Κατά την προσευχή, πρέπει:

Κατά την προσευχή, πρέπει:

α) το θέμα της να εκφρασθή με διαύγεια και με πηγή την καρδιά, β) να γίνη το αίτημα μας με εμπιστοσύνη στο έλεος του Κυρίου ή το έλεος της Θεοτόκου και γ) να υπάρχη μέσα μας η απόφασις να μην ξαναμαρτήσουμε στο μέλλον, αλλά να πραγματοποιούμε πάντοτε το θέλημα του Κυρίου. «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας• μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ιω. ε’ 14).
Η πνευματική υπερηφάνεια φανερώνεται με το να είναι κανείς αναίσθητος για τα αμαρτήματά του. Με το να δικαιολογή τον εαυτό του και να τον επαινή φαρισαϊκά. Με το να μην αισθάνεται την ανάγκη να δοξάση τον Θεό, να υμνήση τη θεία μεγαλωσύνη. Όλοι όσοι δεν προσεύχονται στον Θεό, «τον Θεόν τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός», στη Ζωή τους, δεν προσεύχονται γιατί έχουν μέσα τους κρυφή υπερηφάνεια.
Η καρδιά που δεν πιστεύει, είναι ανήσυχος, αγχώδης, αδημονούσα. Η καρδιά που πιστεύει, είναι το αντίθετο: ειρηνική, χαρωπή, στερεά σαν το διαμάντι.
Όταν προσεύχεσαι στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα –τον εν Τριάδι ένα Θεό – μην έχεις την εντύπωσι ότι βρίσκεται έξω σου. Να του μιλάς μέσα σου, σαν σε ένοικο της καρδιάς σου. Εκεί βρίσκεται ο Θεός για τους αληθινά πιστούς. «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; » (Α’ Κορ. γ’ 16). «Κὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός» (Λεϋιτ. κστ’ 12). «Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός … καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα» (Β’ Κορ. στ’ 16, 18).

Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης