Κινέζοι αρχαιολόγοι: «Οι Έλληνες και επί Μεγάλου Αλεξάνδρου ήρθαν στην Κίνα»

Ότι οι επίγονοι του Μ.Αλεξάνδρου έφτασαν (και αυτοί) στην Κίνα και εξάπλωσαν την Ελληνική επιρροή στην αχανή χώρα αναφέρει η Λι Σιουζέν (Li Xiuzhen), αρχαιολόγος στο Μουσείο του Μαυσωλείου του Αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ, με μεγάλη εμπειρία στις ανασκαφές πεδίου, όπως η έρευνα στη θέση όπου βρέθηκαν οι πήλινοι στρατιώτες του 221 π. Χ.

«Πριν από δέκα χρόνια δεν πίστευα στην εκδοχή της δυτικής επιρροής. Τα τελευταία χρόνια, όμως, γίνονται έντονες συζητήσεις σχετικά με τις επαφές Δύσης και Ανατολής όσον αφορά στις πήλινες μορφές του Τσιν και η δική μου μελέτη έχει αρχίσει να επικεντρώνεται στο θέμα αυτό.

Χρειάζεται περισσότερη έρευνα ως προς την αναζήτηση αδιάσειστων στοιχείων για την τεκμηρίωση μιας τέτοιας επαφής, όπως η εύρεση ελληνικών ονομάτων ή ανθρώπινων σκελετών», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πρόκειται για την εποχή της ακμής των Ελληνιστικών Βασιλείων της Ανατολής. Να υπενθυνίσουμε ότι, όταν διαλύθηκε η αχανής αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, αν και στην Ιστορία διδασκόμαστε κατά κύριο λόγω την διάσπαση στα βασίλεια της Μακεδόνίας, των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο και των Σελευκιδών στην Μέση Ανατολή υπήρχαν και άλλα πανίσχυρα ελληνιστικά βασίλεια στην Ανατολή όπως το Ελληνοβακτριανό βασίλειο και το Ελληνοινδικό βασίλειο που αποτελούσε συνέχεια του πρώτου με πρωτεύουσα την Γανδάρα. Κράτησε, δε, από τον 2ο ως το 1ο αιώνα π.Χ. και ήταν το κέντρο του Ελληοβουδισμού.


Όπως φαίνεται σαφέστατα από τον χάρτη έφτανε μέχρι την Κίνα και είναι σίγουρο ότι είχε επαφές με τους σινικούς πληθυσμούς.

«Η πιθανότητα μιας τέτοιας επαφής με απασχόλησε σε πρόσφατη ομιλία μου, όπου εστίασα κυρίως στον παραδοσιακό πολιτισμό και στην κινέζικη τέχνη.

Στην κινέζικη παράδοση, οι άνθρωποι παρήγαγαν μικρά πήλινα αγαλματίδια ως υποκατάστατα της ανθρώπινης θυσίας, ωστόσο οι πήλινοι στρατιώτες, οι ακροβάτες και τα χάλκινα αγάλματα της περιόδου Τσιν (221-206 π. Χ.) είναι μοναδικά, συγκρινόμενα τόσο με τις προηγούμενες όσο και με τις μεταγενέστερες πήλινες μινιατούρες που χαρακτηρίζουν την κινεζική τέχνη» συμπληρώνει.

Η ίδια, σε πρόσφατη δημοσίευσή της στο περιοδικό «Journal of Anthropological Archaeology», υποστήριξε ότι οι ντόπιοι αγγειοπλάστες που έφτιαξαν τις πήλινες μορφές είχαν τη τάση να χαράζουν σε αυτά τα ονόματά τους.

Διαβάστε επίσης:  Το χαμένο σμήνος: Το μυστήριο της εξαφάνισης 5 αμερικανικών αεροσκαφών, στις Βερμούδες

Ως σήμερα, όμως, δεν έχουν βρεθεί χαραγμένα ονόματα Ελλήνων ή άλλων Δυτικών στους πήλινους στρατιώτες. Τι συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί από αυτή την παρατήρηση;

«Οι πήλινοι στρατιώτες του Τσιν και οι ακροβάτες (τα αγάλματα που συνόδευαν τον Πρώτο Αυτοκράτορα, Τσιν Σι Χουάνγκ, στη μετά θάνατο ζωή του) εμφανίστηκαν στην Κίνα ξαφνικά, σε ένα πλαίσιο που σχετίζεται με τη στρατιωτική κατάκτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή και την Ελληνιστική Περίοδο που ακολούθησε.

Επίσης, σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα, ο πρώτος Αυτοκράτορας του Τσιν συνάντησε τους “γίγαντες” στα δυτικά σύνορα πολύ σύντομα μετά την ενοποίηση της Κίνας. Αν και δεν έχουν βρεθεί ελληνικά ονόματα, ο ρεαλισμός και η λεπτομέρεια των μυών στους πήλινους στρατιώτες και ακροβάτες προκαλούν υπόνοιες επαφής» σημειώνει η Li Xiuzhen.

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π. Χ., κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, μέρος της Ασίας διατήρησε επαφή και εμπορικές σχέσεις με τη Δύση.

Το βασίλειο του Τσιν στα δυτικά ήταν το μεγαλύτερο από τα επτά βασίλεια της σημερινής Κεντρικής και Ανατολικής Κίνας κι αυτό που κατέκτησε και ενοποίησε τα υπόλοιπα βασίλεια, οδηγώντας στην ενοποίηση της Κίνας το 221 π. Χ. Την ίδια χρονολογία ο Τσιν Σι Χουάνγκ, αφού ενοποίησε τη χώρα, αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας, ο Πρώτος Αυτοκράτορας της Κίνας.

Ο Πήλινος Στρατός βρίσκεται στο μαυσωλείο του, στα ανατολικά της πόλης Χσιάν. Το συγκρότημα του τύμβου του Τσιν Σι Χουάνγκ έχει έκταση περίπου 56 τ. χ., από τα οποία έχει ανασκαφτεί μόνο ένα μικρό τμήμα.

Ο λάκκος με τα χιλιάδες πήλινα αγάλματα, σε ανθρώπινο μέγεθος, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1974 όταν Κινέζοι αγρότες προσπάθησαν να ανοίξουν πηγάδι στην περιοχή τους, ο δε λάκκος με τους ακροβάτες το 1999. Οι έρευνες συνεχίζονται.
πηγή