Επιστημονικές επιβεβαιώσεις της αυθεντικότητας ιερών λειψάνων και κειμηλίων

Η αυθεντικότητα των λειψάνων των αγίων και των ιστορικών κειμηλίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι κάτι που όχι μόνον αμφισβητείται, αλλά και χλευάζεται υπεροπτικά από τους φανατικούς πολέμιους του χριστιανισμού.

Φυσικά, μέσα στις χιλιάδες των ιερών λειψάνων και κειμηλίων, που έχουν συγκεντρωθεί τα δύο χιλιάδες χρόνια της χριστιανικής ιστορίας, είναι επόμενο ότι έχουν συμβεί και σφάλματα, αλλά και απάτες. Οπωσδήποτε έχει γίνει κατά καιρούς εκμετάλλευση της ευσέβειας των απλών ανθρώπων από επιτήδειους, που θησαύρισαν περιφέροντας για «προσκύνημα» πλαστά λείψανα και δήθεν ιερά κειμήλια.

Όμως η Εκκλησία δεν βασίζεται στην απάτη και τους απατεώνες, αλλά στην αλήθεια και τους ειλικρινείς και ανιδιοτελείς πνευματικούς ανθρώπους, που θυσίασαν τα πάντα, τόσο για χάρη της πίστης τους στο Χριστό, όσο και λόγω της αγάπης τους προς το συνάνθρωπο.

Επίσης, η Εκκλησία δεν βασίζεται σε κάποια τυφλή και αναπόδεικτη πίστη, που ευνοεί τις απάτες, επιμένει στην εξέταση ακόμη και των πνευματικών εμπειριών (οραμάτων και θαυμάτων), ώστε να εξασφαλιστεί η αλήθεια, που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην ένωσή του με το Χριστό. Ένα άρθρο σχετικό με το ζήτημα αυτό, εδώ:

Βεβαίως, η ίδια η ιδέα της ένωσης με το Χριστό προκαλεί το μένος ορισμένων ιδεοληπτικών πολέμιων της χριστιανικής πίστης, που δυστυχώς δεν ενδιαφέρονται στην πραγματικότητα για τεκμήρια ή επιχειρήματα, αλλά για συνθήματα. Το άρθρο αυτό δεν απευθύνεται σε τέτοιους αναγνώστες, αλλά σε αμερόληπτους και απροϋπόθετους ερευνητές.

Θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε ορισμένα παραδείγματα επιστημονικής εξέτασης ιερών λειψάνων και κειμηλίων, που ίσως φανούν χρήσιμα για να αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι η διαφύλαξη αυτής της παρακαταθήκης στην Εκκλησία δεν είναι τόσο πρόχειρη και άκριτη, όσο ορισμένοι φαντάζονται. Καλό είναι ωστόσο να ληφθεί υπόψιν και ότι η μυροβλυσία, η ευωδία και η θαυματουργία των ιερών λειψάνων και κειμηλίων είναι κάτι μαρτυρημένο από τόσες χιλιάδες αυτόπτες μάρτυρες, όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στην εποχή μας (ακόμη και από τον ίδιο τον γράφοντα), ώστε η στοιχειώδης σύνεση και σοβαρότητα ορίζει να μην αποκλειστεί ιδεολογικά ως γεγονός.

Ι. Ανθρωπολογικές μελέτες σε λείψανα αγίων

Τα λείψανα, για τα οποία θα μιλήσουμε, είναι του αγίου Νικολάου, του ευαγγελιστή Λουκά, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του αγίου Δημητρίου και των αγίων Χρύσανθου και Δαρείας, με μια τελευταία αναφορά στην αγία Αναστασία τη Ρωμαία.

1. Ο άγιος Νικόλαος

Τα λείψανα που αποδίδονται στον άγιο Νικόλαο εξετάστηκαν από τον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Μπάρι Luigi Martino και τους βοηθούς του το 1953 και το 1957. Αφορμή της εξέτασης υπήρξε το αναγκαστικό (για τεχνικούς λόγους) άνοιγμα του τάφου του αγίου στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου είχαν μεταφερθεί από τα Μύρα της Λυκίας το 1087, μετά από ληστρική επιδρομή Ιταλών ναυτικών.

 

«Όταν ανοίχτηκε ή σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα διαυγές άχρωμο και άοσμο υγρό, όμοιο με νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα περίσσευαν πάνω από τη στάθμη του, που έφτανε στα 2-3 εκ. μ. από τον πυθμένα της, ήταν υγρά όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της, ενώ οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών ήταν γεμάτες από το ίδιο υγρό. Η ποιότητα του ήταν η ίδια που είχε διαπιστωθεί και σε προηγούμενη εξέταση του στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Bari. Επρόκειτο δηλ. για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Άλλωστε και όταν οι βαρηνοί ναύτες έσπασαν την πλάκα, που κάλυπτε τον τάφο του Αγίου στα Μύρα, βρήκαν τα λείψανα του μέσα σε «Θείο μύρο» (άλλοι γράφουν Sanctusliguor ή oleum) σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, τις όποιες μας διέσωσαν τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Η ύπαρξη πάντως του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο, σύμφωνα με τη γνώμη του ερευνητή καθηγητή, επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν».

Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο άγιος Νικόλαος στην Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται και μυροβλύτης. Το μύρο του σώματός του (που βρέθηκε, όπως περιγράφεται παραπάνω) είναι φυσικό να χάσει το άρωμά του μετά από αιώνες.

«Όλα τα οστά που εξέτασε άνηκαν σε ένα και το αυτό άτομο και μάλιστα σε άνδρα που είχε ύψος 1.67 μ. περίπου, τρεφόταν κυρίως με προϊόντα φυτικής προέλευσης και πέθανε σε ηλικία μεγαλύτερη από τα 70 χρόνια. Το άτομο αυτό άνηκε στην λευκή ευρωπαϊκή μεσογειακή φυλή και μάλιστα στην ανατολική παραλλαγή της, χωρίς να μπορεί να βεβαιωθεί αν άνηκε ή όχι στο λεγόμενο “λεβαντίνο” τύπο, ενώ αποκλείστηκε ότι θα μπορούσε να ήταν αρμενοαλπικής φυλής. Καμιά η σχέση του, βέβαια, με τους μογγολικής καταγωγής Τούρκους, οι όποιοι άλλωστε πέρασαν στη Μικρά Ασία αρκετούς αιώνες μετά τον θάνατο του αγίου και, συγκεκριμένα, στην περιοχή των Μύρων μόλις τον 11ο αιώνα, εποχή που φυγαδεύτηκαν τα οστά του από εκεί, ενώ βάρυναν ήδη πάνω τους περισσότερα από επτάμιση εκατοντάδες χρόνια.

Η κατάσταση ορισμένων οστών έδειξε ακόμη ότι το άτομο, στο όποιο ανήκαν, πρέπει να είχε υποφέρει πολύ κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, που του άφησαν τα σημάδια τους σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και η διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση, που επισημάνθηκαν στα ανάλογα οστά, πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, γεγονός που μαρτυριέται και από τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Άλλωστε η θέση στην οποία καταλήγει, γενικά, ο Καθηγητής Martino είναι ότι τα αποτελέσματα της επιστημονικής ανατομο-ανθρωπολογικής μελέτης των λειψάνων, που βρίσκονται στη λάρνακα της Βασιλικής του Αγ. Νικολάου στο Bari, όταν αυτή ανοίχτηκε τη νύκτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953 και ξανατοποθετήθηκαν σ’ αυτή το πρωί της 8ης Μαΐου του 1957, όχι μόνο δεν συγκρούονται πουθενά με τη γνωστή ιστορία του αγ. Νικολάου, επισκόπου των Μύρων, αλλά και βρίσκονται σε αρμονικότατη συμφωνία μαζί της.»

πηγή