«Η Αγάπη είναι η ζωή της καρδιάς μου». Αφιέρωμα στην μνήμη του π. Ευσεβίου Βίττη

 Ηλίας Π. Παντελίδης, Χειρουργός Οφθαλμίατρος

Ο «εν ουρανοίς» π. Ευσέβιος Βίττης αποτελεί για την Εκκλησία μας έναν ανεξερεύνητο πνευματικό θησαυρό, ο οποίος δεν προσεγγίζεται εύκολα. Και τούτο γιατί υπήρξε των αρετών η ακρότης. Δεν υπήρξεν, όμως, σε μία μόνο αρετή ακραίος αναζητητής του απολύτου. Σε κάθε πνευματικό αγώνισμα, σε κάθε κατάκτηση αρετής, σε κάθε προσφορά αγάπης και διακονίας υπήρξε αναζητητής του απολύτου «υποπιάζων και δουλαγωγών το σώμα», σε βαθμό που δεν μπορούσε να υπάρξει ανώτερός του. Δεν υπήρξε αρετή την οποία να μην επεδίωξε να επιτύχει με τρόπο ακρότατο. Δεν υπήρχε όριο το οποίο δεν επεχείρησε να σπρώξει ψηλότερα. «Τα άνω φρονείτε, τα άνω ζητείτε» η εκζήτησις των «χαρισμάτων των κρειττόνων», ήταν η διαρκής μέριμνά του. Ο,τι έκανε το έκανε σε τέλειο και υπερθετικό βαθμό, τόσο που δεν είχε περισσότερο να επιτύχει. Διότι αν είχε περισσότερο, αν ήταν δυνατόν να επιχειρήσει υψηλότερα, είναι βέβαιο ότι θα είχε φθάσει και εκείνη την πιο ψηλή από όλες τις υψηλές πνευματικές κορυφές.

 

Αυτός ήταν οπ. Ευσέβιος, των εφετών η ακρότης σε όλο το φάσμα των αρετών.

 

Αρχική προσέγγιση

 

Μπορεί αρχικά να τον ιχνηλατήσει κανείς στην προσωπικότητα του Ιώβ, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και βίωσε έντονα μέσα του, για αυτό και αφιέρωσε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για την συγγραφή της ερμηνείας και κατόπιν του ομώνυμου τρίτομου βιβλίου για τον Ιώβ. Ήταν, λοιπόν, ο π. Ευσέβιος «αληθινός, άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος» και διώκοντας κάθε αρετή σε ύψιστο βαθμό.

 

 

Θα μπορούσε κανείς να αφουγκραστεί τις μυστικές μαρμαρυγές της λεπτής, καθαρής, αλλά και ρωμαλέας καρδιάς του στα χαρίσματα των αγίων που τιμούσε στο ασκητήριό του.

 

Ο π. Ευσέβιος υπήρξε ουράνιος άνθρωπος και επίγειος άγγελος, χειραγωγός τέλειος των πνευματικών του παιδιών έργω τε και λόγω αληθή στην εν Χριστώ ζωή. Μάλιστα από μικρό παιδί ο π. Ευσέβιος εκλήθη στην πραγμάτωση της αγιότητος, καθώς το επιβεβαίωσε ο αγαπητός και μακαριστός αδελφός του Γεώργιος λέγοντας:

 

-Όταν είμασταν μικρά παιδιά στο Δημοτικό, κοιμόμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Ο Στέργιος καθόταν γονατιστός και δεν ερχόταν στο κρεββάτι να κοιμηθεί. Του έλεγα εγώ: Μα, τι κάνεις και δεν έρχεσαι να κοιμηθείς Στέργιο;

 

-Μα, προσεύχομαι και μιλώ με τους Αγίους μας, του απαντούσε ο μικρός Στέργιος. Υπάρχει κάτι ωραιότερο από αυτό;

 

Τιμώντας ο π. Ευσέβιος την Αγία Ματρώνα την εν Κωνσταντινουπόλει, η οποία για τον Χριστό «τα πάντα κατέλιπε και οσίων τον βίον διήνυσε» και ο ίδιος εγκατέλειψε τον κόσμο χάριν της αγάπης του Χριστού από πολύ νωρίς. Η ευαίσθητη και νεανική του καρδιά και το απαράμιλο και υψηπετές πνεύμα του είχαν γίνει ένα με το σύνθημα της εποχής στην αδελφότητα της ΖΩΗΣ στην οποία αφιερώθηκε: ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Νηστεία

 

Ο π. Ευσέβιος, όπως πάλι και η Αγία Ματρώνα, «κατέτηξε το σώμα του» με την απαράμιλη νηστεία, που παρέπεμπε στα μέτρα των αββάδων της ερήμου των πρώτων χριστιανικών χρόνων.

 

Από τα νεανικά του χρόνια ήταν γνωστός ως νηστευτής από τα μέλη της αδελφότητος, όπως αποκάλυψε ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος. Όμως, ο πατήρ Ευσέβιος ανήγαγε και βίωνε την νηστεία ως άσκηση προσφοράς προς τον Θεό και αγάπης προς το ποίμνιό του.

 

 

Στην εξομολόγηση έβαζε επιτίμιο να νηστεύσει εκείνος, αντί να νηστεύουν οι εξομολογούμενοι ξεπερνώντας ακόμη και τον Άγιο Νεκτάριο. Και αν κάποιος του έφερνε κάτι εκείνες τις ημέρες ο π.Ευσέβιος το έτρωγε, λιγάκι μπροστά του, για να μην τον στενοχωρήσει. Μετά, όμως, επειδή χάλασε την νηστεία και την υπόσχεσή του, διπλασίαζε τις ημέρες κάθε φορά που χαλούσε την απόλυτη νηστεία. Ήταν ένας άνθρωπος θαρρείς που δεν τρεφόταν με ύλη, αλλά με πνεύμα. Όπως ο ηγαπημένος του Ιησούς, έλεγε: «Εμόν βρώμά έστιν, ίνα ποιήσω το θέλημα του πέμψαντός με». Έτσι, ο μακάριος π. Ευσέβιος είχε τροφή του το θέλημα του Θεού, ακολουθώντας ταίς ίχνεσιν αυτού και στο σημείο αυτό.

 

Λειτουργικά καθήκοντα

 

Μήπως ο π. Ευσέβιος «δεν εσχόλαζε ταίς προσευχαίς» όπως η Αγία Ματρώνα; Βεβαίως και εσχόλαζε και μαλιστα υπερβαλλόντως και παρά την έντονη διακονία του κατά την διάρκεια της ημέρας και την συγγραφή θεολογικών βιβλίων και απαντήσεων σε εκατοντάδες επιστολές κατά την διάρκεια της νύχτας. Ο μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης, το εύοσμον και γλυκύ αυτό άνθος του Αγιωνύμου Όρους και Γέροντας της Ιεράς Μονής Γρηγοριόυ, με τον οποίο ο π. Ευσέβιος είχε αναπτύξει ιδιαίτερο πνευματικό δεσμό, εσεμνύετο τον π. Ευσέβιο για το γεγονός ότι δεν εγκατέλειπε τα λειτουργικά του καθήκοντα στο ελάχιστο, παρά τηήν πρακτική πολύωρη και θυσιαστική διακονία του στους αδελφούς του. Σχετικά με την εξομολόγηση, εξομολογουσε συνεχώς επί ώρες, μέσα σε ένα δωμάτιο 2χ2. Μόνος, χωρίς διακόνισσες και διακόνους, χωρίς καμμία παράκληση από κανέναν και από τίποτε. Μόνη του παράκληση η προσφορά της αγάπης σε πονεμένες και πληγωμένες ψυχές. Μόνο η χάρις του Θεού τον κρατούσε . Από τις 7πμ μέχρι τις 11 το βράδυ. Δεν έτρωγε, και δεν έπινε. Δεν σταματούσε, παρά μόνον για να κλείσει τα μάτια του, όταν πλέον εξαντλούσε κάθε μόριο αυτής της υπερφυσικής αντοχής του. Μετά αποσυρόταν σε ένα υπόγειο, ενός γηροκομείου, που ακόμη και ζώα αν έμεναν, θα τα λυπόμασταν. Όποιος έλαβε τηήν ευεργεσία αυτής της εξομολογήσεως έχει σημαδευθεί στην ζωή του με τρόπο ανεξίτηλο.

 

Ενός γηροκομείου και ενός ασύλου παιδιών με ειδικές ανάγκες, στα οποία όποτε τον έβλεπαν στην αυλή έτρεχαν επάνω του, να πάρουν τα χάδια του, να τους αγγίξει αυτή η ζεστή φωνή του.

 

Δεν άφηνε τις βραδυνές ακολουθίες, τον κανόνα του. Και ο,τι δεν έκανε το πρωί λόγω διακονίας στους αδελφούς του, το έκανε το βράδυ με μεγάλη ακρίβεια. Δεν ήθελε ούτε μία λέξη να μην διαβαστεί σωστά, από τον ίδιο. Ενώ στα λάθη των πιο «απλών αδελφών» δεν έλεγε τίποτε, για να μην τους στενοχωρήσει.

 

Πενία

 

Ζούσε σε συνθήκες απόλυτης εκούσιας πενίας. Ήθελε να είναι τόσο φτωχός, όσο ο φτωχότερος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν υπήρχε κάτι πιο φτωχό να ντυθεί. Κάπου πιο φτωχά να μείνει, κάπου πιο ασκητικά να περάσει την νύχτα του μετά από πολύωρη αδιάκοπη εξομολόγηση και λατρεία.

 

Ένα Σάββατο βράδυ επέτρεψε στο ορεινό χωριό, την Φαιά Πέτρα, γύρω στις 12 το βράδυ μετά από τρεις ημέρες εξαντλητικής διακονίας. Είπε στον συνοδό του να τον αφήσει σε ένα μικρό δωμάτιο πίσω από τον ναό του Προφήτη Ηλία. Κρύο, χειμώνας βοριάς. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του, άνοιξε μιαά μικρή μεταλική μισοσκουριασμένη πόρτα. Μπήκε μέσα και τον ακολούθησε ο συνοδός του, ο οποίος τρόμαξε στην θέα. Ένα κρεβάτι με σανίδια και κουρελούδες. Η ξυλόσομπα ήταν σβηστή και δεν υπήρχαν ξύλα πουθενά. Ένα τραπέζι, που πιο φτωχό δεν θα είχε η Ελλάδα του 30· κάποιες χάρτινες εικονίτσες κολλημένες στον κατεψυγμένο τοίχο· τουαλέτα εξωτερική, βρύση με μπιτόνι νερού και στενό στόμιο, ούτε φαγητό, ούτε φρούτο. Αυτός ο άνθρωπος θα έπρεπε στις 5 το πρωΐ να είναι ένα χιλιόμετρο ανηφόρα στην Εκκλησία, να λειτουργήσει, να δεί πολλούς ανθρώπους, να κάνει κατόπιν δύο ομιλίες, για να επιστρέψει πλέον το βράδυ της Κυριακής στο ησυχαστήριό του, με παρόμοιες συνθήκες ακραίας πενίας και ασκητικότητας.

 

Ύπνος

 

Δεν κοιμόταν ποτέ σε κρεββάτι. Πάντα σε καρέκλα. Ο ύπνος του ποτέ δεν ήταν πάνω από δύο ώρες. «Όταν κοιμηθώ, έλεγε δύο ώρες μου είναι υπεραρκετό! Εμιμείτο στο έπακρο τον αγαπημένο του Απόστολο Παύλο, τον οποίο είχε βαθειά μελετήσει και σπουδάσει και είχε ταυτισθεί μαζί του και δεν ήθελε να επιβαρύνει στο ελάχιστο αυτούς που υπηρετούσε «εργαζόμενος ταίς ιδίαις χερσί» το βράδυ, ώστε να διακονεί τους αδελφούς το πρωί. Διηγούνται οι Έλληνες της Σουηδίας, ότι ο Γέροντας εκεί το πρωί ασκούσε τα λειτουργικά του καθήκοντα και το βράδυ εργαζόταν, για να μην επιβαρύνει κανέναν, αφού μισθό δεν δέχθηκε να λάβει ποτέ. Είχε φθάσει να μην κοιμάται σχεδόν καθόλου επί μήνες, ασκώντας στο έπακρο την διακονία του στους αδελφούς και μιμούμενος τον Απόστολο Παύλο.

 

 

Όταν οι πιστοί έφθαναν στο ησυχαστήριο για τον όρθορ στις 5 το πρωί, μετά από μία ώρα με το αυτοκίνητο, ο πατήρ Ευσέβιος είχε ήδη κάνει το μεσονυχτικό, είχε διαβάσει και τον όρθρο και τους περίμενε γελαστός να ενωθούν μαζί του στην Θεία Λατρεία. Πιστεύω δεν θα είχε κοιμηθεί καθόλου, η θα κοιμόταν αυτό το πεντάλεπτο ίσα ίσα να ξεζαλιστεί. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας έδειχνε ο πιο εύχαρις και ξεκούραστος από όλους.

 

Άφοβος

 

Ένα άλλο στοιχείο που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα είναι η σχέση του με τον φυσικό φόβο. Ο π. Ευσέβιος δεν είχε φόβο. Περπατούσε μέσα σε απόλυτο σκοτάδι τον χειμώνα μέσα στο δάσος. Και στην Βόρεια Σουηδία και στα βουνά του Μπέλλες. Μια ώρα να πάει στην εκκλησία που θα λειτουργούσε. Σκοτάδι πίσσα, χειμώνας. Με λάσπες και χιόνια. Μέσα από δύσβατα στενά μονοπάτια και νεροφαγωμενους δρόμους. Έφθανε, ανέγγιτος από την ταλαιπωρία, τον φόβο. Πέντε η ώρα το πρωΐ ήταν έξω από την Εκκλησία. Πριν έρθει η μοναχή να την ανοίξει. Ούτε λύκοι τον φόβιζαν τον χειμώνα, ούτε φίδια το καλοκαίρι. Ούτε κρύο, ούτε χιόνι. Ούτε ήλιος, ούτε ζέστη. Ανίκητος, άφοβος, ανύστακτός, ακαταπόνητος, άυλος και συνάμα τρυφερός και ζεστός σαν ένα μικρό παιδί γεμάτο χαρά και δεκτικότητα. Ήταν η Θεία χάρι επάνω του. Το «ελθέ και σκήνωσον εν ημίν» που ζητούμε στο «Βασιλεύ Ουράνιε» από τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα, είχε δοθεί στον μακάριο Γέροντα αφειδώς. Ο π. Ευσέβιος ήταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.

 

Ταπείνωση

 

Ο π. Ευσέβιος είχε εξόχως πολλά κοσμικά προσόντα, πνευματικά χαρίσματα και ψυχικές αρετές, εξαιτίας των οποίων του έγιναν προτάσεις να αναλάβει το «Νέο Φροντιστήριο για ιερείς και δασκάλους», Εκκλησιαστικό νευραλγικά πόστο στην Ελβετία, όπως και να γίνει Επίσκοπος στην Ελλάδα. Προτίμησε την ταπεινή Διακονία. Ήταν εραστής του ταπεινού φρονήματος, επεδίωκε την αφάνεια επιμελώς. Ήταν τόσο μεγάλος, όσο και προσηνής. Τόσο υψηλή κορυφή σε όλα, όσο και ταπεινός υπηρέτης όλων. Υπέγραφε ως «κεγχριαίος μοναχός», δηλαδή, τιποτένιος και ασήμαντος μοναχός, αυτός ο πρύτανης της κοσμικής πολυμάθειας, ο άρχοντας της αληθούς ευγένιας και ο υψηπέτης μιμητής του Αποστόλου Παύλου. Έλεγε συχνά: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν (Λουκ. 17, 10). Ήταν ξένος με την υπερηφάνεια ο π. Ευσέβιος. Δεν τον άγγιζε, καθώς ήταν προσηλωμένος στην ενατένιση του προσώπου του ηγαπημένου του Ιησού. Ο π. Ευσέβιος ήταν στολισμένος με την ταπείνωση, το ένδυμα της θεότητος, κατά τον Αββά Ισαάκ, τον Σύρο.

 

Αγάπη

 

Όλες αυτές οι αρετές του π. Ευσεβίου στήριζαν και έτρεφαν και δυνάμωναν την διακονία της απαράμμιλης, ανυπέρβλητης, και θυσιαστικής , της χριστοειδούς Αγάπης του.

 

Ο π. Ευσέβιος μας άφησε ως πνευματική παρακαταθήκη την εσωτερική λαχτάρα της καρδιάς του εξομολογούμενος πως «Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ». Αποτελεί ένα πλημμύρισμα και μία εκφορά βιωματική αυτού που τον ενέπνεε σε κάθε του λόγο σε κάθε του πράξη και σε κάθε του σκέψη.

 

 

Ο π. Ευσέβιος είχε δημιουργήσει ένα ευρύτατο δίκτυο φιλανθρωπίας. Δεν ήταν, όμως, ένα στεγνό σύστημα ανθρωπισμού το δίκτυο αυτό. Ο π. Ευσέβιος ζούσε βαθύτατα και σε όλες του τις πλευρές και διαστάσεις το πρόβλημα της κάθε φιλάνθρωπης αγάπης του και ενίσχυε τόσο υλικά, αλλά περισσοτέρως πνευματικά τους αναγκεμένους.

 

Ο π. Ευσέβιος ενεπνέετο και γινόταν διαπρύσιος μιμητής της αγάπης του Αποστόλου Παύλου ο οποίος έλεγε στους Κορινθίους: «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι»; Ο π. Ευσέβιος έδινε χωρίς αυτολύπη, χωρίς υπολογισμό, χωρίς όριο τον εαυτό του «όλον όλως» στην διακονία κάθε αδελφού, μιμούμενος, υπερβαλλόντως την αγάπη του αγαπημένου του προτύπου, του Αποστόλου Παύλου.

 

Όμως, δεν ήταν αρκετά αυτά για την αγάπη του π. Ευσεβίου. Έλεγε σε μία σύναξη μοναχών της Ιεράς Μονής Γρηγορίου ομιλώντας στην αδελφότητα:

 

Η ζωή μας πρέπει διαρκώς «δίδοσθαι (τοις αδελφοίς) εις κατάβρωμα». Πρέπει να δίνεται προσφορά στους αδελφούς μας σαν τον άρτο που προσφέρεται για βρώση. Αυτό πρέπει να είναι το μέτρο, πουύ με βάση αυτό θα τραβάει ο Θεός ο,τι πιο καλό βρίσκεται μέσα μας, για να αποτελεί στην ουσία την άρση του σταυρού μας και την κατακολούθηση του Ιησού στην ματωμένη πορεία Του προς τον Γολγοθά.

 

Παρατηρούμε εδώ, ότι το δίδοσθαι εις κατάβρωμα, αυτή η κορυφαία και ακραία μορφή της αγάπης συστήνεται από τον Γέρονται ως μέτρο αγάπης, επιβεβαιώνοντας έτσι, ότι μέτρο για τον π. Ευσέβιο ήταν μόνο το απόλυτο. Τίποτε λιγότερο. Όπως σε όλες του τις αρετές, έτσι και στην αγάπη του μέτρο του ήταν το απόλυτο.

 

Βλέπουμε επίσης, πως συνδέει την αγάπη αυτή με το πρόσωπο του Ιησού. Ο π. Ευσέβιος στην αγάπη του αυτή «κατακολουθεί» τον Κύριο στην πορεία προς τον Γολγοθά. Η αγάπη του δεν είναι άσκηση αλτρουισμού μόνο, δεν είναι απλώς μία ανθρωπιστική αυτοικανοποίηση. Είναι συμπόρευση στον Γολγοθά του Κυρίου. Είναι συμπόρευση, ώστε να ελαφρύνει το βάρος του Σταυρού του ηγαπημένου του Ιησού, να πορευθεί για Αυτόν και μαζί με Αυτόν πάνω στον Σταυρό αίροντας τα αμαρτήματα των πνευματικών του παιδιών ο ίδιος, χάριν της Αγάπης του Χριστού και της αγάπης των ψυχών, που ο Κύριος του ανέθεσε!!! Ω βάθος και ύψος Χριστοειδούς Αγάπης!!! Ω ανεξερεύνητος πλούτος θυσιαστικής αγαθότητος!!!

 

Πρότυπο Ευρωπαίου πολίτη

 

Ο π. Ευσέβιος υπήρξε μία εξέχουσα πνευματική και εκκλησιαστική προσωπικότητα. Είχε κορυφαία Πανεπιστημιακή μόρφωση, μας άφησε πρωτότυπο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο. Ομιλούσε επτά Ευρωπαικές γλώσσες, έζησε σπουδάζοντας, εργαζόμενος και προσφέροντας κοινωνικό έργο πάντοτε αμισθί, σε έξη τουλάχιστον Ευρωπαικές πρωτεύουσες ως κοσμοπολίτης του Χριστού, έχοντας τοπική δράση και οικουμενική συνείδηση και παρουσία. Υπήρξε πρότυπο κοινωνικής προσφοράς και πνευματικού ανθρώπου, με σεβασμό στην ελευθερία και την προσωπικότητα των ψυχών. Ο π. Ευσέβιος είχε βαθειά κλασσική Ελληνική Παιδεία και ζούσε τον Χριστιανικό πολιτισμό στην ζωή και την δράση του. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο π. Ευσέβιος θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο Ευρωπαίου πολίτη.

πηγή