Ένας αδελφός ρώτησε [τον Γέροντα Αρσένιο τον Σπηλαιώτη τον συνασκητή του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή]:
Παππού, όταν υπηρετούμε στο διακόνημα, πρέπει να λέμε και την ευχήν;
– Βεβαίως· η ευχή δεν πρέπει να σταματά.
Προσπαθούμε να λέμε συνέχεια την ευχήν, αλλά ο νους μας περισπάται.
– Όταν λέμε την ευχήν όσο μπορούμε, ζορίζουμε και το μυαλό να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Αυτό όμως για να το πετύχουμε θέλει πολλήν βίαν. Όμως όταν δουλεύης, λέγε συνέχεια με το στόμα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ο νους σίγουρα φεύγει· πάει στην δουλειά ταξιδεύει εδώ ή εκεί· όμως το αυτί ακούει κάτι πιάνει· και σιγά – σιγά το κατεβάζει στην καρδιάν. Αλλά και να μην καταλαβαίνεις εσύ την ευχήν, όμως ο σατανάς καταλαβαίνει πολύ καλά και τρέμει μόνο που ακούει τ’ όνομα του Χριστού.
Εχθές μου λέγει ο μάγειρας: «Ευλόγησον, μου κόλλησεν το φαΐ». «Σίγουρα είχες μέσα σου κάποιον κακόν λογισμόν», του απαντώ. «Δεν θυμάμαι, Γέροντα». Τότε λέω: «Ο νους σου κάπου ρέμβαζε και ευχήν γιόκ» (δεν έλεγες). «Μα έχουν αυτά σχέσιν;». «Και μεγάλην σχέσιν· παρατήρησε να δης, όσες φορές λες συνέχεια ευχήν, αν σου κολλήσει ποτέ φαγητό, και να δης και τι γλυκά φαγητά θα κάμνης!».
Ο Γέροντάς μας (Ιωσήφ) [νυν ο όσιος Ιωσήφ Ησυχαστής] συνήθιζε να μας μαγειρεύη. Τον έβλεπα όσην ώραν μαγείρευε, τα μάτια του δεν στέγνωναν από τα δάκρυα. Εκείνην την ώραν που βρισκόταν ο νους του;
Και να ‘ξερες τι νόστιμα φαγητά έφτιαχνε! Μέχρι σε πανηγύρια τα καλύβια τον καλούσαν να τους μαγειρεύη.
Από το βιβλίο του Μοναχού Ιωσήφ, ο «Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης, (1886-1983), Συνασκητής του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού».