Λέγανε οι Παλαιοί Πατέρες ότι, όταν θα γυρίζουν οι άνθρωποι γυμνοί στους δρόμους, θα έλθει το τέλος του κόσμου…

simeiakairwn.wordpress.com

ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ († 1911-2005)

 

-Πῶς εἶναι ἔξω ὁ κόσμος παπᾶ Νικόλα;

-Τί νᾶ σᾶς πῶ, βρέ Πατέρες μου, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια καί γύμνια στό κατακόρυφο. Γι᾿ αὐτό λέγανε οἱ Παλιοί ὅτι, ὅταν θά γυρίζουν οἱ ἄνθρωποι γυμνοί στούς δρόμους, θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου.   Τό πιό εὔκολο πρᾶγμα στό κόσμο σήμερα εἶναι νά ἁμαρτήση κανείς. Ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχουν καί καλοί Χριστιανοί. Ὑπάρχουν, ὑπάρχουν καί καλές οἰκογένειες καί καλά ἀγόρια καί κορίτσια, ἀλλά ὑπάρχουν καί …διαβόλοι οὐκ ὀλίγοι. Πάντως, Πατέρες μου, σήμερα οἱ εὐσεβεῖς γίνονται εὐσεβέστεροι καί οἱ ἀσεβεῖς ἀσεβέστεροι. Ὁ κόσμος ἔξω μᾶς θέλει νά εἴμαστε προσεκτικοί. Ὄχι στά σπίτια γιά κεράσματα καί γνωριμίες, διότι δέν ξέρουμε τί μπορεῖ νά μᾶς συμβῆ.[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]

Κάποια ἡμέρα μπῆκα στό λεωφορεῖο. Μέ εἶδε μία νεαρή κοπέλλα μέ μίνι φούστα καί αἰσθάνθηκε ντροπή. Ἄρχισε νά τραβάη τήν φοῦστα της. Τῆς εἶπα. «Πήγαινε στήν μοδίστρα νά σοῦ τήν μακρύνη. Μή τήν τραβᾶς γιατί θά τήν ξηλώσης καί θἆναι χειρότερα. Ἐκείνη ντροπιάστηκε καί δέν μοῦ μίλησε…

*****

Μιά ἄλλη φορά ταξίδευα ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Θεσσαλονίκη μέ τό τραῖνο. Δίπλα μου συνταξίδευαν καί 2-3 φοιτήτριες. Μέ ἐρώτησαν νά τούς ἐξηγήσω τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Πῶς δηλαδή ἡ Παναγία μας γέννησε παιδί καί ταυτόχρονα εἶναι Παρθένος.

-Ἀκοῦστε, βρέ παιδιά μου, τούς εἶπα. Βλέπετε τώρα πού ταξιδεύουμε ὁ ἥλιος ρίχνει τίς ἀκτῖνες του στήν γῆ. Μία δεσμίδα ἀπ᾿ αὐτές μπαίνουν μέσα στό βαγόνι μας ἀπό τό τζάμι. Χρειάζεται νά σπάσουν τό τζάμι γιά νά μποῦν μέσα;

-Ὄχι, πάτερ, δέν σπάζουν τό τζάμι.

-Ἔε, ἔτσι ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας μας. Μπῆκε μέσα της τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἄφησε κατά τρόπο ἀνερμήνευτο ἔγκυον, χωρίς νά σπάση τά δεσμά τῆς ἀειπαρθενίας της.

Ἐξεπλάγησαν μέ τό παράδειγμα αὐτό. Δέν εἶναι δικό μου, ἀλλά ἀπό κάποιο βιβλίο τό διάβασα.

*****

Ἕνα βράδυ βρέθηκε στόν σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης τῆς Ἀθήνας. Εἶχε κατέβει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί περίμενε τήν αὐτοκινητάμαξα ὥρα 11 τήν νύκτα γιά νά συνεχίση τό ταξίδι του μέχρι τήν πατρίδα του τήν Τρίπολι. Τόν εἰδοποίησαν νά κατέβη, διότι πεθαίνει ὁ ἀδελφός του. Ντυμένος μέ τά καθαρά καί σιδερωμένα ροῦχα του, μεγαλοπρεπής καί αὐστηρός στήν ὄψι, ἔκανε βόλτες στήν εὐρύχωρο πεζοδρόμιο τοῦ σταθμοῦ. Κάποιος νυκτοδιαβάτης τόν ἀκολουθοῦσε ἀπό πίσω καί συχνά τόν ἐνωχλοῦσε ζητῶντας χρήματα ἴσως γιά τά ναρκωτικά του ἤ καί γιά τό ποτό του…Ὁ παπᾶ Νικόλαος  στάθηκε ἀγέρωχα, τοῦ ἔριξε μιά βλοσυρή ματιά καί συνέχισε τίς βόλτες του. Ἐκεῖνος ὁ παράξενος ἐπισκέπτης νά μή σταματᾶ τίς ἐνοχλήσεις του.Ὁ Παπᾶς ἔβγαλε τό κομποσχοίνι του καί φώναζε τούς Ἀρχαγγέλους του.

«Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, σῶστε με ἀπό τοῦτον τόν…τόν…ὁρατόν διάβολον».

Ἀλλά ποῦ νά ἡσυχάση ὁ νυκτερινός αὐτός…πειρασμός. Ξαφνικά ὁ παπᾶ Νικόλαος στέκεται μπροστά του. Βγάζει ἕνα τεράστιο μαυρομάνικο σουγιᾶ τῆς Κατοχῆς  ἀπό τόν κόρφο του καί τοῦ λέγει ἀπειλητικά:

«Τόν βλέπεις;  Θά σοῦ τόν μπήξω στήν ραχοκοκκαλιά σου….».

Ἐξαφανίσθηκε ὁ ὁρατός…διάβολος καί ὁ παπᾶ Νικόλαος ἔβαλε τό…σπαθί του στήν θέσι του, συνεχίζοντας τίς βόλτες του μέχρι ὅτου ἦλθε ἡ ἅμαξα, μπῆκε μέσα καί συνέχισε τό ταξίδι του.

Ὅταν γύρισε μοῦ διηγήθηκε πολύ παραστατικά τόν θρίαμβό του, λέγοντας:

«Οἱ Ἀρχάγγελοι μέ φώτισαν νά βγάλω τόν σουγιά. Τόν παίρνω μαζί μου γιά ἄμυνα καί ἀσφάλεια. Δέν τόν βγάζω πάντοτε, ἀλλά…ὅταν κινδυνεύω. Ὄχι βέβαια γιά νά σφάξω, ἀλλά γιά νά ἀμυνθῶ…»