Για να προλάβουμε τις καζάν-καζάν «συνευρέσεις» του «σουλτάνου» με τα νησιά μας…

Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα πορεύεται χρόνια τώρα έναντι της Τουρκίας επί τη βάσει της ”κατευναστικής” εθνικής στρατηγικής της. Μιας στρατηγικής η οποία δε θέλει να προκαλέσει το θυμοειδές της τουρκικής ηγεσίας και των παροικούντων την Ιερουσαλήμ ΝΑΤΟϊκών βακτηρίων της.

Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη απαρνήθηκε συνειδητά την εκμετάλλευση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας μας, ενώ δείχνει πέραν το δέον ανεκτική στις τουρκικές προκλήσεις (όχι επέκταση στα 12 νμ, όχι εξορύξεις των ενεργειακών κοιτασμάτων μας, όχι βίαιη παρεμπόδιση των τουρκικών αλιευτικών που αλωνίζουν ανενόχλητα απ’ άκρη σε άκρη στο Αιγαίο).

Είναι ηλίου φαεινότερο, δηλαδή, πως η πολιτική ηγεσία απαρνήθηκε τα γεωπολιτικά κέρδη που δικαιωματικά ανήκουν στην Ελλάδα, για να μην προκαλέσει το ”θηρίο” εξ Ανατολών και πέσει θύμα ”θερμού επεισοδίου” με αρνητικά για την εδαφική μας ακεραιότητα αποτελέσματα.

Ωστόσο για όλα υπάρχει η πρώτη φορά που σου δίνει την αφορμή να αλλάξεις έστω και ευκαιριακά, αρκεί το ”παράθυρο ευκαιρίας” να συνδυαστεί με το ”το σωστό τάιμινγκ” που λένε και οι Άγγλοι. Η αφορμή, στην περίπτωσή μας, δόθηκε με την μετατόπιση του κέντρου βάρους του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς την λεκάνη του Ειρηνικού και τον Ινδικό (ΝΔ Ασία).

Το δεδομένο αυτό πίεσε, προφανώς, τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών κ. Δένδια να βάλουν προς ώρας στην άκρη την ”κατευναστική” πολιτική χάριν της ενεργητικής, για να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της πατρίδας που κινδυνεύει απ’ την άκρως επιθετική πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν και της Τουρκίας (”χθες”, μόλις, ο Τούρκος αντιπρόεδρος Φουάτ Οκτάι έκανε λόγο για επικείμενες τουρκικές έρευνες στην ”τουρκική υφαλοκρηπίδα”).

Η διασφάλιση της ακεραιότητας της Ελλάδας απαιτούσε, προφανώς, ”παράθυρο ευκαιρίας” για την κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών της όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αφού ο κίνδυνος ”θερμού επεισοδίου” με την Τουρκία επί του πεδίου ήταν ορατός.

Το ”παράθυρο ευκαιρίας” για μας δόθηκε με την τριμερή συμφωνία Αυστραλίας-Βρετανίας – ΗΠΑ(AUKUS), βάσει της οποίας η πισώπλατα μαχαιρωμένη Γαλλία (μετά την ακύρωση απ’ την Αυστραλία της αγοράς 12 πυρηνοκίνητων γαλλικών υποβρυχίων) επέσπευσε το κλείσιμο αμυντικής συμφωνίας με την Ελλάδα (με αφορμή την αγορά γαλλικών εξοπλιστικών) δίνοντάς της το πλεονέκτημα της υπεροπλίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Στην όλη ευνοϊκή για μας ιστορία βέβαια υπάρχουν και δυο αρνητικά στοιχεία που δεν πρέπει να τα προσπεράσουμε, γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων στο μέλλον. Το πρώτο είναι ότι οι φρεγάτες Belharra δεν είναι πλήρως εξοπλισμένες (ελλείψει πυραύλων SCALP NAVAL), ώστε να θεωρούνται ”υποστρατηγικά” όπλα.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, σε περίπτωση σύγκρουσης Ελλάδας-Τουρκίας, να μη μπορούν τα πληρώματά τους να επιφέρουν συντριπτικά πλήγματα στο έδαφος του εχθρού σε μεγάλο βάθος. Κι αν σε αυτό προστεθεί το γεγονός ότι και τα Rafale στερούνται της εμβέλειας βάθους και τη δυνατότητα καίριων ”χτυπημάτων αφανισμού” του εχθρού, τότε θα αντιληφθούμε ότι υπάρχουν και ”μειονεκτήματα” που θα πρέπει να συνυπολογιστούν στους στρατηγικούς σχεδιασμούς μας, όσο τουλάχιστον δεν μας επιτρέπεται η πλήρης αξιοποίηση με επιπρόσθετα συστήματα των εξοπλιστικών που αγοράσαμε.

Ωστόσο, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι η ελληνογαλλική συμφωνία πέτυχε κάτι το οποίο είχαμε ξεχάσει ό,τι υπήρχε. Και δεν μιλώ μόνο για τη δυνατότητα συνεργασίας των Belharra με τα Rafale η οποία μπορεί να τρέψει σε φυγή τα τουρκικά πλοία και αεροπλάνα από το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Μιλώ και για τη δυνατότητα επίτευξης ισοζυγίου στρατιωτικής ισχύος με την Τουρκία χάρη στα εν λόγω εξοπλιστικά αποκτήματα, απ’ τη στιγμή που θα ενταχθούν συνολικά στο δυναμικό των ΕΔ της χώρας.

Παρ’ όλα αυτά, η καταφανώς θετική ”αγορά του 21ου αιώνα” για την Ελλάδα μπορεί να εξαερωθεί, αν δεν φροντίσει το πολιτικό προσωπικό – εν προκειμένω η παρούσα κυβέρνηση – να εγγράψει μια σοβαρή υποθήκη στη διακομματική σταθερότητα της εθνικής πορείας της χώρας θεσμοθετώντας το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο θα έπρεπε ήδη να έχει ιδρυθεί.

Όπως θα έπρεπε ήδη να έχουν ληφθεί και άλλες βαρύνουσας σημασίας για τα εθνικά μας συμφέροντα κυβερνητικές αποφάσεις (δικαιωματική επέκταση των ΕΧΥ στα 12 νμ, οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μας με την Κύπρο και κήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ πριν προλάβουν και ανακηρύξουν οι Τούρκοι – βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου – τη δική τους ΑΟΖ στη Μεσόγειο, η οποία θα επεκτείνεται από τα έξι μίλια των Ελληνικών ακτών των νήσων Ρόδου, Καρπάθου, Κάσου, Κρήτης, μέχρι τα έξι μίλια της Κύπρου).

Δυστυχώς, αντ’ αυτών που θα έπρεπε να έχουν προηγηθεί εκ μέρους μας των συμφωνιών τις οποίες υπογράψαμε με Γαλλία και ΗΠΑ, εμείς σπεύσαμε – δια στόματος του πρωθυπουργού – να προβούμε σε δηλώσεις περί αμοιβαίων υποχωρήσεων, τη στιγμή που υπερβήκαμε ήδη τα εσκαμμένα.

Αυτός είναι και ο λόγος που νιώθουμε ανησυχία στη σκέψη ότι ούτε τα Rafale και οι Belharra της ελληνογαλλικής συμφωνίας ούτε η υπογραφή της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας (MDCA) που μας φιλοδώρησε με νέες βάσεις σε τέσσερις ακόμα ελληνικές περιοχές (Λιτόχωρο, Στεφανοβίκειο, Σούδα β’ και Αλεξανδρούπολη, με Αμερικανικό Στρατηγείο) μπορούν να διασφαλίσουν την εδαφική κυριαρχία μας, αν η πολιτική εξουσία δεν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και δεν αντιμετωπίσει με ωριμότητα και σωφροσύνη τον νέο γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας.

Αν δεν ακολουθήσει, ουσιαστικά, τη δική μας στρατηγική κόντρα στις επιδιώξεις των Τούρκων και τα άδηλα σχέδια των ”Μεγάλων” συμμάχων μας, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Γάλλοι δεν κάλυψαν την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα μας στην μεταξύ μας συμφωνία (ως μη εντασσόμενες στην ελληνική κυριαρχία), ενώ οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να καλύψουν με βάσεις τη Σκύρο και τα Δωδεκάνησα τα οποία (τυχαία;) θεωρούν διαφιλονικούμενα οι Τούρκοι.

Και η δική μας στρατηγική δε θα πρέπει να στηρίζεται στις μερικώς επιτυχείς συμμαχικές Αμυντικές Συμφωνίες μας, αλλά να κινείται σε δύο επίπεδα: στο διπλωματικό-ενημερωτικό, και σε εκείνο της υλοποίησης των εθνικών στόχων.

Στην πρώτη φάση, τη διπλωματική-ενημερωτική, αφού επεξεργαστούμε και ξεκαθαρίσουμε όλες τις λεπτομέρειες της ελληνογαλλικής και της ελληνοαμερικανικής συμμαχίας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα αγώνα ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης για την επιθετικότητα της Τουρκίας και την προκλητικά επιθετική και αναθεωρητική στάση της σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου.

Στη δεύτερη φάση, αυτή της υλοποίησης των εθνικών στόχων, θα πρέπει να επιταχύνουμε την ανακήρυξη της ΑΟΖ και την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μας με την Κύπρο και την Τουρκία έχοντας σαν πρώτιστο μέλημα την ”ελληνοποίηση” των θαλασσίων ζωνών μας (θέμα που έθεσε ορθώς ως ζητούμενο ο πρωθυπουργός, γιατί – αν δεν γίνει αυτό – η Τουρκία θα συνεχίσει να θεωρεί διαφιλονικούμενες τις ζώνες και τις νησιωτικές κτήσεις μας επ’ αυτών μαζί με τον υποθαλάσσιο πλούτο τους).

Και η επιτάχυνση επίλυσης των προβλημάτων μας έχει έναν δρόμο: τον δρόμο του δικαστηρίου του Αμβούργου (με βάση την αρχή της μέσης γραμμής στην ανατολική πλευρά των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου) και όχι του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Κι αυτό όχι μόνο γιατί όσες φορές βρεθήκαμε στη Χάγη σηκωθήκαμε ηττημένοι απ’ το Τραπέζι των διαπραγματεύσεων με οποιονδήποτε αντίδικο απέναντί μας λόγω του ότι παρενέβαιναν πολιτικές σκοπιμότητες και συμφέροντα, αλλά γιατί σ’ αυτήν είναι ευρύτερο το πλαίσιο εκδίκασης διαφορών, κάτι που συμφέρει πρωτίστως την Τουρκία η οποία ψάχνει να βρει αφορμή για να ανοίξει τη βεντάλια όλων των εδαφικών της διεκδικήσεων σε βάρος της χώρας μας.

Αντίθετα στο Αμβούργο (το οποίο κρίνει με καθαρά νομικούς όρους όλες τις προσφυγές) δεν μπορούν να τεθούν προς συζήτηση οι εκτός θέματος υφαλοκρηπίδας αναθεωρητικοί μεγαλοϊδεατισμοί της Τουρκίας που έχουν σαν στόχο τη διαμόρφωση τετελεσμένων προς ικανοποίηση του ονείρου του Ερντογάν για την ”Γαλάζια Πατρίδα” του.

Με δεδομένα αυτά η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να βρίσκεται σε ύψιστη επαγρύπνηση και εγρήγορση, καθώς ο χρόνος κυλά σε βάρος μας και η Τουρκία δεν δείχνει καμιά διάθεση συμβιβασμού. Αντίθετα επαυξάνει περαιτέρω την ένταση με την Ελλάδα και απειλεί να υψώσει τείχος άμυνας στο Αιγαίο (ADIZ), για να απομονώσει τα γειτνιάζοντα σε αυτήν ελληνικά νησιά από τον εθνικό τους κορμό.

Όλα δείχνουν ότι σχεδιάζει απόβαση και το μόνο εμπόδιο για την πραγματοποίησή της είναι η μη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, που θα διευκόλυνε τις συνθήκες απόβασής της. Έπειτα γνωρίζει καλά ότι το πυραυλικό ρωσικό σύστημα S-400 Triumf που διαθέτει έχει βεληνεκές που φτάνει στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια αλλά δεν μπορεί να ”αντιπαλέψει” τα Rafale και Belharra τα οποία μπορούν να αναχαιτίσουν τους πυραύλους του, γιατί έχουν δυνατότητα αποτρεπτική.

Έτσι, με επίγνωση της αδυναμίας της να κάνει πράξη εδώ και τώρα τα σχέδιά της, περιορίζεται στο να προκαλεί Ελλάδα και Κύπρο αποστέλλοντας δύο ερευνητικά πλοία, το BILIM-2 και το YUNUS-S, ανατολικά του 28ου μεσημβρινού (μεταξύ Ρόδου-Καστελόριζου) και νοτιοανατολικά της Κύπρου (για το διάστημα μέχρι την 21η Οκτωβρίου).

Αυτά, δυστυχώς, προοιωνίζονται ότι τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Ο προαιώνιος αντίπαλος είναι δόλιος, απρόβλεπτος, αναξιόπιστος και δεν ορρωδεί προ ουδενός. Γι’ αυτό και επιχειρεί δια της στρατιωτικής του ισχύος και της γεωπολιτικής του πυγμής να επιβάλει τα σχέδια της ”Γαλάζιας Πατρίδας” του σε Ελλάδα και Κύπρο.

Ήδη έχει αρχίσει τις προειδοποιητικές βολές ρίχνοντας, απ’ την μια, ”στην πυρά” τη Συνθήκη της Λωζάνης (λόγω της παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων στην Αλεξανδρούπολη) και των Παρισίων (λόγω της ανάπτυξης βαρέων όπλων στα νησιά του Α. Αιγαίου) και από την άλλη ετοιμάζει στην Κύπρο αεροδρόμιο για την φιλοξενία οπλισμένων UAV, ενώ παράλληλα επισπεύδει την κατασκευή μεγάλης ναυτικής βάσης στην Καρπασία για τον έλεγχο της Α. Μεσογείου.

Δεδομένων αυτών — στα οποία θα πρέπει να προστεθεί η ειλημμένη απόφαση των Τούρκων να στείλουν γεωτρύπανο βόρεια της οριοθετημένης γραμμής A-B-C-D-E μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου (για να σπάσουν την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία περί ΑΟΖ της 6ης Αυγούστου 2020, η οποία αντίκειται στο τουρκολιβικό μνημόνιο της 27ης Νοεμβρίου 2019) — ευχής έργο θα ήταν η επίσπευση της παράδοσης των νέων εξοπλιστικών από τη Γαλλία, για να προλάβουμε τις καζάν – καζάν ”συνευρέσεις” που ονειρεύεται ο ”σουλτάνος” με τα νησιά και τον υποθαλάσσιο πλούτο μας.

Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)

πηγή