Η παλαιότερη σωζόμενη φωτογραφία της Ακρόπολης είναι τραβηγμένη από τον Λόφο των Νυμφών και το Αστεροσκοπείο το 1842 από τον Josepf-Filibert Girault de Prangey.
Έτσι την είδε ο Μακρυγιάννης κι ο Καραϊσκάκης. Οι περιγραφές που έχουν διασωθεί για την Αθήνα της εποχής εκείνης μετά τις περιπέτειες του απελευθερωτικού πολέμου είναι αποκαρδιωτικές.
Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, έγραφε:
«Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες».
Η πόλη είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές, ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή, μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827. Η τουρκική φρουρά αποχώρησε οριστικά από το φρούριο της Ακροπόλεως την 31η Μαρτίου 1833.
Η έρευνα για τα πρώτα βήματα της Αθήνας μετά την τουρκοκρατία, του ιστορικού στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη αναφέρει:
Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης και στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους.
Πράγματι, τον Μάιο του 1832, η μετακαποδιστριακή Προσωρινή Κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών, ανεξαρτήτως του εάν θα γίνει ή όχι πρωτεύουσα. Το σχέδιο συντάσσεται και υποβάλλεται τον Δεκέμβριο του 1832 και στις 29 Ιουνίου 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία του Κράτους, και επικυρώνεται με Βασιλικό Διάταγμα στις 6 Ιουλίου του ιδίου έτους.
Τι προέβλεπε το περίφημο πολεοδομικό σχέδιο Κλεάνθη και Σάουμπερτ
Η Νέα Πόλη περιελάμβανε το ήμισυ περίπου της Παλαιάς, ενώ εκτεινόταν και προς τα δυτικά, βόρεια και ανατολικά αυτής. Το υπόλοιπο ήμισυ της Παλαιάς Πόλης, το οριζόμενο από τις οδούς Ηφαίστου, Πανδρόσου και Αδριανού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, προβλεπόταν να απαλλοτριωθεί χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών. Αλλά και το διατηρούμενο τμήμα της Παλαιάς Πόλης διετηρείτο μόνον ως γεωγραφική περιοχή, και όχι ως δομημένος χώρος, αφού προβλεπόταν στο μεγαλύτερο μέρος του να τμηθεί από νέες οδούς και να χωριστεί σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα. Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού.
Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μια ανοικτή αγκαλιά. Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων: Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση. Ο προσανατολισμός των σκελών δεν ήταν τυχαίος: «Συναντώνται», όπως σημειώνουν οι Κλεάνθης και Schaubert στο υπόμνημά τους, «κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο εξώστης των Βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερήφανους αναμνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς» (Μπίρης 1938, σ. 16).
Οι οδοί Πειραιώς και Σταδίου διακόπτονταν, συμμετρικά ως προς τα Ανάκτορα, από τις αντίστοιχες τετράγωνες πλατείες Μπόρσας (Χρηματιστηρίου) και Θεάτρου. Πρόκειται για τις σημερινές Πλατείες Κουμουνδούρου και Κλαυθμώνος, οι οποίες πράγματι είναι συμμετρικές, κάτι που δεν το συνειδητοποιεί κανείς εύκολα μέσα στο σημερινό χάος της Αθήνας. Κατέληγαν δε –οι Πειραιώς και Σταδίου– σε δυο κυκλικές πλατείες-όρια της Πόλης: η μεν πλατεία Κέκροπος στη μεγάλη διασταύρωση των προς δυσμάς παραδοσιακών υπεραστικών οδών της Παλαιάς Πόλης, όπου το σημερινό Γκάζι, η δε πλατεία Μουσών στην προς ανατολάς Πύλη των Μεσογείων, όπου η σημερινή πλατεία Συντάγματος.
Το οδικό δίκτυο αναπτυσσόταν εν μέρει ακτινωτά, με κέντρα τις κυκλικές πλατείες, και εν μέρει παράλληλα και κάθετα προς τους βασικούς άξονες, πάντοτε με απόλυτη κανονικότητα. Η ευρύτερη περιοχή των Ανακτόρων περιβαλλόταν από μεγάλες λεωφόρους. Προβλέπονταν με ακρίβεια οι θέσεις όλων των δημοσίων κτιρίων και γενικότερα οι περιοχές όλων των λειτουργιών της Πόλης: Υπουργεία, Δικαστήρια, Στρατώνες, Αστυνομία, Ταχυδρομείο, Νομισματοκοπείο, Μητρόπολη, Ακαδημία, Βιβλιοθήκη, Χρηματιστήριο, Αγορές, Πάρκα, κλπ.
Το σύνολο ήταν προγραμματισμένο να φιλοξενήσει όλες τις λειτουργίες μιας πρωτεύουσας και έναν πληθυσμό που προβλεπόταν να φθάσει το όριο των 40.000 κατοίκων.
Οι διαμαρτυρίες των οικοπεδούχων
Το σχέδιο εγκρίθηκε τον Ιούλιο το 1833. Εως το τέλος του χρόνου είχε αρχίσει η εφαρμογή του. Μόλις όμως χαράχθηκαν οι γραμμές του επί του εδάφους, και έγιναν με υλικό τρόπο αντιληπτές οι εκτάσεις που θα απαλλοτριώνονταν για την ανέγερση των δημοσίων κτιρίων, τη διαμόρφωση των πάρκων και του οδικού δικτύου, καθώς και για τις αρχαιολογικές ανασκαφές, ξέσπασε κύμα διαμαρτυριών από μέρους των ιδιοκτητών, ενώ εκτοξεύθηκαν και κατηγορίες για κερδοσκοπία.
Τον Μάιο του 1834 ο εκ των Αντιβασιλέων Maurer επισκέφθηκε την πόλη για να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση. Η κατακραυγή της οποίας έγινε μάρτυρας, οδήγησε την Αντιβασιλεία να διατάξει την αναστολή της εφαρμογής του σχεδίου στις 11 Ιουνίου 1834.
Στη συνέχεια μετακλήθηκε ο διάσημος τότε Βαυαρός αρχιτέκτονας Leo von Klenze για να εξετάσει το όλο ζήτημα.
Η επίσκεψη του Klenze βάστηξε από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 1834 και κατέληξε στην εκπόνηση ενός Νέου Σχεδίου, ή μάλλον μιας αναθεώρησης του αρχικού.
Κύρια χαρακτηριστικά του ήσαν η μείωση της συνολικής έκτασης της πόλης, η μερική μείωση της έκτασης του χώρου των ανασκαφών με όριο την οδό Αδριανού, ο περιορισμός του πλάτους των δρόμων και της επιφάνειας των πλατειών, καθώς και η κατάργηση των εντός της πόλης λεωφόρων, η περιστολή του φαινομένου της κατάτμησης της Παλαιάς Πόλης: αντί της χάραξης πλήθους νέων δρόμων, προτάθηκε η διευθέτηση των παλαιών δρομίσκων, με ελαφρές διαπλατύνσεις και ευθυγραμμίσεις εδώ και εκεί. Τέλος, η μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από την πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμεικού.
Οι αλλαγές
Το Σχέδιο Klenze εγκρίθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1834, ενώ ταυτόχρονα οριζόταν ότι την 1η Δεκεμβρίου, δηλαδή σε λιγότερο από δυόμισι μήνες, θα μεταφερόταν στην Αθήνα από το Ναύπλιο η έδρα του Κράτους. Το σχέδιο τέθηκε ευθύς αμέσως σε εφαρμογή. Οι τροποποιήσεις του Klenze περιόρισαν τις δυσχέρειες, χωρίς όμως και να τις εξαλείψουν.
Η έναρξη των κατεδαφίσεων για τη διάνοιξη, καταρχήν, των νέων οδών Αιόλου, Ερμού και Αθηνάς, προσέκρουσε στις αντιδράσεις των κατοίκων, προς τους οποίους η Κυβέρνηση δεν είχε παραχωρήσει νέα οικόπεδα σε άλλη θέση, κατά τα συμφωνημένα. Οι εργασίες διακόπηκαν πολλές φορές, για να συνεχιστούν με αστυνομική συνδρομή, και υπό τις διαμαρτυρίες της ίδιας της Δημοτικής Αρχής.
Προ της αδυναμίας της Κυβέρνησης να στηρίξει οικονομικά τις προβλεπόμενες απαλλοτριώσεις αποφασίστηκε, στις 11 Νοεμβρίου 1836, νέα μείωση του αρχαιολογικού χώρου, γνωστή ως τροποποίηση Hansen-Schaubert. Άλλες τροποποιήσεις μικρότερης κλίμακας ακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Η έρημη Ομόνοια
Η Αθήνα άργησε να επεκταθεί στο σύνολο της προβλεπόμενης από τα σχέδια έκτασης. Πράγματι, επί δεκαετίες τα όρια της παρέμεναν ουσιαστικά εκείνα της παλιάς πόλης. Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε ότι περιοχές που είναι σήμερα το κέντρο της πόλης, όπως η ίδια η Ομόνοια και όλη η βόρεια πλευρά της Πειραιώς, παρέμειναν σχεδόν έρημες ως τα 1870-1880.
Το 1855, λόγου χάριν, όχι μόνον η Ομόνοια ήταν ακόμη τελείως άκτιστη, αλλά και γενικότερα όλη η περιοχή βορείως της Σοφοκλέους.
Το 1840, όταν άρχισε να λειτουργεί το πρώτο Αθηναϊκό θέατρο, βρισκόταν, όπως παρατηρούν οι αυτόπτες, «έξω από την Πόλη […] στη γυμνή, περιτριγυρισμένη από τα βουνά πεδιάδα».
Αυτό το «έξω από την Πόλη» αντιστοιχεί σήμερα στη μικρή πλατεία μεταξύ των οδών Μενάνδρου και Σωκράτους, πίσω από τη Λαχαναγορά, στο πολύβουο κέντρο της πόλης, όπου επιβιώνει ως ανάμνηση η οδός Θεάτρου. Το θέατρο παρέμενε στο άκρο της πόλης ακόμη το 1855. Το ίδιο ισχύει και για τους πρόποδες του Λυκαβηττού, καθώς και για μεγάλο μέρος της Νεάπολης.
Το 1841 ο Hans Christian Andersen εντυπωσιάστηκε από το σπίτι του Αυστριακού Πρέσβη απομονωμένο στην «άκρη της πόλης», με θέα στην «πλατιά ερημιά και τα ψηλά βουνά». Το σπίτι αυτό βρίσκεται στην οδό Φειδίου, μεταξύ Πανεπιστημίου και Ακαδημίας, πίσω από το κινηματοθέατρο Rex.
Αργότερα, όπως φαίνεται στον χάρτη του 1855, η οικοδόμηση επεκτάθηκε και πέραν της οδού Ακαδημίας.
Στον χάρτη του 1881 έχουμε κάποια σπίτια επί των οδών Σόλωνος και Σκουφά. Εντούτοις, η περιοχή του Στρέφη αποτελούσε ως τις αρχές σχεδόν του 20ού αιώνα το όριο της πόλης. Η Μονή Πετράκη, που βρίσκεται σήμερα στο τέρμα της οδού Αλωπεκής, στο Κολωνάκι, ήταν ακόμα στα 1880 ένα εξοχικό Μοναστήρι.
Την ίδια εποχή η λεωφόρος Αλεξάνδρας ήταν μια ακατοίκητη ρεματιά μεταξύ των Τουρκοβουνίων και του Λυκαβηττού, και η Κυψέλη είχε κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα μακρινές αγροικίες, και μερικές εξοχικές βίλες, όπου οι Αθηναίοι πήγαιναν εκδρομή.
Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται με το ζήτημα του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας. Είναι αυτονόητο ότι η εγκαθίδρυση της πρωτεύουσας προκάλεσε μεγάλη συρροή νέων κατοίκων.
Από 12.000 περίπου στα 1834, ο αριθμός τους διπλασιάστηκε μέσα στην επόμενη δεκαετία. Εντούτοις, η πρόβλεψη των Κλεάνθη-Schaubert για 40.000 κατοίκους δεν πραγματοποιήθηκε πριν από τη δεκαετία του 1860, και το ορόσημο των 100.000 δεν ξεπεράστηκε πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1880.
Πηγή κειμένου: Η Αθήνα τον 19ο αιώνα. Η αρχαιολογία της Πόλεως των Αθηνών (Εθνικό Κέντρο Ερευνών)