Μαρτυρία Ἡρακλῆ Σταματάκη γιὰ τὴν Γερόντισσα Γαλακτία
Τὴν Γερόντισσα Γαλακτία τὴν γνώρισα ἀρχὲς τοῦ 2007. Τότε ἐγὼ καὶ ὁ κολλητός μου φίλος Ἀντώνης Μωραϊτάκης συνδεθήκαμε μὲ τὸν π. Ἀντώνιο. Δὲν ξέρω τί νὰ πρωτοπῶ. Ὅλα ἔχουν γραφτεῖ σὲ ἄλλες διηγήσεις, ὅλα τὰ ὑπογράφω γιατί τὰ ‘ζησα, ὅλα εἶναι ἀληθινότατα. Ἐπειδὴ εἴμαστε πολὺ κοντά της, σχεδὸν κάθε μέρα μαζί, πολλὲς φορὲς καὶ δύο φορὲς τὴ μέρα, εἶδα, ἔζησα, ἄκουσα πάρα πολλά. Κατ’ ἀρχὴν τὴν εἴχαμε μάνα μας. Ἐκεῖ τρέχαμε κυρίως στὰ δύσκολα. Ἐκείνη δὲν κρατοῦσε καμία ἀπόσταση ἀπὸ ἐμᾶς, ἤτανε μικρὸ παιδὶ στὴν καρδιά, γεμάτη ἀγάπη καὶ θυσία γιὰ ὅλους μας, χαρούμενη, πάντα μὲ ὄμορφα ἀστεῖα, πειραχτικὴ ἀλλὰ μὲ νόημα, μᾶς ἔκανε νὰ μὴ θέλομε νὰ φύγομε ἀπὸ δίπλα της. Ἔβλεπε τὰ πάντα, μέσα μας, στὴ δουλειά μας, στὰ σπίτια μας, μᾶς τὸ ἔλεγε χωρὶς φωνὲς καὶ ἀγριάδες ὅταν κάτι δὲν τῆς ἄρεσε, ἄλλοτε πάλι μᾶς ἐπαινοῦσε γιὰ κάτι καλὸ ποὺ ἔβλεπε. Ἐμᾶς, δὲν μᾶς σόκαρε, γιατί τὴν νοιώθαμε σὰν τὸ ποιὸ δικό μας ἄτομο, νοιώθαμε τὴν ἀγάπη τὴν μητρικότητά της, τὴν στοργή της. Μία ἀλλιώτικη ζεστασιὰ νοιώθαμε κοντά της. Ἤτανε αὐτὸ τὸ παράξενο: ἤξερες ὅτι τὰ βλέπει ὅλα, ἀλλὰ δὲν σὲ ἔνοιαζε γιατί τὴν ἔνοιωθες μάνα, ἕνα ἀσκὶ ἀγάπη ποὺ δὲν ἄδειαζε ποτέ.
Ὁ ἐγωισμός, ἡ ἐπίδειξη, ἡ περιαυτολογία ἦταν μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν τελείως. Οὔτε στὴ σκέψη. Κυρίως ἡ κατάκριση. Ἦταν ὅ,τι ἐμίσησε πιὸ πολὺ στὴ ζωή της. Τὰ ἔδινε ὅλα. Διακριτικὰ καὶ κρυφά. Ἂν μαθεύονταν ἡ ἐλεημοσύνη της στενοχωριόταν πολύ. Αὐτὰ ὅμως δὲν μένουν κρυφὰ καὶ ὅλοι εἶχαν νὰ λένε, ὅτι δὲν ἀφήνει τίποτα στὸ σπίτι της. Ὅσο, ὅμως, ἔδινε, τόσο εἶχε. Ἔλεγε: «Ὅταν στεροῦμαι κάτι τὸ ζητῶ ἀπὸ τὸν Χριστό. Εἶμαι σίγουρη ὅτι θὰ ἔρθει. Μετὰ ἀπὸ λίγο νάτο! Καμιὰ φορὰ, τὸ καθυστερεῖ. Τοῦ λέω: τί μοῦ τὸ καθυστερεῖς Κύριε ἀφοῦ ξέρω ὅτι θὰ μοῦ τὸ στείλεις! Καὶ Ἐσὺ ξέρεις ὅτι δὲν θὰ ἀλλάξω σκέψη! Μετὰ νάτο! Μία μέρα εἶχα ἐπιθυμία νὰ φάω ἀσκορδουλάκους (βολβούς). Ἦταν μεγάλη Σαρακοστή. Τὸ ζήτησα στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦρθε μία γυναίκα Πομπιανὴ καὶ τοὺς κρατοῦσε! Δὲν ἦταν γειτόνισσα, οὔτε εἴχαμε στενὲς σχέσεις. Μοῦ εἶπε: «Συγγνώμη γι’ αὐτὸ πού σοῦ ‘φερα. Τὴν ὥρα ποὺ τοὺς μαγείρευα, μοῦ ἦρθε ἡ σκέψη νὰ δώσω κάπου. Καὶ ἦρθε μέσα μου, μία φωνή: Στὴ Γαλάτεια!». Τῆς ἐξήγησα τί εἶχε προηγηθεῖ, ὅτι τὸ ζήτησα στὴν προσευχή μου καὶ δόξασε τὸν Θεὸ».
Μᾶς συμβούλευε ὄμορφα καὶ ἁπλὰ πῶς νὰ ζοῦμε. Ἤθελε νὰ ἔχουμε ἀβλαστήμητο στόμα, ὅπως ἔλεγε, μὲ συνεχῆ δοξολογία στὸ Θεὸ ποὺ μᾶς φροντίζει καὶ μᾶς κυβερνᾶ. Δὲν ἤθελε διαβολοστέλματα καὶ ἀναθέματα, γιατί γινόμαστε, ἔλεγε, συνεργάτες τοῦ δαίμονα, καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἀφαιρέσουμε κάτι ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ δημιούργησε καὶ κυβερνᾶ τὰ πάντα καὶ νὰ τὸ δώσουμε στὸν ἐλεεινὸ σφετεριστή. Ἔτσι, μᾶς θεωρεῖ δικούς του καὶ μᾶς κυριεύει. Μιλοῦσε πολὺ γιὰ τὴν ταπείνωση, τὴν σιωπή, τὴν κρυφὴ ἐλεημοσύνη (ἐν κρυπτῶ ἔλεγε), τὴν συγχώρεση, τὴν ἀγάπη. Ἅμα τὰ ἔχετε αὐτά, ἔλεγε, θὰ ἔρθουνε καὶ ὅλα τὰ ἄλλα. Τὴν ἄκουσα πολλὲς φορὲς νὰ λέει, ὅτι προσευχήθηκε μὲ πόνο γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τοῦ κόσμου καὶ τῆς φανέρωσε ὁ Χριστός, ὅτι θὰ ἔρθουνε δύσκολα ἀπὸ τὶς βλαστήμιες, τὰ μάγια, τὴν σκληροκαρδία τῶν ἀνθρώπων, τὶς ἔχθρες, τὰ μίση, πιὸ πολὺ ὅμως ἀπὸ τὶς «βρωμιὲς τῶν κρεβατιῶν ποὺ δὲν τὶς κάνουν οὔτε τὰ ζῶα» ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε, καὶ ἀπὸ «τὰ φονικὰ τῶν ἀγέννητων παιδιῶν».
Τώρα ποὺ ἦταν στὸ κρεβάτι, ἂν κάποια τὴν πλησίαζε ποὺ εἶχε πάνω της αὐτὸ ποὺ λένε «σπιράλ», τὸ ἔβλεπε καὶ τῆς ἔλεγε: «βγάλε τὴ σκοτώστρα ποὺ ἔχεις στὰ σπλάχνα σου»! Τώρα, κάποια περιστατικὰ ποὺ ἔχω ξεχωρίσει, εἶναι τὰ παρακάτω ποὺ θὰ ἀναφέρω. Δὲν εἶναι βέβαια τὰ μοναδικὰ ἀλλὰ εἶναι μία ἔνδειξη, τοῦ τί ζήσαμε κάθε μέρα:
- Πρωτοχρονιὰ τοῦ 2010. Ξημερώματα, γύρω στὶς 5 π.μ. ἂν θυμᾶμαι καλὰ τὴν ὥρα, ἄρχισε νὰ μᾶς τηλεφωνεῖ σὲ ἕνα ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά της! Πρῶτα τὸν π. Ἀντώνιο, τὸν Ἀντώνη, ἐμένα, τὴν Σούλα Χατζάκη, τὴν Νεκταρία Νεονάκη κ.ἄ. Δὲν τὸ συνήθιζε. Ὅλους μᾶς ξάφνιασε γιατί νὰ τὸ κάνει αὐτὸ τόσο νύχτα. Μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία μαζευτήκαμε ὅλοι στὸ σπίτι της. Ἦταν καλά, ἀλλὰ σκεφτική καθώς μᾶς ὑποδέχτηκε. Σὰν κάτι νὰ περίμενε. Πῆρε κάποια στιγμὴ ἕνα μάτσο κεριά, καὶ ἀνέβηκε στὴν ἀγαπημένη της γειτόνισσα, στὴ διπλανὴ ἐκκλησία τῆς Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου. Ἐκεῖ περνοῦσε ὥρα πολλὴ κάθε μέρα. Τὴν περιμέναμε. Ὅταν γύρισε, ἦταν ἄσπρη ἀπὸ πόνο στὴν κοιλιὰ καὶ ἕσφιγγε τὰ χείλη της γιὰ νὰ μὴ φωνάξει. Τὴν μετέφερα ἐγώ, ἡ σύζυγός μου καὶ ὁ πάτερ Ἀντώνιος στὸ Κέντρο Ὑγείας Μοιρῶν. Ἔκαναν τὶς πρῶτες ἐξετάσεις καὶ διαπίστωσαν ὅτι ἦταν ἡ χολή της. Ἔπρεπε νὰ μεταφερθεῖ ἐπειγόντως μὲ τὸ ἀσθενοφόρο στὸ Ἡράκλειο. Ἐκείνη, ὅταν τὸ ἄκουσε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ εἶπε: «σὲ παρακαλῶ Ἀρχιστράτηγέ μου Μιχαήλ, πήγαινε νὰ ξυπνήσεις τὸν Ἀνδρέα νὰ εἶναι ἕτοιμος τώρα ποὺ θὰ τὸν φωνάξουν. Δὲν ἀντέχω τοὺς πόνους». (Ἀνδρέας Ζωγραφάκης ἀπὸ Ζαρό. Ἀγαπημένο της παιδί. Ὑπάλληλος τοῦ ΕΚΑΒ. Τοὺς εἶχε πάρει ὁ ὕπνος ἐκείνη τὴν ὥρα, αὐτὸν καὶ ἕνα συνάδελφό του στὸν τομέα ΕΚΑΒ Μοιρῶν ὅπου ἐφημέρευαν ἐκεῖνο τὸ πρωί). Ὁ Ἀνδρέας ξύπνησε ἀπὸ ἕνα ἐπίμονο χτύπημα στὸ τζάμι. Πετάχτηκε καὶ δὲν εἶδε κανένα. Ρώτησε τὸν συνάδελφό του, ποὺ ὡστόσο ξύπνησε κι αὐτὸς καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ἄκουσε κάτι. Ὅταν τοὺς κάλεσαν, ἦταν στὸ αὐτοκίνητο. Σὰν κάτι νὰ περίμεναν. Ὅταν εἶδαν τὴν Γερόντισσα, ἔπαθαν σόκ. Ὁ Ἀνδρέας τὴν συνόδευε πίσω ποὺ ἦταν ξαπλωμένη. Τοῦ εἶπε ὅτι ἔστειλε τὸν Ἀρχάγγελο νὰ τὸν προετοιμάσει. Τοῦ εἶπε ἀκόμη, ὅτι εἶχε δεῖ τὰ πάντα ποὺ τῆς συνέβαιναν ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν στὸ Νοσοκομεῖο! Ὅμως θὰ ἔχει καλὸ τέλος ἡ περιπέτειά της. Πίσω ἀπὸ τὸ μεταφορικό τοῦ ΕΚΑΒ, ἀκολουθούσαμε ἐγώ, ὁ π. Ἀντώνιος καὶ ὁ Ἀντώνης. Ὅταν φθάσαμε στὰ Ἐπείγοντα, μᾶς εἶπε: «Νά…ὅλες αὐτὲς τὶς εἰκόνες, τὰ σκηνικά, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχα δεῖ πρὶν λίγες μέρες». Ἀργότερα, διαπιστώθηκε ὅτι εἶχε ἀναφέρει τὴν περιπέτεια ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τῆς συμβεῖ σὲ Μητροπολίτη ἀπὸ τὴν ἀπάνω Ἑλλάδα ποὺ μιλοῦσαν κάθε μέρα στὸ τηλέφωνο καὶ στὴν Κατίνα τὴ Βοριάδαινα ὅπως τὴν λένε στὴν Πόμπια, ποὺ ἦταν στενὴ φίλη της. Γνώριζε ὁπωσδήποτε ὅτι θὰ τὸ πάθαινε τὸ πρωὶ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, γι’ αὐτὸ μᾶς ξύπνησε τὰ ξημερώματα μὲ τὰ τηλεφωνήματά της. Ἤθελε νὰ προλάβει νὰ μᾶς εὐχηθεῖ. Αὐτὸ ἔγινε μόνο τότε. Δὲν τὸ εἶχε κάνει ποτέ, οὔτε τὸ ξανάκανε ποτέ. Τὴν χειρούργησε ὁ γνωστός της καὶ ἀγαπητὸς χειροῦργος Βασίλης Κουτσούμπας. Μετεγχειρητικά, στὸ δωμάτιο, ἔπεσε ξαφνικὰ πολὺ χαμηλὰ τὸ ὀξυγόνο της καὶ ἔφευγε. Δὲν εἶχε ἐφαρμόσει καλὰ ἡ μάσκα ὀξυγόνου καὶ ἀποκοιμήθηκε, κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε. Ἔπαθαν σὸκ οἱ γυναῖκες ποὺ ἦταν κοντά της καὶ φώναξαν τοὺς γιατρούς. Οἱ γιατροὶ ἔπεσαν πάνω της ἄμεσα καὶ τὴν ἐπανέφεραν. Ἀμέσως μία δυνατὴ μυροβλυσία ποὺ κράτησε ἀρκετά, ξεχύθηκε σὲ ὅλο τὸ δωμάτιο ποὺ ἦταν ἀρκετὰ μεγάλο. Σταυροκοπήθηκαν οἱ ἄλλες ἄρρωστες γυναῖκες. Μία ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἁγία Βαρβάρα, ποὺ συνδέθηκε πολὺ μαζί της, εἶπε:
-
«ἐδῶ ἔχουμε Ἁγία! τὰ μάτια της, τὸ χαμόγελό της, ὁ τρόπος ποὺ μᾶς κουβεντιάζει, ἡ ἀγάπη της, ἡ γλυκάδα της, ἡ μυρωδιά της, εἶναι μόνο Ἁγίου παρουσιαστικό». Τὸ ἴδιο τὴν σέβονταν καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες. Ἡ Γερόντισσά μας, ἐνδιαφέρονταν μόνο γι’ αὐτὲς καὶ τὰ προβλήματά τους. Ὄχι γιὰ τὴν ἴδια. Μία νοσοκόμα, μᾶς εἶπε: «τί μυστήρια γιαγιά! Ἄλλες φωνάζουν, μᾶς βρίζουν, αὐτὴ μᾶς φιλᾶ τὰ χέρια συνεχῶς, μᾶς εὔχεται, μᾶς εὐχαριστεῖ, μᾶς λέει πολὺ ὡραῖες εὐχὲς γεμάτες νόημα καὶ ἀγάπη καὶ ὅλη νύχτα, ἐνῶ κοιμᾶται, γυρίζει ἕνα κομβοσχοίνι μεγάλο καὶ μουρμουρίζει»!
- Κάποτε, μπῆκε ξαφνικὰ μὲ ἡπατικὸ κῶμα ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας μου στὸ νοσοκομεῖο. Τοῦ ἔκαναν εἰσαγωγή. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, κηδεύονταν ἡ ἀγαπημένη μου γειτόνισσα ἡ Χαλκιαδοελένη. Στενοχωρήθηκα ποὺ θὰ ἔλειπα ἀπὸ τὴν κηδεία της. Κάποια στιγμή, μοῦ τηλεφωνεῖ ἡ Γερόντισσα. Εἶχα ἀνοιχτὴ ἀκρόαση καὶ ἄκουε καὶ ἡ ἀδελφή μου ἡ Κατίνα. Μοῦ εἶπε: «Σὲ λίγο θὰ φύγετε! Θὰ προλάβετε στὴν κηδεία! Κοίταξε, μὴν τρέχεις καὶ σκοτωθεῖς στὸ δρόμο». Μά…ἀφοῦ μᾶς κάνανε εἰσαγωγή; Πῶς θὰ φύγουμε; Καλά, καλά….εἶπε καὶ ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ ἔρχεται ὁ γιατρός. «Θὰ φύγετε, μᾶς εἶπε. Βγῆκαν καλὲς οἱ ἐξετάσεις. Δὲν χρειάζεται νὰ μείνετε»! φανταστεῖτε τὴν ἔκπληξή μας! Ἀλλὰ εἶπα: «Γαλάτεια εἶναι αὐτὴ»!
- Ἡ μεγάλη μου κόρη ἡ Ἐλπινίκη, εἶχε στὴν ἐφηβεία της ἕνα πρόβλημα ποὺ ἤθελε λεπτὸ χειρουργεῖο. Μᾶς κατέλαβε φόβος καὶ ἀγωνία. Κλείσαμε ραντεβού, ἔπειτα ἀπὸ ἐξέταση, μὲ τὸν χειροῦργο ΠΑΓΝΗ Ἡρακλείου καὶ πήγαμε τὴν ὁρισμένη ὥρα. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦρθε μὲ ταξὶ καὶ ὁ π. Ἀντώνιος. Ἡ Γιαγιά, μοῦ εἶπε τηλεφωνικῶς τὴν παραμονὴ τὸ βράδυ: «θὰ πάτε καὶ δὲν εἶναι τίποτα! Θὰ δεῖς». Τὴν πίστευα πάντα γιατί γνώριζα τὴν δύναμή της ἀλλὰ ἡ ἀγωνία δὲν ἔφευγε. Ἔκπληκτος ὁ γιατρὸς τὴν ἑπόμενη μέρα τοῦ χειρουργείου, μᾶς εἶπε: «ποιὰ ἐπέμβαση; Τὸ πρόβλημα ἔχει ἐξαφανισθεῖ»! καὶ ἀσχολήθηκε μὲ κάτι ἁπλὸ σὲ ἄλλο σημεῖο στὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ, ποὺ ἦταν θέμα ρουτίνας….
- Μοῦ τηλεφωνοῦσε ὅταν εἶχα κάποιο πρόβλημα. Μοῦ ἔδινε λύση ἢ κουράγιο. Μοῦ τηλεφωνοῦσε ὅταν ἤμουν σὲ ἐπικίνδυνα σημεῖα στὶς οἰκοδομὲς ποὺ δούλευα. «Φύγε ἀπὸ ἐκεῖ. Μὴ ζαλιστεῖς καὶ πέσεις». Ἤξερε ὅτι εἶχα ὑψοφοβία.
- Τελευταῖα, βασανίζονταν οἱ γιατροὶ γιὰ τὴν ὑψηλὴ πίεση ποὺ παρουσίασε ἡ σύζυγός μου. Ἀνησυχούσαμε. Μὲ καθησύχασε καὶ εἶπε ποῦ ὀφείλονταν. Τὸ ἴδιο μᾶς εἶπε καὶ ἕνας ἄλλος Ἅγιος Γέροντας ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, πνευματοπαίδι τῶν Ἁγίων Πορφυρίου καὶ Εὐμενίου ἀπὸ τὴν Ἐθιά. Μοῦ εἶπε τηλεφωνικῶς: «Βρέ, ἔχετε ἐκεῖ τὴν Γερὸ-Πορφύραινα καὶ φοβᾶσαι;» καὶ ἐπανέλαβε τὰ λόγια της. Τελικά, αὐτὸ εἶπε καὶ ἡ ἰατρικὴ γνωμάτευση!
- Πέρυσι, εἶχα πρόβλημα στὸ δεξὶ γόνατο. Εἶχαν δημιουργηθεῖ κρύσταλλοι ἀπὸ τὸ οὐρικὸ ὀξὺ καὶ τὸ τραυμάτισαν πολύ. Μοῦ φόρεσε ὁ γιατρὸς ἕνα εἰδικὸ νάρθηκα ποὺ ἔπιανε σχεδὸν ὅλο τὸ πόδι. Ἀπ’ ἔξω δὲν διαγραφόταν τίποτα. Πῆγα στὴν Γερόντισσα. Ἐκείνη δὲν μὲ θυμόταν πιὰ μὲ τὸ μυαλό. Ἐπικοινωνοῦσε μαζί μας μὲ τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της. Ἐλάχιστα ἄκουε καὶ τίποτα δὲν συγκρατοῦσε ἡ μνήμη της. Ἐκείνη τὴν φορά, κοίταξε τὸ γόνατό μου καὶ εἶπε μὲ γέλιο: «εἰδέ, εἰδὲ ἕνα παράξενο βρακὶ ποὺ φορεῖ». Ἐγὼ ξαφνιάστηκα καὶ εἶπα: «γιατί μοῦ τὸ λέει; Μπᾶς καὶ ἔκανα καμιὰ ἁμαρτία καὶ δὲν τὸ θυμᾶμαι;». Ὁ παρὼν π. Ἀντώνιος, μὲ ἔκανε νὰ θυμηθῶ: «ἡσύχασε. Μοῦ εἶπε. Ξέχασες τί φορᾶς ἀπὸ μέσα; Αὐτὸ βλέπει μὲ τὰ δικά της μάτια». Τότε κατάλαβα…
- Εἶχαν ἔρθει ἕνα μικρὸ γκροὺπ κληρικῶν καὶ κοσμικῶν ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀρχὲς τοῦ 2018, λίγο πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἕνας ἁγιασμένος καὶ πολὺ μορφωμένος Πρωτοσύγκελλος, ὁ Διάκος ἑνὸς Δεσπότη κ.α. Ἔδωσε, ἐκτὸς ἀπὸ συνεχῆ εὐωδία, πολλὰ σημεῖα ἡ γιαγιὰ στὴν παρέα ἐκείνη. Γι’ αὐτά, ὅμως, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μιλήσω. Εἶναι δική τους ὑπόθεση. Ἐγὼ θὰ ἀναφέρω, δύο γεγονότα ποὺ ἔζησα. Τοὺς ἀκολούθησα σὲ μία ἐπίσκεψη σὲ ἕναν τόπο. Ὅταν ἄκουσε τὸν λόγο τοῦ ἐρχομοῦ τους, αὐτὸς ποὺ ἦταν στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἄρχισε νὰ πετᾶ κουβέντες, κατηγορίες, εἰρωνεῖες καὶ θυμᾶμαι ὅτι ἔκανε ἕνα μικρὸ κύκλο σὲ ἕνα χαρτὶ καὶ μετὰ ἕνα μεγάλο. Εἶπε: «ἐδῶ στὸ μικρὸ κύκλο εἶναι ἡ ἀλήθεια γι’ αὐτὴ τὴν εὐλαβῆ γριὰ καὶ ἐδῶ στὸ μεγάλο εἶναι ἡ ὑπερβολὴ». Ἐγὼ ἐνοχλήθηκα, γιατί στὰ στενὰ της παιδιὰ εἶμαι ἐγὼ καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα εὐθέως εἶχα τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ παραμυθά. Δὲν μίλησα, ἀλλὰ ἐξοργίστηκα. Τὸ ὁμολογῶ. Μόλις γυρίσαμε, ἡ γιαγιὰ ἦταν γεμάτη κέφι, χαρὰ καὶ εἶχε δυνατότητα ἐπικοινωνίας ὅπως τὸν παλιὸ καλὸ καιρό. Σήκωσε τὸ δάκτυλο καὶ εἶπε γελώντας: «Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια» καὶ ἔκανε ἕνα μικρὸ κύκλο μὲ τὸ δάκτυλό της στὸν ἀέρα.. ἔπειτα ἔκανε ἕνα ἄλλο μεγαλύτερο καὶ εἶπε: «Ἐπαὲ εἶναι οἱ ψευτιὲς». Μείναμε ἄφωνοι. Ζήτησε ὁ π. Ἀντώνιος ἐξηγήσεις. Ἡ Γιαγιά, μᾶς ἐπέπληξε. «Μὴ μιλήσεις» μοῦ εἶπε. Ἀργότερα, τοῦ εἶπα τί εἶχε συμβεῖ. Ἡ Γιαγιά, τὸν κοίταξε στοργικὰ ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ τοῦ εἶπε: «μὴν τὰ ἀκοῦς αὐτὰ παιδί μου. Μὴ δίνεις σημασία. Ἐσὺ σιωπὴ». Ἐκεῖνος κάτι κατάλαβε καὶ ἀργότερα τοῦ εἶπα τί εἶχε συμβεῖ.
- Ἕνας κληρικὸς δικός μας, εἶπε ἐπίμονα στὸν Διάκο ἐκείνης τῆς παρέας ὅτι κακῶς παντρεύτηκε καὶ ὅτι τὸ χάρισμά του ἦταν νὰ γίνει καλόγερος. Ὁ Διάκος εἶναι, ὡς φαίνεται, πολὺ εὐαίσθητος καὶ ἄρχισε νὰ ἔχει ἔντονους λογισμούς. Βασανιζόταν μήπως δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μάταια ὁ Πρωτοσύγκελλος ποὺ ἦταν μαζί, προσπαθοῦσε στὴν ἐπιστροφὴ νὰ τὸν παρηγορήσει. Μόλις γυρίσαμε, τοῦ ἔκανε νόημα μὲ τὸ χέρι της ἡ Γερόντισσα στὸ Διάκο νὰ πάει κοντά της. Τοῦ εἶπε δυνατὰ καὶ μὲ πολὺ κέφι: «Βγάλε ἀπὸ τὸ νοῦ σου αὐτὰ πού σοῦ ‘βαλε… ἐσὺ παιδί μου ἔπρεπε νὰ παντρευτεῖς. Αὐτό σοῦ ταιριάζει…νὰ ζεῖς ὄμορφα μὲ τὴν γυναίκα σου καὶ θὰ πᾶς ψηλά…». Ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὸν οὐρανό. Πέταξε ἀπὸ τὴν χαρὰ του ὁ Διάκος. Ἄρχισε νὰ χοροπηδᾶ σὰν μικρὸ παιδί. Εἴχαμε ἕνα γλέντι μὲ κοπελίστικα δείγματα ἐκείνη τὴν στιγμή. Ἡ Γιαγιὰ συμμετεῖχε γελώντας καὶ πειράζοντας. Χτυποῦσε καὶ παλαμάκια. Ρώτησε κάποια στιγμὴ τὸν Πρωτοσύγκελλο: «Πάτερ! Παντρεμένος εἶναι ἐκειοσὲς;» καὶ ἔδειξε τὸν Διάκο. Κούνησε τὸ κεφάλι του, κάνοντας νόημα «ναὶ» ὁ Πρωτοσύγκελλος. Συνέχισε ἡ γιαγιὰ μὲ χιοῦμορ: «γιατί ἂν δὲν εἶναι, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τόνε παντρέψομε! Αὐτὸ τοῦ ταιριάζει!». Τὸ ἐπανέλαβε ἄλλη μία φορὰ ἀκόμη. Ἤθελε νὰ στερεώσει τὴν ἄποψη στὸ Διάκο ὅτι ἐφαρμόζει στὴ ζωὴ του αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεός!
- Μία μέρα, καθόμασταν ἐκεῖ ὥρα κολατσιοῦ μὲ τὸν π. Ἀντώνιο. Ξαφνικά, γυρίζει καὶ τοῦ λέει: «νὰ πᾶς νὰ ἀγοράσεις ἕνα ζευγάρι παπούτσια τοῦ <Δεηθῶμεν>, γιατί εἶναι ὁλοτρύπητα αὐτὰ ποὺ φορεῖ καὶ δὲν ἔχει νὰ πάρει…!». Ρώτησα τὸν π. Ἀντώνιο ποιὸς εἶναι ὁ <Δεηθῶμεν> καὶ μοῦ ἐξήγησε ὅτι ἔλεγε ἔτσι ἕνα δικό μας παπὰ ποὺ ἔλεγε ὡραῖα τὸ «δεηθῶμεν» ὅταν ἐλειτουργοῦσε καὶ τὸν ὀνόμαζε ἔτσι. Τηλεφώνησε ἀμέσως στὸν παπὰ ὁ π. Ἀντώνιος καὶ τοῦ ἀνέφερε τὸ περιστατικό. Συγκινημένος ὁ παπὰς τοῦ εἶπε: «χθὲς σκεφτόμουνα ὅτι εἶναι τρύπια τὰ παπούτσια μου, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ κάνω λίγη ὑπομονή, γιατί εἶχα ἔξοδα καὶ δὲν μποροῦσα τώρα νὰ ἀγοράσω»! Τὸ εἶδε ἡ Γιαγιὰ καὶ μερίμνησε.
- Γνώριζε πῶς ἀκριβῶς εἶναι τὸ σπίτι μου καὶ τὴν κάθε μας κίνηση. Τὰ περιέγραφε μὲ λεπτομέρεια χωρὶς νὰ ἔχει ἔρθει ποτέ. Σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ εἶχα τηλεφώνημα. Ὄχι μόνο ἐγώ, ὅλοι μας. Χωρὶς φυσικὰ νὰ γνωρίζει. Εἴχαμε λύση στὸ πρόβλημα ἢ παρηγοριά. Ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἀντιμετωπίζαμε. Δούλευα τότε στὶς οἰκοδομὲς μὲ δύο ξαδέλφια μου. Ὅταν ἤμουν σὲ ἐπικίνδυνο σημεῖο, εἶχα τηλεφώνημα: «κατέβα ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ μὴ ζαλιστεῖς καὶ πέσεις». Καταλάβαινε τὴν ὑψοφοβία μου. Πέρασα ἀρρώστιες μὲ δικούς μου, θανάτους κλπ. Πάντα ἦταν ἡ δύναμη ἡ Γιαγιὰ καὶ ἡ παρηγοριά μου. Χάρη σ’ αὐτὴ τὰ περνοῦσα πιὸ εὔκολα. Ὁ Γέροντας Θεόδωρος, μετὰ Νεῖλος, ποὺ ἀσκήτευε στὸ Ἁγιοφάραγγο, δὲν μιλοῦσε καθόλου εὔκολα. Οὔτε γιὰ δικές του καταστάσεις, οὔτε γιὰ ἄλλα πρόσωπα. Ὅμως, γιὰ δύο μίλησε. Γιὰ τὸν νέο Ἅγιο τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ τὸν Γέροντα Ἀναστάσιο. Ἔλεγε: «ἔκαμα τόσα χρόνια στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τέτοιο ἀνάστημα δὲν συνάντησα». Γιὰ τὴν Γιαγιὰ μᾶς ἔλεγε: «αὐτὴ εἶναι τὸ ὕψος τῆς Ἁγιότητας»! Καὶ ἐρχόταν συχνά, τὸν μεταφέραμε ἐμεῖς, ἔπαιρνε τὴν εὐχή της, φιλοῦσε τὸ χέρι της καὶ δεχόταν καὶ παξιμάδι καὶ ἐλιὲς ἀπ’ αὐτήν. Σὰν τὰ παιδάκια ἔκαναν χαρὰ ὅταν ἦταν οἱ δυό τους…
Τώρα μείναμε μὲ τὶς ὡραῖες ἀναμνήσεις καὶ τὶς πολλὲς εὐχές. Τόσες εὐχές, ὡραῖες, μεγάλες εὐχὲς ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ξανακούσουμε. Ὁ π. Ἀντώνιος, τὴν πείραζε καὶ τῆς ἔλεγε: «ἐξεθυμάνανε μπλιῶ οἱ εὐχὲς τόσες πολλὲς ποὺ δίνεις». Ἀκούσαμε συμβουλές, εἴδαμε πῶς εἶναι οἱ ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ συνάνθρωποί μας. Βέβαια, σὰν αὐτὴ ἀποκλείεται νὰ ξαναβρεθεῖ ἄνθρωπος στὴ ζωή μας. Ἀλλὰ ξέρω ὅτι θὰ εἶναι αὐτὴ πάντα κοντά μας, μέχρι νὰ πᾶμε κι ἐμεῖς κοντά της. Ἔστω νὰ τὴν βλέπομε ἀπὸ μακριά. Ἐλπίζω νὰ σωθοῦμε μὲ τὶς εὐχές της. Καὶ εὔχομαι νὰ σκεπάζει καὶ νὰ τρέχει κοντὰ σὲ ὅλους ποὺ τῆς φωνάζουνε στὶς προσευχές τους. ΑΜΗΝ!
ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ: Τὸ παρὸν κείμενο-μαρτυρία γιὰ τὴν Γερόντισσα Γαλακτία, μᾶς ἦρθε ἠχογραφημένο ἀπὸ φίλο Ἱερέα μὲ κρητικὴ καταγωγή. Τὸ ἀπομαγνητοφωνήσαμε, τὸ στρώσαμε ἀπὸ τοὺς ἰδιωματισμοὺς τῆς κρητικῆς διαλέκτου γιὰ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλους κατανοητὸ καὶ ζητήσαμε ἄδεια δημοσίευσης. Ἡ ἄδεια δόθηκε εὐχαρίστως καὶ ὁ ὑπογράφων εἶδε τὸ κείμενο καὶ διαπίστωσε ὅτι δὲν ἔχει καμία ἀλλοίωση.