Η ιστορία ενός ανθρώπου…

Κάποτε, ήτανε ένας άνθρωπος που ζούσε σε μία μικρή πόλη με πολλούς κατοίκους, πολύ φασαρία και κίνηση στο κέντρο, όπως επίσης με πολλά μαγαζιά και πολυκατοικίες. Ο ίδιος, ζούσε σε ένα μικρό και φτωχικό καλυβάκι, στην άκρη της πόλης, με δυσκολία στην μετακίνησή του προς αυτήν για οτιδήποτε καθώς και δυσκολίες στην επιβίωσή του.

Ένα πρωινό, αφού ξύπνησε ανοιγωκλείνωντας τα μάτια του συνάμα με μια έκφραση ελαφριάς ενόχλησης στο πρόσωπό του, από το φως του ήλιου που ερχόταν από το ξύλινο παράθυρο δίχως κουρτίνες, ένιωσε την ανάγκη για πρώτη φορά να ξεσπάσει σε κλάματα.

[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]

Πριν λίγες μέρες είχε ανακαλύψει έναν μεγάλο πόνο στην καρδιά του και, όντας πεπεισμένος αρχικά πως δεν είναι κάτι σοβαρό, αποφάσισε να μην ασχοληθεί με αυτό. Τώρα είχε ξεσπάσει σε κλάματα παραπόνου για την ζωή του. Σκέψεις κριμένες και πολλές ερχόντουσαν μια μια στο μυαλό του και όσο ερχόντουσαν, τόσο δυνάμωνε και ο πόνος. Παράπονα για την ζωή, απωθημένα.
Θέλοντας να βάλει σε μια σειρά τις σκηνές όλης αυτής της ταινίας πανικού και ξεσπάσματος που βίωνε, αποφάσισε να γράψει σε μια λίστα αυτά που επιθυμούσε, τα παράπονα του από την ζωή, τα απωθημένα και τις επιθυμίες που πίστευε πως του λείπουν και δεν είχε στα χέρια του.

Έγραψε λοιπόν ένα ποίημα.

«Δύσκολη ζωή, δύσκολη φτώχεια, δύσκολη μοναξιά, δύσκολη ανία και πλήξη, ΓΙΑΤΊ; Γιατί να είμαι μόνος; Γιατί να είμαι φτωχός; Γιατί να μην είμαι ευτυχισμένος; Γιατί να μην έχω την δυνατότητα να επισκέπτομαι την πόλη όπου υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, τόσα μαγαζιά, τόσα πράγματα να απολαύσω και να δω, εκεί βλέπω πως όλοι περνάνε όμορφα και μπορείς να έχεις ό,τι θέλεις εύκολα…»

Κάτι τον «τσίμπησε» εκεί… «Θα πάω με τα πόδια, θα επισκεφτώ έναν γιατρό. Ο πόνος μου χειροτερεύει…» Σκέφτηκε.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε πηγαίνοντας σιγά σιγά με τα πόδια, προς το κέντρο της πόλης, παίρνοντας μαζί του ότι είχε και δεν είχε από χρήματα. Μπαίνοντας στο ιατρείο του είπαν να περάσει μέσα.
Ο γιατρός κάνοντας του κάποιες εξετάσεις, έκατσε στην αναπαυτική του πολυθρόνα, βιαστικά και αγχωμένα ώστε να του ανακοινώσει τα αποτελέσματα.»Η ασθένεια σας άνθρωπε μου, είναι βαριά και αγιάτρευτη, το μόνο που έχω να σας πω είναι πως αν ζήσετε ένα μήνα ακόμη από σήμερα θα πρέπει να μείνετε ευχαριστημένος. Δεν υπάρχει θεραπεία. Συγγνώμη».

Ο άνθρωπος ακούγοντας το, έχασε την γη κάτω από τα πόδια του, μα πως; Σκέφτηκε… θα πεθάνω; Τόσα χρόνια ήμουν δυστυχείς και τώρα δεν έχω ούτε την ευκαιρία να ζήσω λιγάκι χαρούμενος πριν φύγω;

Έτσι λοιπόν, βγαίνοντας από το ιατρείο, χαμένος και μη ξέροντας τι να κάνει για να νιώσει έστω και τώρα στον λίγο χρόνο που του έμενε κάτι ξεχωριστό, κάτι συναρπαστικό, άρχισε να τρέχει σαν παλαβός στο δρόμο ώσπου, αντίκρισε μια κοπέλα. Μια κοπέλα με όμορφο λευκό αλλά και βρώμικο πρόσωπο και μεγάλα μάτια που κρατούσε λουλούδια στο χέρι της. Πόσο του άρεσε η σκέψη να αγοράσει ένα από κείνα να τριαντάφυλλα…»Πόσο κάνει ένα; Ρώτησε με λαχτάρα στο πρόσωπο.. «3 ευρώ». του απάντησε η κοπέλα που καθόταν σε ένα πλακόστρωτο πεζουλάκι και παρατηρώντας επίσης το απογοητευμένο βλέμμα του ανθρώπου στην απάντησή της… «Πάρε το! Είναι δώρο από εμένα! Πάρε το και βάλτο σε ένα βάζο στο τραπέζι του σπιτιού σου ώστε να ομορφαίνει τη ζωή σου, γιατί ξέρω πως… η ζωή είναι δύσκολη…». Ευχαριστώντας την συγκινημένος και εξασφαλισμένος με την αγνή καλοσύνη και αγάπη της φτωχής κοπέλας, ο άνθρωπος το πήρε και της υποσχέθηκε πως έτσι θα έπραττε.

Δεν έκανε δέκα βήματα πιο κάτω και βλέποντας ένα μικρό αγοράκι να κλαίει, το ρώτησε τι συμβαίνει…»Κύριε, η μητέρα μου σήμερα έχει γιορτή, όμως ποτέ μου δεν κατάφερα να μαζέψω τόσα χρήματα, ούτε για ένα μεγάλο όμορφο τριαντάφυλλο», είπε θλιμμένο το παιδί.» Πάρε μικρέ, πάρε αυτό το τριαντάφυλλο και πήγαινέ το στην μητέρα σου, θα χαρεί τόσο πολύ με αυτό!» Του αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Ένα φωτεινό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του μικρού που, σκουπίζοντας τα δάκρυά του, ρώτησε τον άνθρωπο πόσο κοστίζει το λουλούδι. «Τίποτα! Είναι δώρο από μένα μικρέ, τρέχα στην μητέρα σου!» Του είπε. Ο μικρός τρέχοντας, γύρισε το βλέμμα του πίσω φωνάζοντας ευχαριστώ! Πόση χαρά και αγαλλίαση ένιωσε ο άνθρωπος… Τόση μεγάλη που τα αυτιά του άκουσαν επιτέλους αυτή την υπεροχή μελωδία μιας ορχήστρας του δρόμου, μαζί με τις φωνές που την συνόδευαν… Μια κιθάρα… Και ένα ακορντεόν… Άνθρωποι γύρω που τραγουδούσαν γελώντας… χαμογελώντας λοιπόν, έτρεξε… έτρεξε και άρχισαν τα χείλη του να τραγουδάνε.. λησμονώντας την ανακοίνωση του γιατρού.
Νιώθοντας λίγο αργότερα τα πόδια του κουρασμένα, αποφάσισε να καθίσει σε ένα παγκάκι. Κάθισε λοιπόν δίπλα σε έναν κύριο που, φανερά κουνούσε με ένταση και άγχος το πόδι του σκεπτόμενος κάτι που τον απασχολούσε… «Γειά σας «, είπε ο άνθρωπος, «φαίνεται πως κάτι σας απασχολεί, μπορώ να σας βοηθήσω;»

Βλέποντας την καλοσυνάτη πρόθεση του ανθρώπου καθώς και το χαμόγελο του το οποίο, ελεύθερα εκφραζόταν στο πρόσωπο του λησμονώντας ακόμη τον γιατρό, του απάντησε.
«Άνθρωπε μου, η ζωή είναι πολύ δύσκολη, ζω τόσα χρόνια με την οικογένεια μου και τα 4 παιδιά σε ένα μικρο διαμέρισμα της πόλης αυτής, η δουλειά μου μου προσφέρει μόνο τα προς τα ζειν, και μαραζώνω βλέποντας τα παιδιά μου να πλήττουν από τα οικονομικά προβλήματα, μακάρι να είχα ένα σπιτάκι στην εξοχή… εκεί που θα γινόμουν ένας αγρότης, εκεί που θα είχα μια φάρμα με ζώα, που θα χαιρόμουν δουλεύοντας στην φύση, μακρυά από την βαβούρα της πόλης, παίζοντας με τα παιδιά μου στον καθαρό αέρα και ξυπνώντας βλέποντας το ηλιοβασίλεμα στην αγκαλιά της γυναίκας μου… μακάρι να γινόντουσαν όλα αυτά, να ξεφεύγαμε από δω και να ηρεμούσαμε».

Τότε ο άνθρωπος, μετά από αυτά τα δυνατά ακούσματα στα αυτιά του, θυμήθηκε, και θυμήθηκε όχι μόνο τον γιατρό, αλλά και όλη του τη ζωή, όλα του τα ανόητα προβλήματα που δημιουργούσε ο ίδιος εξαιτίας της ανίας και των ανεκπλήρωτων επιθυμιών του. Αποφάσισε λοιπόν, σέρνοντας βαριά το βλέμμα του προς τον κύριο δίπλα του, να του μιλήσει. «Κύριε, σήμερα που θα πάτε σπίτι σας, μην συνεχίσετε απογοητευμένος τις πράξεις που θα κάνετε από δω και πέρα, δώστε αγάπη και φροντίδα στην οικογένεια σας, στοργή και κουράγιο, και όχι απογοήτευση, θλίψη και ανία, όχι άγχος και ένταση… γιατί όλα είναι καλά στην πραγματικότητα… αρκεστείτε με αυτά που έχετε κύριε και μην ζητάτε άλλα, γιατί εγώ σήμερα έμαθα πως θα πεθάνω σε έναν μήνα». Ο κύριος γούρλωσε τα δακρυσμένα και συγκινημένα μάτια του και μια ανθρώπινη αγκαλιά βγήκε αυθόρμητα να συμπληρώσει την στιγμή. «Σε ευχαριστώ άνθρωπε, σε ευχαριστώ, πρέπει να φύγω, βιάζομαι! Να σε έχει καλά ο Θεός και να σε βοηθήσει στο πρόβλημα σου!»

Συνειδητοποιώντας πως βραδιάζει, ο άνθρωπος άρχισε να βαδίζει σιγά σιγά με τα πόδια πάλι τον δρόμο του γυρισμού προς το μακρινό σπιτάκι… Φτάνοντας, είδε το χαρτί με τις σημειώσεις που είχε κάνει στο τραπέζι πάνω, το διάβασε ξανά και ξανά και γελώντας το έσκισε και το πέταξε… άναψε ένα κερί, και νιώθοντας κορεσμένος ψυχικά, ευχαρίστησε τον Θεό για αυτό και… κοιμήθηκε με το βλέμμα του για πρώτη φορά στον έναστρο ουρανό που διακοσμούσε σαν κάδρο το ξύλινο και παλιό εκείνο παράθυρο και θαυμάζοντας το μεγαλείο της φύσης… έτσι με μια εκτίμηση έκλεισε τα μάτια του.

Ξυπνώντας το άλλο πρωί με μια ελαφριά ακτίνα του ήλιου να του χαϊδεύει τα μάτια, σηκώθηκε και έκατσε ακίνητος με τα μάτια κολλημένα στο απέραντο φως που ανέτελλε… Μα πως και δεν είχε παρατηρήσει τόσα χρόνια αυτό το θαύμα;

Τότε, αφού συνήλθε από την εμπειρία του αυτή, αποφάσισε να ανανεώσει τον κήπο του, φύτεψε πολλούς σπόρους, λαχανικά και διάφορα φρούτα. Φύτεψε και μια τριανταφυλλιά, όπου του θύμιζε εκείνη την ομορφιά που του περιέγραφε με τόση σιγουριά η κοπέλα, βάζοντας ένα τριαντάφυλλο κάθε πρωί σε ένα βάζο, πάνω στο τραπέζι.

Το μεσημέρι, αποφάσισε να φτιάξει ένα μικρο τζάκι στο σπίτι του, ώστε και να μπορεί να ζεσταίνεται αλλά και να μαγειρεύει. Πως και δεν έβλεπε την τόσο απλή λύση όλα αυτά τα χρόνια… Μαζεύοντας με ευχαρίστηση νερό από το πηγάδι, έφτιαξε μια σούπα με τα νόστιμα λαχανικά του κήπου, νιώθοντας ευχαριστημένος με την αίσθηση της επάρκειας όλης αυτής της διαδικασίας.

Και νύχτωσε, και ανάβοντας για ακόμη μια φορά το κερί, παρατήρησε ξαπλωμένος το πόσο δυνατό φως έχει η φλόγα αυτή που καίει, και ένιωσε συντροφικότητα και ευχαρίστηση στο γεγονός που, αντί για ηλεκτρικές λάμπες είχε κεριά! Τότε ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβε πόσο εγωιστής ήταν όλα αυτά τα χρόνια.
Την επόμενη μέρα, νιώθοντας τα πόδια του να πονάνε, αγνόησε την πιθανή απόφαση του να μείνει σπίτι. Αποφάσισε λοιπόν, ξανά με τα πόδια σιγά σιγά να μετακινηθεί προς το κέντρο… και που ξες, μπορεί να υπήρχε κάποιος που θα του πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο δωρεάν, νιώθοντας πάλι εκείνο το όμορφο αίσθημα, μπορεί να συναντούσε κάποιον που να ζητούσε ένα «τριαντάφυλλο» και να το πρόσφερε δωρεάν, νιώθοντας πάλι αυτό το ακόμη πιο όμορφο αίσθημα, μπορεί κάποιος να υπήρχε που θα του άνοιγε τα μάτια σε κάτι άλλο αυτή τη φορά με τη δική του ιστορία…

Σκεπτόμενος όλα αυτά παρατήρησε φτάνοντας στην πόλη πως όλες εκείνες τις ημέρες, ο πόνος του είχε εξαφανιστεί… όπως επίσης και εκείνος ο γιατρός με τα αποτελέσματα του.
Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τον επισκεφτεί ρωτώντας τον τι μπορεί να συμβαίνει… Ο γιατρός κάνοντας του τις εξετάσεις που έπρεπε του ανακοινώνει με γουρλωμένα μάτια πως είναι απόλυτα υγιής ο άνθρωπος.

Μα πως! είπε εκείνος, «Τι να σου πω άνθρωπε, αυτά συμβαίνουν πολλές φορές εδώ στο περιβάλλον της ιατρικής και τα ξέρω… ίσως ο Θεός ήθελε να σε φοβίσει λιγάκι και να συνέλθεις από κάτι» εγώ αυτά τα ξέρω.. τα έχω ζήσει, γίνονται πολλά θαύματα.. άντε στην ευχή του Θεού τώρα ευλογημένε», και σκασμένος στα γέλια από την χαρά του ο άνθρωπος έφυγε, ευχαριστώντας τον γιατρό για τα όμορφα λόγια.

Γυρνώντας σπίτι του, αποφάσισε να γράψει κάποιες καινούριες σημειώσεις σε ένα χαρτί, βλέπετε ήταν τόση μεγάλη η χαρά του και η ευγνωμοσύνη του στη ζωή όπου ήθελε να ξεσπάσει!
Η πραγματικότητα είναι πάντα ίδια. Ο άνθρωπος την βλέπει με όποια γυαλιά θέλει να φορέσει αυτός. Επιλέγεις μαύρα; Μαύρα θα τα δεις όλα. Επιλέγεις άσπρα; Άσπρα θα τα δεις όλα, επιλέγεις να την δεις χωρίς γυαλιά; Χρωματιστά θα τα δεις όλα γύρω σου. Γιατί έτσι είναι η ζωή, ένα ουράνιο τόξο. Μια καινούρια αρχή μετά από βροχή. Μα ακόμη και όταν βρέχει, παρηγορήσου με τη σκέψη πως, σίγουρα θα βγει σε λίγο το ουράνιο τόξο… και αλώστε χωρίς την βροχή ,δεν μπορεί ποτέ να βγει… Τα πολλά, είναι λίγα και φτωχά. Τα φτωχά είναι πλούσια και πολλά. Είσαι άνθρωπος όπως εμένα, μάθε λοιπόν να μη ζητάς, και απλώς ανακάλυψε την ομορφιά και τον πλούτο που κατέχεις είδη, με ένα τριαντάφυλλο, με μια αγκαλιά, με έναν ήλιο, ένα φεγγάρι, ένα κερί, ένα φτωχό σπιτάκι. Μα και πλούσιος να είσαι, και πολλά να έχεις, βγες μια βόλτα στην πόλη… Υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις…

Δίπλωσε το χαρτί… και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο βάζο με το τριαντάφυλλο…σκεπτόμενος πως, όλα είναι καλά, διότι την ζωή πλέον δεν την κοιτούσε φορώντας γυαλιά, μα όπως είναι, αληθινή.