Η αναζήτηση του Θεού ως βάση της χριστιανικής ζωής

Οάγιος Δημήτριος είναι ένας από τους πιο λαοφιλείς αγίους για τους χριστιανούς της Ανατολής και η μνήμη του εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 26η Οκτωβρίου. Το δεύτερο από τα αναγνώσματα του Εσπερινού της αφιερωμένης στον μάρτυρα γιορτής αποτελεί μια περικοπή από το βιβλίο του προφήτη Ιερεμία (β΄ 2-12) που αναφέρεται στο παράπονο του Θεού από την εκτεταμένη αποστασία του λαού του και την πτώση του στην ειδωλολατρία. Η επιλογή του αναγνώσματος οφείλεται προφανώς στους αγώνες του αγίου Δημητρίου κατά της ειδωλολατρίας της εποχής του.

Το βιβλίο του προφήτη Ιερεμία αναφέρεται στη δράση και στους λόγους του ομώνυμου προφήτη, ο οποίος έδρασε στο βασίλειο του Ιούδα (νότια Παλαιστίνη), κατά τα τέλη του ζ΄ και τις αρχές του ς΄ π.Χ. αιώνα. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα το 627 π.Χ. σε νεαρή ηλικία. Η εποχή της δράσης του συμπίπτει με την κατάρρευση της ηγεμονίας των Ασσυρίων και την ανάδειξη των Βαβυλωνίων σε κυρίαρχη δύναμη της Μεσοποταμίας αρχικά και της ευρύτερης περιοχής της Συρίας – Παλαιστίνης στη συνέχεια.

Η εξασθένιση του ασσυριακού ελέγχου στην Παλαιστίνη έδωσε στον βασιλιά Ιωσία τη δυνατότητα να επεκτείνει τα όρια του κράτους του προς τα βόρεια και να προχωρήσει σε θρησκευτική μεταρρύθμιση για την αποκάθαρση της ιουδαϊκής λατρείας από τα ειδωλολατρικά στοιχεία. Πολύ σύντομα όμως η ήττα από τους Αιγυπτίους και ο θάνατος του Ιωσία στη Μεγιδδώ (609 π.Χ.) και η ήττα στη συνέχεια των Αιγυπτίων στη Χαρκεμίς (605 π.Χ.) από τους Βαβυλωνίους είχαν ως συνέπεια να περιέλθει το βασίλειο του Ιούδα υπό βαβυλωνιακό έλεγχο.

Οι προσπάθειες του βασιλιά Ιωακείμ για ανεξαρτησία, που υποδαυλίστηκαν από τη φιλοαιγυπτιακή παράταξη της Ιερουσαλήμ, όχι μόνο δεν απέδωσαν, αλλά και έφεραν στη χώρα την καταστροφή. Οι Βαβυλώνιοι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και οδήγησαν τον διάδοχο του Ιωακείμ, Ιεχονία, και μέρος του πληθυσμού στην αιχμαλωσία (597 π.Χ.).

Ο νέος βασιλιάς Σεδεκίας ακολουθήσε ανάλογη με τους προκατόχους του πολιτική με αποτέλεσμα να προκαλέσει νέα εκστρατεία των Βαβυλωνίων και ολοκληρωτική καταστροφή του βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ (587-6 π.Χ.). και νέα αιχμαλωσία του λαού. Ο Ιερεμίας παρέμεινε στη χώρα μέχρι τη δολοφονία του διοικητή Γεδαλία, τον οποίο είχαν τοποθετήσει εκεί οι Βαβυλώνιοι, και στη συνέχεια κατέφυγε στην Αίγυπτο.

Τα δραματικά γεγονότα της εποχής του προφήτη και η ρευστή πολιτική κατάσταση είχαν ως συνέπεια να γίνει ο προφήτης αντιπαθής στους συγχρόνους του, καθώς ήταν υποχρεωμένος να στρέφεται κατά πάντων· κατά των βασιλιάδων για την αλόγιστη πολιτική τους, κατά των ιερέων για την τυπολατρία, την κερδοσκοπία και τον συγκρητισμό τους, κατά των ψευδοπροφητών για τις απατηλές ελπίδες που καλλιεργούσαν στον λαό, κατά των πλουσίων για την καταδυνάστευση των φτωχών και κατά του λαού για την ηθική κατάπτωση και ειδωλολατρία του.

Η ζωή του κατέστη ένα διαρκές μαρτύριο με συλλήψεις, επιβουλές κατά της ζωής του, φυλακίσεις, απαγορεύσεις επισκέψεων στον Ναό, κάψιμο των έργων του. Όλα αυτά γέμισαν με θλίψη τον προφήτη, επηρέασαν βαθύτατα την ψυχολογία του και έκαναν τον λόγο του να είναι συνυφασμένος με τον θρήνο, ταυτόχρονα όμως ανέδειξαν τον ίδιο σε μια από τις πνευματικότερες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, ώστε να μην είναι τυχαίο το ότι μερικοί σύγχρονοι του Χριστού θεωρούσαν τον Ιησού σαν έναν άλλον Ιερεμία (Ματ ις΄ 14).

Ανάμεσα στην αρχαία ελληνική μετάφραση (Ο΄) και στο εβραϊκό κείμενο (Μ) του βιβλίου υπάρχουν σημαντικές διαφορές τόσο στην έκταση, καθώς το ελληνικό κείμενο είναι κατά 12% (περίπου 2700 λέξεις) συντομότερο του εβραϊκού, όσο και στην κατάταξη των ενοτήτων. Στα κεφ β΄ – ς΄ του έργου περιέχονται λόγοι του Ιερεμία που στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από την εποχή πριν από τη μεταρρύθμιση του Ιωσία (Δ΄Βα κγ΄). Βασικό θέμα των λόγων αυτών είναι η απιστία του λαού απέναντι στον Θεό του.

Μιλώντας εξ ονόματος του Θεού ο προφήτης περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρή και μεταφορική γλώσσα στους ακροατές του το παράπονο του Θεού από τον λαό του: «Θυμάμαι, λαέ του Ισραήλ, τη συμπάθεια που μου έδειχνες στα νιάτα σου και την αγάπη που μου χάριζες όταν με παντρεύτηκες, ώστε να ακολουθείς παντού εμένα τον Άγιο Θεό του Ισραήλ, λέει ο Κύριος» (β΄ 2).

Αρκετές φορές οι προφήτες χρησιμοποιούν την εικόνα του γάμου προκειμένου να περιγράψουν τη στενή σχέση του Θεού με τον Ισραήλ (Πρβλ Ωση β΄ 16· ιγ΄ 5). Η περίοδος των περιπλανήσεων του Ισραήλ στην έρημο, πριν εισέλθει στη Χαναάν και παρασυρθεί από τα θέλγητρά της, ισχύει ως η περίοδος του πρώτου έρωτα, όπου ο Ισραήλ περιγράφεται ως “Αφιερωμένος στον Θεό” (β΄ 3α) και ο Θεός, αποδεχόμενος την αφοσίωσή του, δηλώνει πως “Όποιοι τολμήσουν να τον βλάψουν θα είναι ένοχοι, συμφορές θα έρθουν πάνω τους” (β΄ 3γ).

Είναι τόσο εκφραστική αυτή η εικόνα, ώστε αργότερα θα τη δανειστεί η χριστιανική υμνογραφία, προκειμένου να περιγράψει τη σχέση του Χριστού (νυμφίου) με την Εκκλησία (νύμφη) του. Πραγματικά, αν θα ήθελε κανείς να αναφερθεί συνοπτικά στη βασική διαφορά ανάμεσα στη χριστιανική πίστη και στις διάφορες θρησκείες θα μπορούσε να πει πως οι θρησκείες είναι προσπάθειες των ανθρώπων να πλησιάσουν τον Θεό, ενώ η χριστιανική πίστη αναφέρεται στην προσπάθεια του Θεού να πλησιάσει τον άνθρωπο. Όμως η προσπάθεια αυτή του Θεού προϋποθέτει την ετοιμότητα του ανθρώπου να ανταποκριθεί σ’ αυτό το πλησίασμα, να θελήσει αυτή τη σχέση.

Ακριβώς όπως στον γάμο υπάρχει κάποιος ο οποίος προτείνει τη σύναψη σχέσης παρουσιάζοντας όσα έχει κάνει ή όσα μπορεί να κάνει και κάποιος ο οποίος αποδέχεται την πρόταση, έτσι και ο Θεός προτείνει στον Ισραήλ τη σύναψη σχέσης μαζί του παρουσιάζοντας όσα έκανε και πρόκειται να κάνει γι’ αυτόν και ο Ισραήλ αποδέχεται την πρόταση του Θεού, συνάπτοντας μαζί του τη Διαθήκη.

Εφόσον, λοιπόν, η σχέση βασίζεται ακριβώς σ’ αυτήν την αποδοχή, όταν ο αποδεχόμενος αδιαφορήσει για τη σχέση, εκείνος που έκανε την πρόταση δικαιούται να διαμαρτυρηθεί και να ζητήσει τον λόγο.

Αλλά και σ’ αυτό το σημείο σκιαγραφείται με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο η διαφορά του βιβλικού Θεού από τους ψεύτικους θεούς του πολιτισμικού περιβάλλοντος του Ισραήλ, που βρίσκεται στην άμετρη αγάπη του Θεού για το πλάσμα του. Ο αληθινός Θεός δεν καταγγέλλει, δεν επιρρίπτει αμέσως την ευθύνη στον λαό του, αλλά, αποδεχόμενος ότι οι όροι της Διαθήκης δεσμεύουν και τον ίδιο, εκφράζει την ανησυχία του μήπως κάποιο δικό του λάθος προκάλεσε την απιστία του λαού του: «Ποιο σφάλμα θεώρησαν οι πρόγονοί σας πως έκανα απέναντί τους, ώστε να αποστατήσουν από μένα και, ακολουθώντας τα τιποτένια είδωλα, να γίνουν οι ίδιοι ένα τίποτα;» (β΄ 5).

Λαός ο οποίος χάνει την ιδιοπροσωπία του καταντάει τελικά «ένα τίποτα» και γι’ αυτό κανείς λαός σε Ανατολή και Δύση δεν δέχτηκε ποτέ να αλλάξει τους θεούς του, «παρ’ όλο που εκείνοι δεν ήτανε πραγματικοί θεοί» (β΄ 10-11). Έτσι, δίκαια ο Θεός εκφράζει το παράπονό του όχι μόνον προς τον λαό του, ο οποίος δείχνει να έχει χάσει την ιστορική του μνήμη (β΄ 6-7), αλλά και προς όλους εκείνους, τους ιερείς, τους θεολόγους (οἱ ἀντεχόμενοι τοῦ νόμου), τους άρχοντες (οἱ ποιμένες) και τους πνευματικούς ηγέτες (οἱ προφῆται), οι οποίοι όφειλαν να τον καθοδηγήσουν και αντ’ αυτού «ὀπίσω ἀνωφελοῦς ἐπορεύθησαν» (β΄ 8).

Αυτή η αδιαφορία του Ισραήλ να αναζητήσει τον Θεό αποτελεί για τον προφήτη τη μόνιμη παθογένεια της θρησκευτικής συμπεριφοράς του βιβλικού Ισραήλ. Αναζήτηση όμως του Θεού σημαίνει αναγνώριση του ρόλου του μέσα στην Ιστορία και όχι θεωρητική ενασχόληση και φιλοσοφικός στοχασμός πάνω σε κάποιες θρησκευτικές ιδέες και απόψεις. Κατά συνέπεια, η μελέτη των ενεργειών του Θεού και η διατήρηση στη μνήμη των θείων ευεργεσιών δεν αποτελεί μια απλώς συμβατική θρησκευτική υποχρέωση του Ισραήλ αλλά την ουσία της πίστης του.

Αναζήτηση του Θεού σημαίνει ερμηνεία της Ιστορίας με βάση την πεποίθηση ότι ο Θεός είναι παρών και ενεργεί μέσα στον κόσμο συνεργαζόμενος με τους ανθρώπους. Αναζήτηση του Θεού δεν μπορεί να είναι μια θρησκευτική εκδήλωση (π.χ. συμμετοχή σε κάποιες λατρευτικές εκδηλώσεις), μέσα από την οποία επιχειρεί κανείς να εξευμενίσει τον Θεό προκειμένου να πετύχει τους δικούς του ατομικούς στόχους.

Από την άποψη αυτή το παράπονο του Θεού από τη συμπεριφορά του λαού του αφορά και τους σύγχρονους χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται συχνά να δουν την Ιστορία ως τον χώρο μέσα από τον οποίο ο Θεός οδηγεί την ανθρωπότητα στη Βασιλεία του, και αυτοπαγιδεύονται σε μια ατομική θρησκευτικότητα.

πηγή