Κουρμούληδες: Η μεγάλη οικογένεια των Κρητών Κρυπτοχριστιανών που αφάνιζε τους Τούρκους

Επιμέλεια κειμένου Ρίκη Ματαλλιωτάκη

Στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς οι ραγιάδες έμειναν ανυπεράσπιστοι στα κτυπήματα των γενιτσάρων, δηλ. των εξισλαμισμένων κρητικών, και ο κάθε αρνησίθρησκος εξισλαμισμένος ψευτοπαλληκαράς μπορούσε να κτυπά τον χριστιανό «ώσπου ν’ αναπνέει» η να του αρπάζει τη γυναίκα του, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Σπουδαίο ρόλο αυτή τη δύσκολη περίοδο διαδραμάτιζαν οι οι κρυπτοχριστιανοί, πού προστάτευαν όπως μπορούσαν τους ραγιάδες, και τέτοιοι κρυπτοχριστιανοί , φημισμένοι για τον ηρωισμό και την προστασία τους στο ανίσχυρο πλήθος, ήταν οι Κουρμούληδες.

Άλλη παράδοση φέρει τους Κουρμούληδες να κατάγονται από τον Απόστολο Τίτο, τον πρώτο Επίσκοπο Κρήτης, μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, και η καταγωγή αυτή δικαιολογεί την αυστηρότατη εμμονή όλων των Κουρμούληδων στη χριστιανική πίστη και το θρησκευτικό φανατισμό τους, πού συνετέλεσε στο να αναγνωριστούν από την Εκκλησία μας ως νεομάρτυρες τέσσερις από την ηρωϊκή αυτή οικογένεια.

Οι Κουρμούληδες είχαν συγγένεια και με τους Βλαστούς, των οποίων η οικογένεια προερχόταν από το ένα εκ των δώδεκα αρχοντόπουλων του Βυζαντίου, αλλά και προς τους περίφημους Ψαρομηλίγγους. Κρατούσαν όλη την πλούσια Μεσαρά κι είχαν έδρα τους τον Κουσέ-Καινουργίου. Εκεί ήταν και οι δύο πύργοι τους. Διασώθηκε ο ένας πού βρισκόταν μέσα στο χωριό. Τον άλλο τον χάλασαν οι Τούρκοι μετά το ξεφανέρωμα των Κουρμούληδων σε χριστιανούς και την εποχή πού εσημειώθηκε η πρώτη διακοπή του κρητικού αγώνα (1824-1825 μ.Χ.).

Απ’ την οικογένεια των Κουρμούληδων πολλοί κατόρθωσαν να πάρουν και μεγάλα αξιώματα ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της ευγενικής τους καταγωγής και του πλούτου τους. Οι γενιτσαραγάδες Κουρμούληδες ήταν πανίσχυροι κι η δύναμη τους μεγάλωνε με το κύρος πού τους έδιναν οι Σερασκέρηδες πού έρχονταν στη Κρήτη.

Η εξαιρετική αυτή φυλή -πού δικαίως ονομάζεται φυλή αφού είχε πάνω από εκατό οικογένειες απ’ την ίδια ρίζα- σ’ όλες τις διακλαδώσεις της από τους πιο τρανούς ως τους πιο μικρούς και άσημους χρησίμευαν τα εκατόν πενήντα πρώτα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς οι δυνατοί κι οι ασφαλείς προστάτες των χριστιανών.

Τιμωρούσαν σκληρά κάθε γενίτσαρο πού θα μάθαιναν πώς κακούργησε εναντίον χριστιανού, βρίσκοντας αιτία από διάφορες άλλες πράξεις των γενιτσάρων, ώστε να μη φαίνεται ποτέ η μυστική τους θρησκεία, πού τη γνώριζαν πολλοί λίγοι μόνο χριστιανοί και κληρικοί, εκτός απ’ τους κρυπτοχριστιανούς πού όλοι ήταν μεταξύ τους γνωστοί, γιατί αναγνωρίζονταν με τα κρυφά σημεία πού έκαναν πάντα όμοια άμα συναντούσαν οποιοδήποτε αγά ή μπέη γενίτσαρο.

Τους γάμους τους έκαναν οι Κουρμούληδες μεταξύ των μεμακρυσμένων συγγενικών οικογενειών τους και τις θρησκευτικές τελετουργίες με ειδικό έμπιστο ιερέα, πού μετακαλούσαν από το Μεραμπέλλο.

Δίπλα στον πύργο τους ήταν κάποιος μικρός ναός της Αγίας Πελαγίας κι αυτόν -όπως λέγεται- χρησιμοποιούσαν στις τελετές τους. Όμως το πιθανότερο είναι πώς κάτω από τους πύργους τους είχαν κατακόμβες ή υπόγειους Ναούς, γιατί το εξωτερικό εκκλησίασμα θα ήταν σοβαρός κίνδυνος να τους αποκαλύψει.

Η σκληρή κρητική μοίρα είχε λυγίσει από τον πόνο των χριστιανών και τους έδωσε την προστασία των εξαιρετικών αυτών κρυφών αδελφών, οι οποίοι αναγνωρισμένοι σιωπηρά ως αρχηγοί κι όλων των άλλων «λινομπάμπακων» (Κρυπτοχριστιανών) της Κρήτης επόπτευαν πάνω στους ραγιάδες.

Αναρίθμητα είναι τα ανέκδοτα πού αναφέρονται στην προστασία των Κουρμούληδων. Όταν μάθαιναν μία σκληρή καταπίεση, έτρεχαν όχι να υπερασπισθούν φανερά τον καταπιεσμένο χριστιανό -αυτό θα εξέθετε κι αυτούς και το χριστιανό πού θα ‘θελαν να βοηθήσουν-, αλλά για να βρουν μία άλλη πρόφαση να ξεκάμουν το σκληρό καταπιεστή. Όμως, αφού η πρόφαση δε βρισκόταν εύκολα, δεν δειλιοΰσαν και φανερά να χτυπήσουν ένα γενίτσαρο για να υπερασπιστούν ένα χριστιανό με τη δικαιολογία ότι ο «πολυχρονεμένος ο Πατισάχ» για όλο το λαό του είχε την ίδια προστασία. Έτσι, μια μέρα πού ένας παπάς πήγε να ζητήσει την προστασία του, επειδή κάποιος γενίτσαρος του πήρε τη γυναίκα του, ο Κουρμούλης δεν δείλιασε αλλά έτρεξε να προφτάσει την ατιμία του, τον φώναξε έξω και μόλις τον πλησίασε, τον σκότωσε και πήγε την τρομαγμένη γυναίκα πίσω στο σπίτι της. Όμως τέτοιες φανερές πράξεις πολλές φορές τους εξέθεταν σε σοβαρούς κινδύνους, όπως μια φορά επί Σερίφ Πασά πού κατήγγειλαν τον Μιχαήλ Κουρμούλη οι γενίτσαροι της Αληθινής, του Αμπελούζου και του Πετροκεφαλίου, ότι ήταν αίτιος η κρυφός φονιάς αρκετών πρωτογενιτσάρων της περιφέρειας, οι οποίοι κάθε τόσο βρίσκονταν σκοτωμένοι σε μπροσκάδες (ενέδρες).

Επιφανέστεροι καπεταναίοι Κουρμούληδες είναι οι παρακάτω:

ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ(1765-1824)

Κορυφαίος οπλαρχηγός της Κρήτης. Γεννήθηκε το 1765 στον Κουσέ της Μεσαράς και ήταν κρυφοχριστιανός. Δηλαδή ενώ οι Τούρκοι τον νόμιζαν για μουσουλμάνο, αυτός ήταν χριστιανός. Έτσι και μαζί με το χριστιανικό του όνομα, έφερε και το κρυφοχριστιανικό όνομα Χουσεϊν.

Ήταν από τους πλουσιότερους κατοίκους της Κρήτης, με φημισμένα ιπποτροφία και μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία, που απλωνόταν σε ολόκληρη τη Μεσσαρά.

Προστάτευε και βοηθούσε συχνά τους ραγιάδες της περιοχής και οι συχνοί φόνοι γενιτσάρων της Μεσσαράς τον έκαναν στόχο συκοφαντικών επιθέσεων και καταγγελιών στις Τουρκικές αρχές, αφού θεωρείτο ο μόνος ικανός να τις εκτελέσει. Πάντα όμως κατάφερνε να ξεγλιστρά.

Έγινε φιλικός από τον εθνομάρτυρα Γεράσιμο Παρδάλη στα 1818.

Πρωτοστάτησε μαζί με τους Σφακιανούς καπεταναίους στον ξεσηκωμό του 1821, ενώ μάζεψε γύρω του, όλους τους νέους τότε της Μεσαράς και μετέπειτα καπεταναίους Μαλικούτη, Κόρακα, Ρωμάνο, Ξωπατέρα, Σκουντή, Τσακίρη κ.α., στους οποίους έδωσε οπλισμό και ίδρυσε το πρώτο ιππικό σώμα των Κρητικών.

Ηγήθηκε των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Κρήτη και ήταν ο βασικότερος συντελεστής της εδραίωσης της επανάστασης στην παραπάνω περιοχή, στην οποία έδωσε αρκετές μάχες.

Τον Απρίλιο του 1824, φεύγει με την οικογένειά του για την Ύδρα, μαζί με τον Τομπάζη, κυνηγημένος και τραυματίας, ενώ οι Τούρκοι έκαψαν, κατέστρεψαν και δέσμευσαν ότι δικό του. Εκεί έζησε για λίγο καιρό ακόμη και πέθανε την 1η Ιουνίου 1824, φτωχός, καταρρακωμένος και βαθιά λυπημένος που δεν κατάφερε να δει την Κρήτη λεύτερη.

Όλη του η περιουσία, κινητή και ακίνητη διατέθηκε στον αγώνα. Μάλιστα η χήρα του καπετάν Μιχάλη, προκειμένου να ζήσει εκλιπαρούσε το Ελληνικό κράτος, για να της χορηγήσει μια σύνταξη, για να ζήσει. Αλλά και ο μονάκριβος γιος του Δημήτρης σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου λίγα χρόνια αργότερα (1828).

Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του έφυγαν από τον Κουσέ και κατοίκησαν στο κεντρικό Ρέθυμνο, ιδρύοντας τα Αγκουσελιαννά, ενώ άλλοι πήγαν στην επαρχία Πεδιάδας, αλλά και στην Αθήνα.

Πριν μερικά χρόνια οι απόγονοι του (από τα παιδιά του αδερφού του Γιώργη), που έχουν ιδρύσει και σχετικό Σύλλογο, έστησαν ανδριάντα στο χωριό του τον Κουσέ, τιμώντας τη μνήμη του.

ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ  ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Γεννήθηκε στον Κουσέ και ήταν ο μονάκριβος γιος του καπετάν Μιχάλη Κουρμούλη.

Μετά το θάνατο του πατέρα του στα 1824, ανέλαβε να συνεχίσει τον αγώνα του στην Κρήτη. Κυνηγημένος από τους Τούρκους πέρασε στην Κάσο, μαζί με τον ξάδερφο του Μανόλη Κουρμούλη. Και εκεί τους κυνήγησαν και πάλι και τελικά κατάφεραν να σωθούν περνώντας στην Κάρπαθο και στην Αστυπάλαια και μετά στην Πελοπόνησο.

Πολέμησε υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη και επέστρεψε στην Κρήτη το 1825 καταλαμβάνοντας το φρούριο του Κισσάμου.Η μάχη του Φαλήρου, ήταν και η τελευταία του μάχη, όπου και σκοτώθηκε μαζί με δεκάδες άλλους Κρητικούς.

ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Γεννήθηκε στον Κουσέ και υπήρξε ο νεότερος αδελφός του καπετάν Μιχάλη Κουρμούλη.

Υπήρξε κρυπτοχριστιανός και ακόλουθος του αδερφού του. Συμμετέχει στις παραμονές της επανάστασης του 1821 στην συνέλευση των Σφακίων

Φέρεται να παίρνει μέρος στη νικηφόρα μάχη των επαναστατών του Άι Γιάννη του Καημένου κι από τότε κι έπειτα χάνεται από το πολεμικό προσκήνιο της επαναστατημένης Κρήτης. Φαίνεται πως πέθανε αμέσως μετά.

Άφησε μεγάλη οικογένεια (8παιδιά) και από τους απογόνους του είναι όλοι οι σημερινοί Κουρμούληδες.

ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ

Γιος του Γεωργίου Κουρμούλη. Διακρινόταν για το ήθος και την αποφασιστικότητα του. Πολέμησε στο πλευρό του θείου του Μιχάλη και του ξαδέρφου του Δημήτρη στη Μάχη του Φαλήρου, όπου και του απονεμήθηκε ο βαθμός του πεντακοσίαρχου.

Με υπόδειξη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατέβηκε και πάλι στην Κρήτη, ως αρχηγός τριών επαρχιών της Μεσσαράς, με σώμα 400 ανδρών, αποβιβάστηκε στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου, για να αναθερμάνουν  τον αγώνα των κρητικών.

Σκοτώθηκε στη μάχη του Μοχού (9-12-1827), πολεμώντας μαζί με τους Π. Ζερβουδάκη, Ν. Μαλικούτη και Μ. Μαγουλάκη

 πηγή