Η κατοχή γης ως παράγοντας άμυνας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία: οι ακρίτες και προνοιάριοι

Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας 

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι και την εμφάνιση των Αράβων, τον 7ο αιώνα μ.Χ, δεν είχε καμία ανάγκη να προχωρήσει σε δραστικές στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις καθώς η κυριαρχία “του τότε γνωστού κόσμου” φαινόταν όχι μόνο πιθανή αλλά και εφικτή. Οι μάχες με την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών απασχολούσαν το κράτος και οι Πέρσες κατά καιρούς προκαλούσαν πλήγματα αλλά, παρ’ όλα αυτά, επικρατούσε μια ιδιότυπη ισορροπία στην Ανατολή.

Η λαίλαπα των Αράβων είναι αυτή που κατά κύριο λόγο προκάλεσε την αμηχανία και οδήγησε σε προσπάθειες αναδιοργάνωσης του Στρατού και του Στόλου. Διοικητικά, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδιοργανωθηκε και μία νέα διοικητική μονάδα προέκυψε: “το θέμα” (από την λέξη θέσις). Αυτά ήταν διοικητικές περιφέρειες του κράτους, με διοικητικό ρόλο υπό τον εκάστοτε ανώτερο στρατιωτικό αξιωματικό (Στρατηγός). Κατά πάσα πιθανότητα δημιουργήθηκαν από την δυναστεία του Ηρακλείου τον 7ο αιώνα, αντικαθιστώντας τις μεγάλες επαρχίες που είχαν θεσπίσει παλαιότερα ο Διοκλητιανός και ο Μεγάλος Κωνσταντίνος.

Δύο πράγματα ευθύς εξ αρχής πρέπει να παρατηρήσουμε: πρώτον, η σκέψη ήταν οι στρατιωτικές μονάδες πλέον να μην κινούνται από το κέντρο στην περιφέρεια, αλλά να είναι μονίμως εγκατεστημένες εκεί και δεύτερον, ο ανώτατος άρχων του θέματος ασκούσε πολιτικά και στρατιωτικά καθήκοντα με έμφαση στα δεύτερα. Συγκέντρωνε, δηλαδή, στα χέρια του την πολιτική και στρατιωτική εξουσία.

Στα θέματα υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες Χριστιανοί στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια, ή στρατοτόπια). Το κτήμα και η υποχρέωση για στρατιωτική υπηρεσία μεταβιβαζόταν από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Με τα έσοδά τους εξ αυτών οι στρατιώτες – αγρότες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Επρόκειτο στην ουσία για τον “εθνικό στρατό” του Βυζαντίου, καθώς αποκλείονταν οι αλλόθρησκοι, οι αιρετικοί και οι Εβραίοι. Αυτός ο στρατός υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικός απέναντι στους Άραβες και αυτό χαράχτηκε στην μνήμη του ελληνικού λαού με τον κύκλο των ακριτικών τραγουδιών και το πολύ μεταγενέστερο (12ος αι.) “Έπος του Διγενή Ακρίτα”.

Μετά την μακεδονική δυναστεία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εισέρχεται στην φάση της παρακμής, ίδιον της οποίας είναι η υπερίσχυση της γαιοκτητικής αριστοκρατίας (οι Δυνατοί) τόσο επί της κρατικής εξουσίας όσο και της μεσαίας τάξης των καλλιεργητών (που αποτελούσε την “δύναμη” των θεμάτων). Αυτό σταδιακά οδήγησε σε ένα “ξεχαρβάλωμα” του συστήματος των θεμάτων. Η δυναστεία των Κομνηνών αποτελεί την τελευταία μεγάλη αναλαμπή του βυζαντινού κράτους. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1048/1056 – 15 Αυγούστου 1118) στρέφοντας τον έναν εξωτερικό εχθρό της Αυτοκρατορίας εναντίον του άλλου, κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο ενός μεγάλου ποσοστού των απωλεσθέντων κατά τα προηγούμενα χρόνια εδαφών. Αναδιοργάνωσε σε πολλούς τομείς το κράτος, όπως και τον Στρατό και τον Στόλο. Τα οικονομικά όμως προβλήματα παρέμεναν, το βυζαντινό νόμισμα ωδηγείτο στην υποτίμηση, ενώ οι ιταλικές πόλεις στερέωναν τα οικονομικά τους προνόμια στις ανατολικές θάλασσες.

Εκπρόσωπος “των Δυνατων” και ο ίδιος, αναδιοργάνωσε τον διοικητικό θεσμό της Πρόνοιας δίνοντάς του στρατιωτικό χαρακτήρα. Ο προνοιάριος ήταν έφιππος πολεμιστής (“Στρατιώτης”) στον οποίο δινόταν μια γεωργική ιδιοκτησία με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές του υπηρεσίες.

Οι υπόλοιπες γαιοκτησίες, όπως και οι εκκλησιαστικές περιουσίες, υποβλήθηκαν σε αναγκαστική επιστράτευση για εξασφάλιση στρατιωτών που ήταν ελαφρά οπλισμένοι πεζικάριοι. Αν και μοιάζει εκ πρώτης όψεως με την φεουδαρχία της Δύσης, δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν. Το προνοιακό τιμάριο δεν ήταν ιδιοκτησία του προνοιαρίου· απαγορευόταν η εκποίησή του και αρχικά δεν μεταβιβαζόταν ούτε με κληρονομιά. Το κράτος διατήρησε την ιδιοκτησία και το απεριόριστο δικαίωμα της διαθέσεως των προνοιακών κτημάτων, τα όποια εκχωρούσε ή αφαιρούσε κατά βούληση. Η εκχώρηση αυτή δεν αφορούσε μόνο στις περιοχές αλλά και στους αγρότες που κατοικούσαν σε αυτές, οι οποίοι μετατρέπονταν σε παροίκους καταβάλλοντας τους φόρους σε αυτούς.

Τελικά, ο θεσμός της Πρόνοιας ενίσχυσε την στρατιωτική αριστοκρατία εντείνοντας την αντίθεση πλούσιων και φτωχών με τους τελευταίους να υφίστανται την ανελέητη πίεση της άδικης φορολογικής πολιτικής. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1204 από τους Λατίνους, δημιουργούνται τρία ελληνικά “κράτη”: η Αυτοκρατορία της Νικαίας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου τελικά υποχώρησε μπροστά στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, όσο αφορά στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ενώ η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ευρίσκονταν απομονωμένη.

Μέχρι την ανακατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους, στην Νίκαια “φυσά άνεμος ανανέωσης” σε όλους τους τομείς μεταξύ αυτών και στους αμυντικούς. Τα παραμεθόρια φρούρια ενισχύονταν καθώς η Αυτοκρατορία πολεμούσε επιτυχώς Τούρκους και Δυτικούς. Με την ανασύσταση του Βυζαντίου όμως, οι παλαιές παθογένειες σταδιακά επανήλθαν και μαζί με αυτές και η εγκατάλειψη της περιφέρειας. Αυτή η εγκατάλειψη από το κέντρο θα δημιουργήσει απελπισία στους πληθυσμούς, οι οποίοι όντας εκτεθειμένοι σε λεηλασίες θα είναι πρόθυμοι να δεχθούν έναν νέο αφέντη που θα τους προσέφερε ασφάλεια. Αυτό το “γεωπολιτικό κενό” το κάλυψαν στην περιοχή της Νικομήδειας μια νέα δύναμη, οι Οθωμανοί Τούρκοι.

(Στον χάρτη εικονίζονται “τα θέματα” της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περί το 950 μ.Χ. Το Θέμα Κιβυρραιωτών ή Καραβησιάνων, που διακρίνεται στον χάρτη, αποτελούσε “θέμα” της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 8ο μέχρι τον 12ο αιώνα. Μέχρι τον 9ο αιώνα ήταν το μοναδικό ναυτικό θέμα. Μετά τον 9ο αιώνα, αποσπάστηκαν από αυτό το Θέμα Αιγαίου Πελάγους και το Θέμα της Σάμου. Ήταν το σημαντικότερο από τα τρία ναυτικά θέματα της αυτοκρατορίας. )

https://geopolitics.iisca.eu/?p=10383