Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕΝ ΑΤΟΜΟΝ ΑΛΛΑ ΙΔΕΑ

Ο Κολοκοτρώνης ήταν αγράμματος. Ήταν όμως ευφυής και διέθετε μοναδικό στρατηγικό νου, κάτι που πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε τόσο από τους συναγωνιστές του και το λαό, όσο και από τον εχθρό που τον είχε από μικρή ηλικία επικηρυγμένο. Ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν «διπλωμάτης». Ήταν αψύς, ατίθασος και δεν συμβιβαζόταν. Αλλά, είχε έμφυτα σπουδαία πολιτικά χαρίσματα. Ήξερε να ακούει, να μαθαίνει και να αξιολογεί. Είχε πολιτική οξυδέρκεια, διαύγεια και διορατικότητα. Ούτε σπουδαία ρητορικά χαρίσματα διέθετε, απαίδευτος ων.
[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]
Ήξερε όμως να εμπνέει και να εμψυχώνει, να βγάζει τις λέξεις μέσα από την καρδιά και να τις καρφώνει στις καρδιές των άλλων. Ο μεγάλος στρατηγός δεν ήταν εύσωμος και ρωμαλέος, αλλά ήταν ανθεκτικός στις κακουχίες, είχε στήσιμο επιβλητικό και αγέρωχο, και το πρόσταγμά του ήταν βρυχηθμός. Ήταν βίαιος και αμείλικτος απέναντι στον εχθρό, όπως και στον Έλληνα, όταν αυτός τολμούσε να κάνει πίσω από τον μεγάλο στόχο, αλλά και μεγαλόψυχος την ίδια στιγμή. Ήταν γι’ αυτό τον μεγάλο στόχο, άλλωστε, που συγχώρεσε και ενώθηκε με αυτούς που σκότωσαν τον ίδιο του τον γιο και τον φυλάκισαν για πρώτη φορά στην Ύδρα. Όταν αποφυλακίστηκε, ενώπιον της νέας απειλής που αυτή τη φορά άκουγε στο όνομα Ιμπραήμ είπε, φτάνοντας στο Ναύπλιο: «Πριν βγω στη στεριά έριξα στη θάλασσα όλα τα περασμένα. Κάμετε το ίδιο κι εσείς. Θάψετε μέσα σε εκείνο το λάκκο τα μίση σας και τας διαφοράς σας και βοηθήστε να διώξουμε τον καινούργιο εχθρό από τον τόπο μας».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε η κορυφαία μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, βγαλμένη από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Ατρόμητος και εγωιστής, δαιμόνιος και πανούργος, τραχύς, ωμός και ευθύς, σκληρός με τους εχθρούς και απλόχερος με τους φίλους του, απέκτησε μυθικές διαστάσεις εμπνέοντας τους οπαδούς και σκορπώντας τον τρόμο στους αντιπάλους του. Πολλοί τον παρομοίαζαν με Κύκλωπα, τον φαντάζονταν «τερατόμορφον τινά πιστεύοντες ότι είχε και τρίτον κατά το μέτωπον οφθαλμόν στογγυλόν ως κύκλωψ τις, και χαυλιόδοντας εκ των κάτω προς τα άνω προκύπτοντας ως κάπρου ή συός αγρίου». Συνάμα, αν και αγράμματος, διέθετε τη λογική και τη σοφία του απλού λαού. Ο Γέρος του Μοριά αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι. Οι ενέργειές του, πραγματικές ή φανταστικές, ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητες. Οι Στερεοελλαδίτες και οι Νησιώτες τον εχθρεύονταν, οι φιλέλληνες και οι «φραγκοφορεμένοι» τον μισούσαν, οι Μοραΐτες τον λάτρευαν σαν Μεσσία, οι Ναπαίοι τον αναγνώριζαν ως αρχηγό. Η διαμάχη γύρω από το όνομά του αντανακλάται και στην ιστοριογραφία. Για πολλές δεκαετίες η απομνημονευματογραφία του Αγώνα συνέχισε τις εμφύλιες διαμάχες της Επανάστασης, ενώ ιστορικοί και ιστοριοδίφες διαιώνισαν με την πένα τους τις τοπικές διαμάχες και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής. Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες, να καταλαγιάσουν τα πάθη, να σβήσουν οι φωτιές της Επανάστασης για να διατυπωθούν ψύχραιμες αποτιμήσεις της δράσης του. Με την έλευση του Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του, αν και διαφωνούσε με τον «αυταρχικό» τρόπο της εφαρμογής της. Πρωτοστάτησε επίσης στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, αν και με την έλευση του τελευταίου (30 Ιανουαρίου 1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Έτσι οι Βαυαροί τον αντιμετώπιζαν με ψυχρότητα, κι αυτό λόγω των φιλοκαποδιστριακών του αισθημάτων. Η σκευωρία που εξυφάνθηκε εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί (6 Σεπτεμβρίου 1833), μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες, με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνωμοσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά και της κυβέρνησής του. Η διαβόητη δίκη, η οποία άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου, ήταν σκευωρία. Από όλες τις βαρύτατες κατηγορίες καμία δεν αποδείχτηκε· επρόκειτο για αοριστίες που δεν θεμελίωναν νομικά την παραπομπή των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Εντούτοις, ο Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά δύο χρόνια αργότερα ο Όθων, μόλις ενηλικιώθηκε και ανέλαβε τα ηνία του κράτους, τον απελευθέρωσε και τον έκανε στρατηγό. Ο Κολοκοτρώνης ήταν η προσωποποίηση του Αγώνα. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτέλεσε τον μοναδικό καταλύτη του — διότι ήταν πολλά και τα επιτεύγματα και των άλλων αγωνιστών (όπως του Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα και του Μιαούλη και του Σαχτούρη στη θάλασσα). Όμως, εκείνο που μπορεί να «μονοπωλήσει» ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είναι ότι κανένας δεν μπορεί να φανταστεί τον Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία χωρίς τον Γέρο του Μοριά. «Ο Γέρος του Μοριά δεν υπήρξεν άτομον. Υπήρξεν ιδέα … Ο Κολοκοτρώνης ήτο η Ελλάς».
Το μόνο που φοβόταν ο Κολοκοτρώνης ήταν η διχόνοια, τα δεινά και την πίκρα της οποίας γεύθηκε στη διάρκεια του αγώνα. Και στις εμφύλιες διαμάχες αλλά και στο ίδιο του το στράτευμα. «Η αρχηγία ενός ελληνικού στρατεύματος ήταν μια τυραννία, γιατί ο καθένας έκαμνε τον αρχηγό, τον δικαστή, τον φροντιστή. Κάθε Έλληνας είχε και τα καπρίτσια του και έπρεπε για να κάνεις δουλειά μ’ αυτούς. Άλλον να φοβερίζεις, άλλον να κολακεύεις, άλλον να τιμωρείς, κατά τους ανθρώπους». Δεν ήταν καθόλου τυχαίο που στην περίφημη ιστορική του ομιλία στην Πνύκα επέλεξε να τονίσει στους μαθητές την αξία της ενότητας, ζητώντας τους να αποστρέφονται τη διχόνοια, εξαιτίας της οποίας τόσα υπέφερε ο ελληνικός λαός. «Η μάθησή σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος. Και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας καλό».
Από το βιβλίο ”Ο Θεόδωρος πίσω από τον Κολοκοτρώνη”