίγω τα ακάθαρτα χείλη μου για να διδάξω άλλους.

Αλλ’ εύχομαι ο Θεός και να δει και να προσέξει και να λάβει την απόφασή του (δεν ξέρω ποιαν να πω), για την καταδίκη μου, για τους τρόπους με τους οποίους έφτασα να είμαι τέτοιος σε σάς.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνω μπροστά σ’ αυτά; Άραγε να απογοητευθώ; Καθόλου. Άραγε να σιωπήσω τελείως, αν και είμαι άγλωσσος και άσοφος;

Όχι έτσι, αλλά με τη βοήθεια Του Θεού, και τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας, να αρχίσω και πάλι να αναλαμβάνω και να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, και ίσως ο δημιουργός των μεγάλων και θαυμαστών πραγμάτων Θεός, για τη δική σας ωφέλεια να θαυματουργήσει και στην περίπτωση αυτή και να κάνει εμένα τον τυφλό να βλέπω,

και τον κωφό να ακούω και τον λεπρό υγιή και τον χωλό σταθερό και τον βουβό ομιλητικό (γιατί μπορεί να κάνει όλα όσα θέλει), για να σας καθοδηγήσω και να σας διδάξω και να σας εκπαιδεύσω και να σας καθαρίσω και να σας αναδείξω σε «λαό εκλεκτό», αν και αυτό που ζητώ είναι μεγάλο και πάνω από αυτό που αξίζω.” (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ 18Α σελ. 83-85)

“Αδελφοί μου και πατέρες, επειδή ο καθένας από σάς έχει διακόνημα σ’ αυτήν την αγία αδελφότητα, και εμένα του ταλαίπωρου μου έλαχε, χωρίς να το αξίζω, να είμαι αρχηγός και να μιλώ, οφείλω να μη παραμελώ τη διακονία μου, αλλά πάντοτε, μαζί με τα άλλα, να κάνω και την εβδομαδιαία κατήχηση, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου.

Και ίσως κάποιοι να πουν: “Τί κερδίζουμε από αυτήν, αφού αυτά που λέγονται δεν τα εκτελούμε; Γιατί, ενώ ακούμε, ότι δεν πρέπει να γελάμε, δεν το κατορθώσαμε ακόμα αυτό, και ενώ πολλές φορές διδασκόμαστε, ότι δεν πρέπει να φλυαρούμε, εξακολουθούμε ακόμα να φλυαρούμε, και ενώ πολλές φορές νουθετούμαστε να μη φθονούμε ή να κακολογούμε τον πλησίον μας, εξακολουθούμε ακόμα να ενοχλούμαστε από το πάθος αυτό, και γενικά, ενώ μας υπενθυμίζουν να μην αδιαφορούμε και στις νυχτερινές και στις ημερήσιες ψαλμωδίες και προσευχές, εξακολουθούμε να αεροβατούμε και να νυστάζουμε, και αισθητά και νοητά, και να λέμε άλλα παρόμοια μ’ αυτά”.

Αλλ’ όμως αυτοί που τα λένε αυτά δεν τα λένε διακιολογημένα. Πρώτον, γιατί δεν είναι εύκολο το να υπερνικήσει κανείς τα πάθη, αλλ’ είναι το πιο κοπιαστικό και το πιο κουραστικό από όλους τους κόπους και τις φιλοπονίες, και δεύτερον, όπως, σε κάποια σκάλα δεν είναι δυνατόν να ανέβει κανείς πηδώντας από την πρώτη βαθμίδα στην τελευταία, αλλ’ ανεβαίνει στην κορυφή με συνεχή άνοδο, έτσι και στην αρετή φθάνουμε με τις διαδοχικές μικρές προόδους, αν θέλουμε να καταλάβουμε την κορυφή της.

Ώστε είναι συμφέρουσα και η κατηχητική υπόμνηση και σε μένα και σε σάς, επειδή μετακινεί και μεταφέρει λίγο-λίγο προς τα επάνω, ή καλύτερα από τα χαμηλά στον ουρανό του ουρανού, τις τίμιες ψυχές σας. Αλλά πρέπει να το σκεφθούμε και με άλλον τρόπο. Ότι δηλαδή, εάν, ενώ λέγονται με τον τρόπο αυτόν και ακούονται όσα οφείλονται να γίνονται και να κατορθώνονται για τη δόξα του Θεού, δεν επιτυγχάνεται η συγκρότητση των παθών, τί θα συνέβαινε και σε ποιό σημείο θα φθάναμε, αν σιωπούσαμε και δεν διασαφηνίζαμε και δεν φανερώναμε αυτά που πρέπει να γίνονται;
Έγω διδάχθηκα από τους αγίους πατέρες, ότι ο λόγος είναι δρόμος που οδηγεί στην πράξη, είτε είμαστε αγαθοί, είτε όχι, και γνωρίζω καλά, ότι το να μιλάμε για τα ανώτερα μας οδηγεί αυτό κάθε φορά στη εφαρμογή τους. Και ομολογώ, τέκνα μου, ότι από τα θεόπνευστα αναγνώσματα, και λίγο και από την ταπεινή μου κατήχηση, πάντοτε επιστρέφετε και πάντοτε καλυτερεύετε, και ως προς το πρώτο οι εμπαθείς οδηγούνται σε νήψη και βελτιώνονται, ενώ ως προς το δεύτερο οι ενάρετοι ενισχύονται προς τελείωση και ομολογούμε τη χάρη του Θεού και την ευεργεσία και δεν κρύβουμε την ευσπαλαχνία του.”

(όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης)