Έσφαλλε ο Δαβίδ.

Καθώς σηκώθηκε το δειλινό από το κρεβάτι και βημάτιζε στο δωμάτιο, κοίταζε απρόσεκτα και έπεσε στην αμαρτία. Δεν νεκρώθηκε όμως η καλή του διάθεση να αναγνωρίσει το σφάλμα του.
Ήρθε ο Προφήτης Νάθαν για να τον ελέγξει και να θεραπεύσει το τραύμα. Ο υπήκοος, είπε στον βασιλιά: «Αμάρτησες και οργίστηκε ο Θεός εναντίον σου».
Ο πορφυροφόρος Δαβίδ, δεν αγανάκτησε. Δεν έδωσε προσοχή στο πρόσωπο του Προφήτου, αλλά ύψωσε την σκέψη σ’ Αυτόν που τον έστειλε. Δεν τον σκλήρυνε ο εγωισμός της εξουσίας σε τόσο πλήθος στρατιωτών που είχε γύρω του, διότι έφερε στον νου του, τον αγγελικό στρατό του Κυρίου.
Δοκίμασε αγωνία νοιώθοντας σαν ορατό τον Αόρατο. Και απάντησε στον Προφήτη, μάλλον όμως στον Θεό, που τον έστειλε: «Αμάρτησα ενώπιον του Κυρίου».
Βλέπεις την ταπεινοφροσύνη του βασιλέως; Βλέπεις την εξομολόγηση του; Μήπως είχε προηγουμένως ελεγχθεί από κανένα; Μήπως είχαν μάθει την αμαρτία του πολλοί; Σε σύντομο χρονικό διάστημα αμάρτησε και αμέσως ο Προφήτης παρουσιάστηκε.
Μόλις του απηύθυνε την κατηγορία, ο φταίχτης ομολόγησε το σφάλμα. Και επειδή το ομολόγησε με ειλικρινή μετάνοια, γρήγορα εκδηλώθηκε και η θεραπεία, η συγχώρησης. Ο Προφήτης Νόθαν παρηγόρησε τον Δαβίδ με την αναγγελία της συγχωρήσεως του Θεού. Εκείνος όμως δεν εγκατέλειψε την μετάνοια.
Αντί βασιλική πορφύρα, ντύθηκε πένθιμο δουλικό σάκκο. Αντί σε χρυσοστόλιστο θρόνο, κάθησε σε χώμα και στάχτη. Και δεν κάθησε μόνο πάνω σε στάκτη, αλλά και έφαγε στάκτη, καθώς ο ίδιος λέει: «Σποδόν ώσει άρτον έφαγον και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων» (Ψαλμοί 110,10).
Έλιωσε με τα δάκρυα τα μάτια, που έγιναν αφορμή να συλλάβει την αισχρή επιθυμία: «Λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμοί 6,7). Άρχοντες τον παρακαλούσαν να διακόψει την νηστεία.
Αυτός όμως δεν υποχωρούσε. Ολόκληρη εβδομάδα νήστεψε από κάθε τροφή. Εάν λοιπόν ένας βασιλιάς με τέτοιο τρόπο εκδήλωσε την μετάνοια του, εσύ ο απλός άνθρωπος δεν θα εξομολογηθείς;
(Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων)