Οι ερευνητές λένε ότι η αντίληψη πως οι γυναίκες συχνά νιώθουν να κρυώνουν περισσότερο από τους άντρες δεν είναι μύθος. Μπορεί να είναι ένα εξελικτικό γεγονός στην πορεία του ανθρώπου.
Μια ομάδα ερευνητών από την σχολή ζωολογίας του πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ επισημαίνει ότι αυτό δεν ισχύει μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε πολλά άλλα είδη του ζωικού βασιλείου.
Γιατί λοιπόν οι γυναίκες κρυώνουν κατά κανόνα περισσότερο από τους άνδρες;
Η μελέτη διαπιστώνει ότι υπάρχει πραγματικός λόγος γι’ αυτό και βασίζεται στην εξελικτική ανάγκη ώστε άντρες και γυναίκες να μένουν πιο… μακριά μεταξύ τους!
“Προτείνουμε ότι τα αρσενικά και τα θηλυκά αισθάνονται διαφορετικά τη θερμοκρασία. Αυτή είναι μια ενσωματωμένη εξελικτική διαφορά στα συστήματα ανίχνευσης θερμότητας των δύο φύλων. Σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τη διαδικασία αναπαραγωγής και τη φροντίδα των απογόνων”, αναφέρουν οι επικεφαλής της έρευνας δρ. Eran Levin και δρ. Tali Magory Cohen.
Μαζί με τους άνδρες και τις γυναίκες που διαφωνούν για τη θερμοκρασία στον χώρο, οι συγγραφείς της μελέτης εξέτασαν το πώς αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται επίσης μεταξύ πτηνών και νυχτερίδων. Ο δρ. Levin σημειώνει ότι προηγούμενες μελέτες είχαν διαπιστώσει ότι οι αρσενικές και οι θηλυκές νυχτερίδες διαχωρίζονται κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Οι αρσενικές νυχτερίδες κατευθύνονται προς πιο ψυχρές περιοχές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Άλλες μελέτες έχουν επίσης αποκαλύψει παρόμοια συμπεριφορά μεταξύ πτηνών και θηλαστικών. Τα αρσενικά κατευθύνονται σε ψυχρότερες περιοχές, ενώ τα θηλυκά μένουν σε θερμότερες περιοχές μαζί με τους απογόνους τους. Μάλιστα, ακόμη και μεταξύ των ειδών όπου αρσενικά και θηλυκά ζουν μαζί, οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι τα αρσενικά στέκονται συχνά στη σκιά και τα θηλυκά στον ήλιο!
Η ερευνητική ομάδα στο Ισραήλ συνέλεξε πληροφορίες για περίοδο 40 ετών (από το 1981 έως το 2018) για χιλιάδες πτηνά από 13 είδη που μεταναστεύουν κάθε χρόνο. Επίσης, εξέτασαν 18 είδη νυχτερίδων κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Η εξέλιξη των ειδών προστάζει: “Τον νου σου στα παιδιά”!
Ίσως αναρωτιέστε, γιατί να εστιάσει κανείς στα πουλιά και τις νυχτερίδες; Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτά τα ζώα είναι ιδιαίτερα κινητικά, ειδικά τα αποδημητικά πουλιά. Με αυτό κατά νου, η ομάδα υποψιάστηκε ότι αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών (μερικές φορές ακόμη και σε διαφορετικές κλιματικές ζώνες σε όλο τον κόσμο) θα καθιστούσε πολύ σαφή την μελέτη των προτιμήσεων θερμοκρασίας ανάλογα με το φύλο.
Η μελέτη διαπιστώνει ότι ο λόγος που η εξέλιξη μοιάζει να απομακρύνει τα αρσενικά και τα θηλυκά μπορεί να είναι για να διατηρούν τα μωρά τους ασφαλή. Η δρ. Magory Cohen προσθέτει ότι όταν η εξέλιξη ωθεί τα αρσενικά σε ψυχρότερα κλίματα και τα θηλυκά σε θερμότερα κλίματα, μειώνει τον ανταγωνισμό για τους φυσικούς πόρους της κάθε περιοχής. Επίσης, εμποδίζει τα δυνητικά επιθετικά αρσενικά να θέσουν σε κίνδυνο τους απογόνους.
“Το συμπέρασμα είναι ότι, επιστρέφοντας στην ανθρώπινη φύση, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η διαφορά στην αίσθηση της θερμότητας δεν προέκυψε για να διαφωνούμε άντρες και γυναίκες για το… κλιματιστικό, αλλά μάλλον το αντίθετο:
έχει σκοπό να κάνει το ζευγάρι παίρνει κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο, έτσι ώστε το κάθε άτομο να απολαμβάνει λίγη γαλήνη και ησυχία!
Το φαινόμενο μπορεί επίσης να συνδεθεί με κοινωνιολογικά φαινόμενα που παρατηρούνται σε πολλά ζώα και ακόμη και σε ανθρώπους, σε ένα μεικτό περιβάλλον θηλυκών και αρσενικών: τα θηλυκά τείνουν να έχουν πολύ μεγαλύτερη φυσική επαφή μεταξύ τους, ενώ τα αρσενικά διατηρούν μεγαλύτερη απόσταση και απέχουν από κάθε επαφή μεταξύ τους”, λέει η δρ. Cohen.
“Υποθέσαμε ότι το θέμα βασίζεται σε μια διαφορά μεταξύ των μηχανισμών ανίχνευσης θερμότητας των γυναικών και των ανδρών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του είδους μας. Αυτή η διαφορά είναι παρόμοια επί της ουσίας με γνωστές διαφορές μεταξύ των αισθήσεων πόνου που βιώνουν τα δύο φύλα και επηρεάζεται από τις διαφορές στους νευρικούς μηχανισμούς που ευθύνονται για την αίσθηση καθώς και από τις ορμονικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών”, προσθέτει ο Δρ Levin.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Journal Global Ecology and Biogeography.