Έτσι διασκέδαζαν στην πιο αρχοντική πόλη της Αρχαίας Ελλάδας
Ο Πίνδαρος την αποκάλεσε «καλλίστη βροτείων πόλεων». Οι κάτοικοί της ήταν πλούσιοι, εκλεπτυσμένοι και λαίμαργοι για ζωή. Ο Ακράγας, η αρχαία ελληνική πόλη στα παράλια της σημερινής νότιας Ιταλίας, ήταν το στολίδι της Μεγάλης Ελλάδας. Όχι μόνο για την ομορφιά της, αλλά και για την υπερβολή της.
Λέγεται πως οι κάτοικοι του Ακράγαντα έκτιζαν σαν να ήταν αθάνατοι και διασκέδαζαν σαν να πέθαιναν αύριο. Οι έπαυλεις τους έβλεπαν προς τον ήλιο και οι δρόμοι οδηγούσαν σε ναούς τεράστιους, σαν να ήθελαν να εντυπωσιάσουν τους ίδιους τους θεούς. Ήταν οι πιο αρχοντικοί, αλλά και οι πιο φανταχτεροί από όλους τους Έλληνες της Δύσης.
Ένα βράδυ, λέει ο Τίμαιος, η μέθη ξέφυγε. Σε μια βίλα κοντά στα τείχη της πόλης, οι καλεσμένοι ήπιαν τόσο πολύ που πίστεψαν πως βρίσκονταν μέσα σε πλοίο εν μέσω θύελλας. Άρχισαν να πετούν έπιπλα και αγάλματα από τα παράθυρα, φωνάζοντας να σωθεί το καράβι. Οι γείτονες κάλεσαν τη φρουρά.
Όταν οι στρατιώτες έφτασαν, ντυμένοι με περικεφαλαίες και σιδερένια θώρακα, οι μεθυσμένοι τους πέρασαν για θαλάσσιους θεούς. Έπεσαν στα γόνατα και υποσχέθηκαν να χτίσουν βωμούς για να φτάσουν, όπως έλεγαν, «σε ασφαλές λιμάνι». Από τότε, η βίλα απέκτησε το όνομα «Τριήρης».
Ο Ακράγας δεν ήταν μόνο πλούτος. Ήταν υπερβολή. Οι κάτοικοι λάτρευαν τα συμπόσια, τις πομπές και τη θεατρικότητα. Στο φαγητό, τίποτα δεν ήταν μέτριο. Πτηνά από την Αφρική, ψάρια από τρεις θάλασσες, κρασί από ειδικά πιθάρια που ωρίμαζαν στον ήλιο.
Όλα αυτά σε μια εποχή που άλλες πόλεις της Ελλάδας αγωνίζονταν απλώς να επιβιώσουν. Στον Ακράγαντα, η ζωή ήταν φτιαγμένη για να φαίνεται, να προκαλεί και να μένει στη μνήμη.