Ο γέρο-Ευμένιος ήτανε μάγειρας στο μοναστήρι. Χρόνια στο διακόνημα αυτό. Είχε μάθει στις πυρωστιές και τα ξύλα όλοι στο μοναστήρι μαυρισμένο τον θυμούνται και τα χέρια του να μυρίζουν κρεμμύδι ή φρέσκο ροφό. Μαγείρευε πάντοτε με φόβο Θεού και αγάπη. όταν πρωτόρθε στο μοναστήρι έκανε δέκα χρόνους παραμέγειρας κοντά στον γέρο-Κλήμη.
–Να λογαριάζεις του είπε ο γέρο-Κλήμης, ότι δεν μαγειρεύεις για ανθρώπους αλλά για αγγέλους. Οι πατέρες άγγελοι είναι. Κάμε το καλύτερο.
Πιστός στην υπακοή ο γέρο-Ευμένιος νύχτα ακόμα σηκωνόταν και ετοίμαζε την φωτιά. Από το ακοίμητο καντήλι που έκαιγε μέσα στο μαγειριό άναβε τα ξύλα. Ύστερα έριχνε σταυροειδώς το λάδι στο νταβά λέγοντας την ευχή. Κι έπαιρνε να μαγειρεύει. Το αλάτι να ρίχνε…Κύριε ελέησον.
Κι ύστερα μετά την Θεία Λειτουργία οι πατέρες εύρισκαν όμορφες σερβιρισμένες κουμπανιές στο τραπέζι με αγάπη και φροντίδα. Όταν τελείωνε η τράπεζα οι διακονούντες μοναχοί, μαζί και ο γέρο-Ευμένιος, στέκονταν σκυφτοί ζητώντας συγχώρεση από τους αδελφούς για τις παραλήψεις ή τα λάθη στη διακονία τους. Ό γέρο-Ευμένιος άμα εύρισκε καμιά δυσκολία στο διακόνημα, πήγαινε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και του Αγίου Ευφρόσυνου του Μάγειρου και ζητούσε λύση. Κι η απάντηση ερχόταν.
Μέσα στο καλογερικό μαγειριό στέκονταν ένα παλιό βυζαντινό εικόνισμα του Αγίου Ευφρόσυνου που ο γέρο-Ευμένιος του είχε αγάπη μεγάλη. Πόσο ήθελε να του μοιάσει! Είχε διαβάσει στο Συναξαριστή πως ο Άγιος ήτανε και εκείνος μάγειρας σε ένα μοναστήρι. Όλοι τον θεωρούσαν αγροίκο και αμόρφωτο και κανείς δεν του έδινε σημασία. Οι καταφρονήσεις και οι χλευασμοί τον συνόδευαν καθημερινά. Αλλά ο Άγιος κρατούσε την ησυχία του λογισμού του χωρίς να ταράζεται. Στο μοναστήρι του Αγίου βρίσκονταν ένας ευλαβής ιερέας που παρακαλούσε τον Θεό να του αποκαλύψει αγνές ψυχές που αναπαύεται η χάρη Του.
Μια νύχτα λοιπόν, ενώ κοιμόταν ο ιερέας, είδε ότι βρίσκονταν σε έναν όμορφο κήπο γεμάτο πανέμορφα αγαθά. Ανάμεσα τους βρίσκονταν και ο αγροίκος Ευφρόσυνος! Απόρησε ο ιερέας και τον πλησίασε για να μάθει ποιος ήταν αυτός ο κήπος και πως βρέθηκε εκείνος σ’ αυτόν.
– Ο κήπος, του είπε ο Άγιος Ευφρόσυνος είναι το σπίτι των εκλεκτών του Θεού. Βρίσκομαι και εγώ εδώ κι απολαμβάνω τα κάλλη του Δημιουργού!
– Μπορείς, αποκρίθηκε ο ιερέας, να μου δώσεις κι εμένα από αυτά τα δώρα;
Τότε ο Άγιος από το περίσσευμα της καρδιάς του του έδωσε μερικά μυρωδάτα μήλα που το άρωμα τους τον μέθυσε. Όταν σήμανε το σήμαντρο ο ιερέας ξύπνησε και είδε στον κόρφο του τα δώρα του Αγίου. Έτρεξε στην εκκλησία, βρήκε τον Άγιο και τον ανάγκασε να του πει αν εκείνος ήταν που του έδωσε τα μυρωδάτα μήλα. Κι εκείνος με ταπείνωση πολλή «ομολόγησε» που βρισκόταν το προηγούμενο βράδυ.
Μετά την ακολουθία ο ταπεινός ιερέας διηγήθηκε σε όλους τους πατέρες τι είχε δει και τι είχε ζήσει. Όσα τους είπε τους έλεγξαν για την άκαρδη συμπεριφορά τους προς τον Όσιο. Δακρυσμένοι τον γύρεψαν να του ζητήσουν συγνώμη για την σκληρότητα της καρδιάς τους. Όμως ο Άγιος είχε φύγει κρυφά από το μοναστήρι αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο. Εκοιμήθη άγνωστος μεταξύ αγνώστων, γνώριμος μόνο στο Θεό.
Πολύ τον ωφελούσε ο βίος του Αγίου Ευφρόσυνου του μάγειρου το γέρο-Ευμένιο.
Χαμένος ο παππούλης στα μυρωδικά και στις μασίνες, μακριά από τον κόσμο που παλεύει μόνο για να φαίνεται, προσευχόταν και έλεγε: -Κάνε με Κύριε να με χάσουν οι άνθρωποι και να με βρει η Αγάπη Σου!