Η κατάληξη της ευαγγελικής περικοπής είναι ότι ο τυφλός, τελικά, διά του θαύματος του Κυρίου «ανέβλεψεν». Αλλά για τον Ευαγγελιστή δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η σωματική τύφλωση, όσο η πνευματική τυφλότητα. Ο εκ γενετής τυφλός, αν και υστερούσε στη σωματική όραση, ήταν ο μόνος από όλους που μπόρεσε να δει με τα μάτια της ψυχής του το αληθινό πρόσωπο του Ιησού, ως Μεσσία και Λυτρωτή. Ο τυφλός είδε καλύτερα και σωστότερα από τους βλέποντες. Στο πρόσωπο του εκπληρώθηκε εκείνο το θαυμαστό, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Ο Τυφλός ήθελε να δεί και βρήκε το φώς του,
εμείς σήμερα όχι μόνο δεν θέλουμε το φώς αλλά πολεμάμε τον γιατρό της ψυχής μας και τον διώχνουμε μακριά. Η πνευματική τύφλωση είναι χειρότερη απο την σωματική διότι οι Φαρισαίοι είδαν τα θαύματα αλλά δεν πίστεψαν.. Ο τυφλός ομολογεί μπροστά σε όλους “Εγώ μόνο ένα ξέρω ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω” καιρός να δούμε και εμείς τον Χριστό αν πραγματικά το θέλουμε. Να διώξουμε μακριά τον Φαρισαίο από την ψυχή μας.