Η μοναξιά είναι μια αφύσικη κατάσταση. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν.

Είπε ο Αριστοτέλης ότι «αυτός που αδυνατεί να επικοινωνεί ή που δεν χρειάζεται τίποτε λόγω αυτάρκειας … [είναι] ή θηρίο ή θεός» (Πολιτικά 1253α,29).

Είπε ο Εκκλησιαστής ότι «είναι καλοί οι δυο παρά ο ένας… γιατί αν πέσουν, ο ένας θα σηκώσει τον σύντροφό του· και αλίμονο σε αυτόν τον ένα, όταν πέσει, και δεν είναι δεύτερος να τον σηκώσει… Και αν αντιταχθεί κάποιος δυνατός, θα στηθούν οι δυο απέναντί του· και το σχοινί το τριπλοστριμμένο δεν σπάει γρήγορα» (4.9-12).

[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]

Είπε ο Παροιμιαστής ότι «αδελφός από αδελφό βοηθούμενος [είναι] σαν πόλη οχυρή και υψηλή» (18.19).

Είπε ο Χριστός ότι όπου «εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18.20). Και δήλωσε έτσι έμμεσα τη σπουδαιότητα της κοινότητος.

Είπε ο λαός: «Κράτα με να σε κρατώ, ν’ ανεβούμε το βουνό».

Τέλος, πρώτα-πρώτα από πλευράς χρονικής «είπε ο Κύριος ο Θεός: «Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος. Ας του κάνουμε όμοιο βοηθό»… Και επέβαλε ο Θεός έκσταση στον Αδάμ, και κοιμήθηκε· και πήρε μια από τις πλευρές του και αναπλήρωσε [το κενό] με σάρκα. Και οικοδόμησε σε γυναίκα ο Θεός την πλευρά που πήρε από τον Αδάμ, και την πήγε στον Αδάμ» (Γεν. 2.18-22).

Ήταν βοηθός του στην κοινωνία, καθώς και στην εργασία και φύλαξη του Παραδείσου, που τότε γινόταν άκοπα σαν ευχάριστη απασχόληση, «χόμπι» που λένε οι ξένοι.

Η πλάση της πρώτης γυναίκας σαν συνεργάτη του πρώτου άνδρα και σαν θεραπεία της μοναξιάς του, αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι εξ αυτής της αρχής τους είναι κοινωνικοί.

[sc name=”vyzantina-skoylarikia” ][/sc]

Ας ληφθεί εδώ υπόψη ότι στην εδεμική κατάσταση οι σχέσεις Αδάμ-Εύας δεν ήσαν σαν τις σημερινές άνδρα-γυναίκας. Κατά τους Πατέρες ο γάμος στη γνωστή του μορφή είναι «μεταλλαγμένος», προϊόν φθοράς. Εισήλθε σαν αντίδοτο του θανάτου, για να διατηρηθεί το γένος, μετά την πτώση.

Τότε οι Πρωτόπλαστοι ανακάλυψαν ότι ήσαν γυμνοί και σκεπάσθηκαν με φύλλα συκής –είχαν χάσει την αθωότητα και στα μάτια και σε όλα τους (Γεν 3.7). Μόνο μετά την παρακοή «ο Αδάμ γνώρισε τη γυναίκα του, και συλλαβούσα γέννησε» (Γεν 4.1).