Ὁ φόβος τοῦ κόσμου καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ

Μέσα στὸ κλίμα ἀντιχριστιανικοῦ παροξυσμοῦ ποὺ βιώνουμε μὲ τὴν ἀφορμὴ (ἀλλ’ὄχι ἐξαιτίας) τῆς πανδημίας, παρατηροῦμε ἀκόμη πιὸ καθαρὰ τὸ παράδοξο ποὺ χρόνια τώρα βλέπουμε νὰ συμβαίνει. Ἄνθρωποι ἐντελῶς ἀδιάφοροι γιὰ τὴ χριστιανικὴ ζωή, ἀμαθεὶς ὡς πρὸς τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ ἐνίοτε ἐχθρικοὶ πρὸς τὸ χριστιανικὸ φρόνημα, μποροῦν αὐτὲς τὶς ἡμέρες ὅπου ἡ ἀντικληρικαλιστικὴ ρητορικὴ ἔχει τὴν τιμιτική της καὶ τὸ «ξέπλυμα» τῆς ἀνησυχίας γιὰ τὴν ἀσθένεια νὰ γίνουν ἀπροκάλυπτοι κατήγοροι τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι, βεβαίως, δὲν εἶναι πλήρως ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γίγνεσθαι, στὸ μέτρο ποὺ αὐτὸ εἶναι ἀκόμη ἐνταγμένο στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Θὰ ἐορτάσουν τὴν ὀνομαστικὴ τοὺς ἐορτή, θὰ ἔρθουν σὲ ὁρισμένες ἀκολουθίες τῶν μεγάλων γιορτῶν, θὰ τηρήσουν ἴσως και νηστεία μία μέρα τὸ χρόνο. Στὴν Ἑλλάδα, εὐτυχώς, δὲν ἔχουμε τὸ φαινόμενο τῶν ἄθεων ποὺ φανατικὰ δὲν δέχονται καμία ἐπαφὴ μὲ τὴν θρησκευτικότητα, γιατὶ εἶναι τέτοια τὰ ἔθιμά μας καὶ ἔχει ἔτσι διαμορφωθεῖ ὁ κοινωνικός μας ἰστός. Καὶ βέβαια, θὰ σκεφτοῦμε, εἶναι καλύτερο νὰ πηγαίνει κανεὶς μόνο μία φορὰ τὸ χρόνο ἐκκλησία παρὰ ποτέ. Σίγουρα αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα ἔχουν κρατήσει τὴ χώρα μας ἀπὸ τὴν ἠθικὴ κατρακύλα ποὺ ἔχει σαρώσει δεκαετίες τώρα τὴ Δύση.

Ἀρκοῦν ὅμως αὐτὰ τὰ λίγα; Βλέποντας πλέον τὴν ἀδιαφορία τῶν πολλῶν νὰ μετεξελίσσεται σὲ ἐμπαθὴ διάθεση καὶ πόλεμο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἂν ἦταν ἀληθινὰ δρόμος σωτηρίας αὐτὸς ὁ ἐθιμοτυπικὸς μισοχριστιανισμός. Νὰ παραδεχτοῦμε ποὺ ἔχει ὁδηγήσει τὴν Ἐκκλησία ἡ συμβατικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἡμιμάθειας στὸ πρόσωπο τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ σὲ παλαιότερες ἐποχές, οἱ ἄνθρωποι δὲν εἴχαν πολλὲς θεολογικὲς γνώσεις. Γνώριζαν ὅμως τὰ βασικά: τα μυστήρια, τὴ νηστεία, τὸ πρόσφορο, τὸ κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Σήμερα, θὰ ἔπρεπε μὲ τὸν καταιγισμὸ πληροφοριῶν ποὺ μᾶς περιβάλλει, νὰ ζητοῦμε ὅλοι νὰ μάθουμε πιὸ πολλὰ γιὰ τὴν πίστη μας. Κι ὅμως, ἑμεῖς ξεχάσαμε καὶ αὐτὰ ποὺ ἤξεραν οἱ παλιοί, ποὺ τοὺς φανταζόμαστε μόνο ἀγράμματους καὶ ἀγαθούς. Δὲν ξέρω ἂν θα’χουν ἀντικρύσει τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἕναν πιὸ εὐρυμαθὴ καὶ μορφωμένο ὄχλο νὰ διαμαρτύρεται γιὰ τοὺς παππάδες καὶ τὸ «κουταλάκι» τῆς Θείας Κοινωνίας. Μετὰ ἀπὸ τόση προσπάθεια ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἐλάχιστων πιστῶν δημοσίων προσώπων νὰ ἐξηγήσει τὰ βασικὰ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης σὲ ἄσχετους καὶ θορυβώδεις σχολιαστές, νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι χαμένος κόπος. Ἡ ἄγνοια τῶν πολλῶν εἶναι ἠθελημένη καὶ ἡ παράνοια τοῦ πλήθους δὲ γνωρίζει σεβασμό οὔτε ἐπιχειρήματα. Οἱ συνετὲς φωνὲς χάνονται στὴ λαοθάλασσα τῶν «ἐξεγερμένων».

Ὅλοι οἱ συνάνθρωποί μας ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ κατάσταση, δὲν ἔχουν χάσει τελείως τὴν πίστη τους. Ἂς μὴν τοὺς κατηγοροῦμε γιὰ ἄθεους. Ἔχουν κρατήσει ἕνα ψίγμα ἐλπίδας στὸ Θεό, ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ κρατοῦν ἀντίβαρο στὸ φόβο τοῦ θανάτου. Πιὸ πολὺ ἀπ’τὸ θάνατο φοβοῦνται τὸν κόσμο. Τὶ θὰ πεῖ, πῶς θὰ τοῦ φανεῖ, τὶ μᾶς λέει τώρα νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ σκεφτόμαστε. Ξεχνοῦν τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν ἄνεση τῆς κοσμικῆς ἀποδοχῆς. Ἔτσι, ἡ πίστη τοὺς συρρικνώθηκε σὲ φόβο γιὰ τὸ τέλος, φόβο γιὰ τὸ πηχτὸ σκοτάδι ποὺ φαντάζονται ὅτι θὰ ἐπικρατεῖ ὅταν σβήσουν τὰ προσωρινὰ φώτα τοῦ αἰῶνος τούτου. Θέλουν νὰ κρατήσουν ἀνοιχτὲς καὶ τὶς δύο πόρτες: παραδίδονται μὲν στὸν κόσμο ὅπως θα’κανε ὁ κάθε ἄθεος ἢ εἰδωλολάτρης, μὰ κρατοῦν καὶ μιὰ χαραμάδα ἀνοιχτὴ στὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια, γιατὶ γνωρίζουν ὅτι θέλουν δὲ θέλουν, θὰ πρέπει κάποτε νὰ παραδοθοῦν στὸ θάνατο. Κι εἶναι κρίμα γιὰ ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς αὐτὴ ἡ κατάντια. Θὰ ἦταν λογικό, εἂν εἴχαν γαλουχηθεῖ σὲ μία ἀπὸ τὶς τόσες θρησκεῖες ποὺ ἔχει φανταστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ὑπάρχουν ἀκριβῶς γιὰ νὰ εξισορροπήσουν τὸ ἄνθρωπο ἀνάμεσα στοὺς δύο ἀφέντες, τὸν κόσμο καὶ τὸ θάνατο, καὶ πέρα ἀπ’αὐτοὺς δὲ γνωρίζουν τὶ ἄλλο νὰ διδάξουν. Ὅμως ἑμεῖς οἱ Χριστιανοὶ γνωρίζουμε τὸ παραπέρα, γνωρίζουμε τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα καὶ αὐτὰ μαθαίνουμε μὲ τὴν πίστη μας. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ κόσμου καὶ τῆς φθορᾶς, καὶ μᾶς παρέδωσε τὴν ἀλήθεια, μᾶς ἔκανε μετοχους τῆς σοφίας, ποὺ ἀρχὴ τῆς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μεγάλο κατακρήμνισμα, νὰ ζητᾶ κανεὶς πίσω τὰ δεσμά του.

Τῆς ΜαρίαςΚορνάρου

πηγή