Η αγάπη της μάνας ενεργεί και από τον παράδεισο

Βρισκόμαστε στη Μόσχα, στη δεκαετία του 1980.

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας…

Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.

Καί να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.

Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.

– Φύγε από εδώ! Ποιος σε εκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε…

– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με εκάλεσε η γριά..!

– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά..!

Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον εκάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.

– Να αυτή!

– Ποια αυτή, Ξέρεις, τί λες, παπά;

– Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει…

Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί.
και μετά, εκοινώνησε…

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας…

Από το βιβλίο “Στο σταυροδρόμι”, Δημητρίου Ντούντκο, Μόσχα 1994

πηγή