Του Δημητρίου Π. Λυκούδη

Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού

            Κάποτε, το έγραψα και στο παρελθόν, ο Διογένης ο Κυνικός (412-323 π.Χ.) επέστρεφε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τον συνάντησε μια παρέα νέων και τον εσταμάτησαν για να τον λοιδορήσουν. Προς στιγμήν, ο αρχαίος φιλόσοφος μπερδεύτηκε, “έχασε τον δρόμο του”. Λίγο αργότερα, πήρε και συνήλθε, έλαβε θάρρος και στην ερώτηση των νέων αν είχε πολύ κόσμο στους Αγώνες, αποκρίθηκε: «Κόσμο είχε, ανθρώπους, όμως, όχι!».

Απαιτείται κόπος, μόχθος ακατάπαυστος, έμπονος αγώνας να μη λησμονήσουμε τον προορισμό μας, να μην απολέσουμε την ανθρωπιά και πνευματικότητά μας, να μη χάσουμε την ελπίδα και το κουράγιο μας «Ο σιωπηλός και φιλέρημος μνησθήναι ου δύναται ό,τι έχει τις κατ᾿αυτού», διδάσκει ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος (613-700). Και συνεχίζει: «Ήμαρτες; ησύχασον, τουτέστι μη αναιδεύου έτι, μη προστίθει τοις μώλωψι τραύματα. Ησύχασον, και επίγνωθικαθ᾿ εαυτόν τι πέπραχας. Και μετά την επίγνωσιν, μετανόειεφ᾿ οιςήμαρτες».

Ἐνας φιλόσοφος, που η Ιστορία πολλές τιμητικές αράδες τού αφιέρωσε, σημειώνει: «Ένα ποτάμι βρώμικο είναι ο άνθρωπος. Μα πρέπει να γίνει θάλασσα, για να μπορεί να δέχεται ένα βρώμικο ποτάμι χωρίς να βρωμίζεται». Και να, να! Προβάλλει ο ξακουστός Ζαν Μπατίστ Πουλέν (JeanBaptistePoquelin) γνωστός ως Μολιέρος (1622-1673). Ανήκε στο κίνημα του κλασικισμού και υπήρξε ο σημαντικότερος δάσκαλος της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία. Ιδού, λοιπόν, διάβασε μεγάλες αλήθειες, αγαπητέ αναγνώστη, από έναν θιασώτη της κωμωδίας, του οποίου ο θίασος έφθασε τιμητικά να ονομαστεί “βασιλικός θεατρικός θίασος”: «Εμπρός, χτυπάτε, φίλοι μου, αυλικοί μου, όλους αράδα να τους γλωσσοφάτε. Αλλά μόλις φανεί απ᾿ αυτούς κανένας, τρέχετε όλοι να τον καλοδεχθείτε, τού σφίγγετε το χέρι, τον φιλάτε και αιώνια τού ορκιζόσαστε φιλία!». Αλήθεια, μόνο η προσωπική μου ουθένεια έχει την αίσθηση ότι τα ως άνω λόγια θυμίζουν γεροντικό των Πατέρων και ρήσεις των Οσίων της Ερήμου;

Η Ιστορία! Αλήθεια, πόσα πρόσωπα συγκράτησε στη μνήμη της και άλλα τα εδόξασε, άλλα τα ετραγούδησε, τα ετίμησε και τα εναπέθεσε στη φαρέτρα των ηρώων και ενδόξων επί της γης. Να! Ωσάν και αυτό του Ισαάκ Νεύτωνα (1642-1727). Έκαμνε κατάκτηση ανακαλύψεων και δεν τις εδημοσίευσε! Χλευάστηκε, παραγκωνίσθηκε για την πίστη του στο Θεό και για την αηδία που εξέφραζε για κάθε ποταπή υστεροφημία επί της γης. Στα 1693 η ευαίσθητη και καταπονουμένη φύση του έπαθε νευρικό κλονισμό. Πέθανε ως διευθυντής στο Νομισματοκοπείο του Λονδίνου, στα 1727. Και σήμερα, να, αυτά θα διαβάσεις επί του τάφου του, σαν κινήσεις και ταξιδέψεις έως τον τόπο της θανής του: «Η φύση και οι νόμοι της φύσης κρύφτηκαν στο σκοτάδι. Είπε ο Θεός: “Γεννηθήτω ο Νεύτων και όλα έγιναν φως”».

Ο ασκητικότατος άγιος Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959, αγιοκατάταξη 2008) ελειτουργούσε καθημερινά για τριάντα ολόκληρα χρόνια (στον ιερό ναό της Αναλήψεως, στη Δράμα). Αυτός που ένεκα των πολλών και σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, είναι αλήθεια, εστεκόταν όρθιος σχεδόν μόνο όταν λειτουργούσε! Και ετόνιζε ακατάπαυστα την ανάγκη να θερμάνουμε την πίστη μας, να αφεθούμε ολοκληρωτικά στη Θεία Πρόνοια και στο θέλημα του Παναγίου Θεού.

Ένας Γέροντας, διαβάζω στο Γεροντικό, πηγαίνοντας στις όχθες του ποταμού, βρήκε ένα περιφραγμένο τόπο με καλαμιές, ερημικό, και έμεινε εκεί. Έκοβε, λοιπόν, τρυφερούς βλαστούς από τις καλαμιές του ποταμού, έπλεκε πλεξούδα και την έριχνε στο ποτάμι. Αυτό έκανε έως ότου ήρθαν οι νοικοκυραίοι του κτήματος και τον είδαν. Τότε, σηκώθηκε και έφυγε. Δεν δούλευε γιατί είχε να καλύψει τις ανάγκες του, αλλά για να καταβάλλει κόπο και να εκμεταλλεύεται την ησυχία! (Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Γ’, Ησυχ. Το Γενέσιον της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 206).

«Θεέ μου, Θεέ μου» εφώναζε δυνατά από το κελλί  του ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-10/11/1924) και οι Φαρασιώτες που εγνώριζαν τον κρύφιο πνευματικό του αγώνα, έλεγαν: «Προσεύχεται με λυγμούς πάλι ο Γέροντας!». Και όταν οι ίδιοι αρρώσταιναν, στον άγιο κατέφευγαν, στον ταπεινό και ανεξίκακο παππούλη: «Εμείς, στα Φάρασα της Καππαδοκίας, δεν ξέραμε τι θα πει γιατρός! Ό,τι θέλαμε, ασθένειες, βασκανίες, πυρετούς, έχθρες, τσακωμούς, θανατικά, για όλα στον Χατζηαφέντη (ο άγιος Αρσένιος) πηγαίναμε και μας τακτοποιούσε».

Έχω γράψει και άλλες φορές για την αγιαστική μορφή του Οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου (1906-1991, αγιοκατάταξη 27/11/2013, εορτή 02/12). Περίπου επτά μήνες πριν κοιμηθεί, ο Γέροντας εγνώριζε την ακριβή ημέρα της εκδημίας του, εκάθησε και συνέταξε την πνευματική του διαθήκη. Μα τι κείμενο είναι αυτό, σκέπτομαι! Ιδού, λοιπόν, φιλάγιοι και φιλοαγιορείται συνοδοιπόροι μου, ιδού η πνευματική διαθήκη ενός σύγχρονου αγίου: «Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά, Τώρα που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας, θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν φτωχοί, είχε πάει στην Αμερική για να εργαστεί στην διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί, που έβοσκα τα ζώα, συλλαβιστά διάβαζα τον βίο του αγίου Ιωάννου του Καλλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρονών, δεν θυμάμαι ακριβώς […] αλλ᾿ όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό, έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πει: ¨τι θέλεις εσύ εδώ;” Εγώ ένα έχω να του πω. Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ, αλλ᾿ ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει. Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό…Εγώ προσπάθησα με τη χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ό,τι σας στεναχώρησα».

πηγή