Μπήκε ήδη πλαφόν στις ποσότητες ζάχαρης, λαδιού και αλεύρι στους επιχειρηματίες της εστίασης. Το χρονικό της κατάρρευσης της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης

Μπήκε ήδη πλαφόν στις ποσότητες ζάχαρης, λαδιού και αλεύρι στην Ελλάδα, όπως απεκάλυψαν επιχειρηματίες της εστίασης από τις περιοχές Γλυφάδας, Βούλας και Βουλιαγμένης οι οποίοι επιχείρησαν σήμερα να παραγγείλουν τις σχετικές προμήθειες.

-Δεν μπορείτε να πάρετε πάνω από 4 κιλά χάζαρη…,

Ηταν η απάντηση του προμηθευτή (γνωστής αλυσίδας τροφίμων) στους επιχειρηματίες της εστίασης στη περιοχή της Βούλας.

[sc name=”glyka-toy-koytalioy” ][/sc]

Η ίδια αντιμετώπιση και για τις περιοχές Γλυφάδας και Βουλιαγμένης.

Κι αυτό την ώρα που ο πληθωρισμός χτυπάει κόκκινο ενώ τα νέα από τα πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας ανεβάζουν σε πυρηνικά ύψη τη θερμοκρασία.

Σ΄αυτό το σημείο-και πριν προχωρήσουμε με τις άγριες διαθέσεις του πληθωρισμού στις ΗΠΑ- αξίζει να δημοσιεύσουμε το χρονικό της καταστροφής της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης όπως το περιέγραφε ένα χρόνο πριν η Αλεξάνδρα Γκίτση στο Capital.gr

Ποιος ή ποιοι ευθύνονται για την κατάρρευση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, μιας από τις ελάχιστες βιομηχανίες που συνέδεσαν τον πρωτογενή τομέα με τη μεταποίηση, παρασύροντας μαζί της σε εξαφάνιση την εγχώρια τευτλοπαραγωγή  και οδηγώντας τη χώρα στην ανάγκη εισαγωγής ζάχαρης για την κάλυψη των αναγκών της;

Γιατί η Ελλάδα δεν κατάφερε να σώσει ένα περιουσιακό στοιχείο, το οποίο πριν από κάποια χρόνια διεκδικούσαν ακόμη και μεγάλοι διεθνείς όμιλοι να αποκτήσουν και τι γίνεται, αν γίνεται, από εδώ και πέρα; Τι δεν έκανε η Ελλάδα σε αντίθεση  με τη Φινλανδία, για να σώσει τη ζαχαρουργία της και τι κρύβεται πίσω από τη μηνυτήρια αναφορά κατά των πρώην διοικήσεων της ΕΒΖ;

Απαντήσεις, για τον προδιαγεγραμμένο “θάνατο” της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, δίνει στο Capital.gr ο Νίκος Κέζος, ο οποίος ξεκίνησε να ασχολείται με την εταιρεία το 1984, αρχικά ως υπάλληλος στο Τμήμα της Αγροτικής Τράπεζας που επόπτευε τις θυγατρικές της εταιρείες και από το 1994 μέχρι το τέλος του 2010 ως Προϊστάμενος της αρμόδιας Υπηρεσίας (Τμήματος, Υποδιεύθυνσης και Διεύθυνσης).

Ακόμη όμως και μετά την αφυπηρέτησή του συνέχισε να ενδιαφέρεται για την εταιρεία (δημοσιεύοντας μάλιστα αρκετά άρθρα για την ΕΒΖ), γιατί έβλεπε, όπως λέει στο Capital.gr, “τα σύννεφα που συγκεντρώνονταν πάνω από την εταιρεία και ταυτόχρονα την αδιαφορία ή τους ορθολογικούς χειρισμούς των εκάστοτε κυβερνώντων”.

Σημαντική βιομηχανία, αλλά πολύς κρατικισμός

Η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ιδρύθηκε το 1960, δηλαδή πριν από 80 χρόνια, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Το πρώτο εργοστάσιο στη Λάρισα λειτούργησε το 1961, το δεύτερο το 1962 στο Πλατύ, το τρίτο το 1963 στις Σέρρες, το τέταρτο το 1972 στην Ξάνθη και το 1975 άνοιξε το πέμπτο στην Ορεστιάδα.

Πρόκειται δηλαδή για μια βιομηχανία η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στο εισόδημα των 20.000 αγροτών της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που ασχολούνταν με την τευτλοκαλλιέργεια (όχι βέβαια ως μονοκαλλιέργεια). Κι όμως, αυτή η βιομηχανία η οποία στήριξε και στηρίχθηκε από την εγχώρια αγορά, από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής της, είχε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα.

Ποια ήταν αυτά; Για τον κ. Νίκο Κέζο, αυτά ήταν τέσσερα:

1. Ο μικρός κλήρος, που δεν ενθάρρυνε την τευτλοκαλλιέργεια και που εμπόδιζε τη μηχανοποίηση των εργασιών, μεγάλες θερμοκρασίες το καλοκαίρι (η καλλιέργεια τεύτλων στην Ελλάδα, από άποψη κλιματολογικών συνθηκών, είναι οριακή), με αποτέλεσμα να χρειάζονται πολλά ποτίσματα, άρα και ψεκασμοί, με αποτέλεσμα την παραγωγή τεύτλων με υψηλό κόστος, αλλά και με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη.

2. Ο κρατικός χαρακτήρας της ΕΒΖ (βασικός μέτοχος η ΑΤΕ), που οδήγησε σε υπεράριθμο προσωπικό, υψηλούς μισθούς, και εξαιρετικά μεγάλο αριθμό εποχιακού προσωπικού που απασχολούνταν 6-8 μήνες ενώ χρειάζονταν για 2-3 μήνες το πολύ. Την ίδια ώρα η σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου άλλαζε ανάλογα με το ποιος ή ποιοι ήταν υπουργοί. Μόνο την περίοδο 1.8.2013 – 24.7.2018, η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου άλλαξε 13 φορές, ενώ για τη “διάσωσή” της ασχολήθηκαν, τα τελευταία χρόνια, περί τους δέκα υπουργούς.

3. Η κρατική “ανάγκη” για λειτουργία, έστω και με ζημιά και των 5 εργοστασίων της για ποσόστωση 317.500 τόνων όταν στην Αυστρία και τη Δανία, με 500.000 τόνους ζάχαρης, λειτουργούσαν μόλις 3 εργοστάσια. Ο ελάχιστος χρόνος λειτουργίας ενός ζαχαρουργείου (της καμπάνιας) για να βγαίνει οικονομικά είναι 90 μέρες, ενώ “εμείς φτάσαμε να πανηγυρίζουμε ότι λειτούργησε εργοστάσιο για μια εβδομάδα, γιατί “κάπνισε η καμινάδα”, σημειώνει.

4. Και φυσικά η υψηλή τιμή αγοράς τεύτλων, που έφτασε ακόμη και τα € 53/τόνο.

Πιάνοντας το νήμα από την αρχή

Παρ’ όλα τα προβλήματα και το γεγονός ότι η ΕΒΖ δεν ήταν ανταγωνιστική, για τους λόγους που προανέφερε ο κ. Κέζος, η εταιρεία άντεξε, και μάλιστα αρκετά χρόνια.

Πώς συνέβη αυτό; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην προστασία της ευρωπαϊκής ζάχαρης από τις  Βρυξέλλες αλλά και στο γεγονός ότι η εταιρεία μπήκε στο Χρηματιστήριο το 1990, παρά τις λυσσώδεις αντιδράσεις ακόμη και των τότε διοικούντων την εταιρεία. Σχηματίστηκε ένα ισχυρό “μαξιλάρι” που βοήθησε την εταιρεία όταν ήρθαν τα δύσκολα.

Μέχρι την ψήφιση των Κανονισμών 318, 319 και 320/2006, η τιμή της ζάχαρης στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφωνόταν σύμφωνα με την τιμή βάσης, η οποία οριζόταν μία φορά τον χρόνο και σε υψηλό επίπεδο για να προστατεύεται η ευρωπαϊκή ζάχαρη από τις εισαγωγές φθηνότερης από τρίτες χώρες.

“Ο προστατευτισμός αυτός σε συνδυασμό με την απόσταση που χώριζε την Ελλάδα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης, δημιούργησε κλίμα εφησυχασμού στις διοικήσεις της εταιρείας επί σειρά ετών -πάντοτε με την ευλογία των κυβερνήσεων-, με αποτέλεσμα”, όπως λέει ο κ. Κέζος, “να μην αντιμετωπιστούν έγκαιρα τα μειονεκτήματα της ΕΒΖ και να καταστεί ανταγωνιστική”.

Όμως, όπως είναι γνωστό τα θαύματα κρατάνε πολύ λίγο. Στην περίπτωση της ΕΒΖ το θαύμα διήρκεσε λίγο περισσότερο. Αυτό έληξε στις 20 Φεβρουαρίου του 2006, με την καθιέρωση της Νέας Κοινής Οργάνωσης Αγοράς της Ζάχαρης (Νέα ΚΟΑ Ζάχαρης), που ψηφίστηκε από το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας, κατά πλειοψηφία. Αρνητικά ψήφισαν η Ελλάδα, η Πολωνία και η Λετονία. Όμως ο Κανονισμός δεν απαιτεί ομοφωνία και η εφαρμογή του ήταν υποχρεωτική.

Η νέα ΚΟΑ Ζάχαρης, η οποία αποτέλεσε την αρχή του τέλους για την ΕΒΖ, προέβλεπε τη μείωση της τιμής προστασίας της ζάχαρης από €632/τόνο (2006) σε €404,4/τόνο, σε διάστημα 4 ετών και της κατώτατης τιμής των τεύτλων από €43,63/τόνο σε €26,3/τόνο, στο ίδιο διάστημα. Αυτόματα λοιπόν η ΕΒΖ βγήκε εκτός ανταγωνισμού. Σε όσους θα απέσυραν ολόκληρη την ποσόστωση, θα λάμβαναν αποζημίωση €730 ανά τόνο απόσυρσης. Όσοι θα απέσυραν 50+%  της ποσόστωσης, θα λάμβαναν κάποια αποζημίωση, αλλά ταυτόχρονα θα κατέβαλλαν στο Ταμείο Αναδιάρθρωσης €113-174 (σε διάστημα τριών ετών) ανά τόνο ποσόστωσης που διατηρούσαν. Οι ιδιώτες βιομήχανοι, κυρίως του Νότου, απέσυραν ολόκληρη τη ποσόστωση.

Τι έκανε η Ελλάδα; Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την απόσυρση του 50,01% της ποσόστωσης, κλείνοντας τα εργοστάσια σε Λάρισα και Ξάνθη, γιατί, όπως λέει ο κ. Κέζος, “λόγω πολιτικού κόστους δεν μπορούσε να αποσύρει ολόκληρη τη ποσόστωση, ενώ αν διατηρούσε ολόκληρη τη ποσόστωση, η εταιρεία θα χρεοκοπούσε σε ένα χρόνο”.

“Το σωσίβιο” της Σερβίας

Σύμφωνα με τον κ. Κέζο, η απόσυρση της μισής ποσόστωσης ήταν απόφαση του κράτους -η κατάθεση του σχετικού φακέλου στην Ε.Ε. έγινε από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων- και όχι της ΕΒΖ.

Με τη λύση που προκρίθηκε, δηλαδή με την απόσυρση του 50,01% της ποσόστωσης, η εταιρεία κατέβαλε 85,696 εκατ. ευρώ και εισέπραξε 72 εκατ. ευρώ. Οι αγρότες και οι ιδιοκτήτες μηχανημάτων εξαγωγής τεύτλων εισέπραξαν 14 εκατ. ευρώ και το ΥΑΑΤ 25 εκατ. ευρώ για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών.

Τι θα γινόταν όμως αν η εταιρεία δεν είχε αποποιηθεί τη μισή ποσόστωση; “Θα έπρεπε”, όπως λέει ο κ. Κέζος, “να καταβάλει συνολικά 131,287 εκατ. ευρώ στο Ταμείο Αναδιάρθρωσης, χωρίς η ΕΒΖ, οι αγρότες και το ΥΑΑΤ να εισπράξουν 1 ευρώ. Και φυσικά, με τις νέες τιμές τεύτλων δεν θα παράγονταν ποτέ 317.502 τόνοι ζάχαρης”.

“Η σύγκριση είναι ξεκάθαρη. Ήταν μονόδρομος”, τονίζει ο κ. Νίκος Κέζος.

Λόγω της απόσυρσης του 50,01%, η ποσόστωση μειώθηκε στους 158.000 τόνους, η παραγωγή ζάχαρης μειώθηκε, για παράδειγμα στη χρήση 2007-2008, στους 78.000 τόνους, λόγω απροθυμίας των αγροτών, όπως λέει ο κ. Κέζος, να καλλιεργήσουν επειδή μειώθηκε η τιμή που προσέφερε η ΕΒΖ για τα τεύτλα και άρχισαν οι εισαγωγές ζάχαρης από την Ευρώπη. “Το κόστος παραγωγής της ζάχαρης ήταν πλέον μεγαλύτερο από την τιμή της εισαγόμενης ζάχαρης. Η οποία τιμή ζάχαρης, με βάση τους Κανονισμούς, κάθε χρόνο μειωνόταν και θα έπρεπε προτού μπει στην αγορά η νέα παραγωγή, με μικρότερη τιμή, να ξεφορτωθείς την παλιά. Με τη διαδικασία αυτή η εταιρεία μπήκε στον αστερισμό των ζημιών”, αναφέρει ο κ. Κέζος.

Για μερικά χρόνια πάντως η ΕΒΖ κατάφερε να κρατηθεί ζωντανή από τα εργοστάσια της Σερβίας, που τα εξαγόρασε το 2002-2003, μετά από προσπάθειες του τότε προέδρου Βασίλη Παπαγιάννη, παλαιού Βουλευτή και πρώην υπουργού, με πολύ μικρό κόστος. Ήταν κερδοφόρα και η ΕΒΖ αγόραζε από τις θυγατρικές της φθηνότερη ζάχαρη, μειώνοντας έτσι το μέσο κόστος και διατηρούσε μια στοιχειώδη ανταγωνιστικότητα έναντι της εισαγόμενης ζάχαρης.

Ενός κακού μύρια έπονται

Εκτός από τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ΕΒΖ, ένας άλλος λόγος που οδηγήθηκε η ΕΒΖ στον μαρασμό, είναι, σύμφωνα με τον κ. Κέζο, “οι μακροχρόνιες και αναποτελεσματικές προσπάθειες αποκρατικοποίησής της”.

Αρχές του 2011, το διοικητικό συμβούλιο της ΑΤΕ λαμβάνει την απόφαση για πώληση της ΕΒΖ, προσλαμβάνοντας δύο συμβούλους πώλησης, ενώ αργότερα προσελήφθη και τρίτος σύμβουλος. “Αυτή η μακρόσυρτη διαδικασία εκτός του ότι μείωνε την αξία του πωλούμενου στοιχείου, δυσκόλεψε και την τότε διοίκηση της εταιρείας για τον προγραμματισμό των εργασιών της”, σημειώνει ο κ. Κέζος.

“Τι να καλλιεργηθεί, ποιες συμφωνίες να κάνεις, τι τιμές να διαπραγματευθείς, πώς και πού να πουλήσεις, πώς να διαχειριστείς το προσωπικό το οποίο πάντοτε αντιδρά στις αποκρατικοποιήσεις”, αναφέρει ο κ. Κέζος και συμπληρώνει “οι πολιτικοί, κατά κανόνα, δεν ήθελαν ποτέ την ιδιωτικοποίηση της ΕΒΖ”.

Όπως πάντα, στον κανόνα υπάρχουν εξαιρέσεις. “Μια φωτεινή εξαίρεση, που εγώ γνώρισα”, λέει ο κ. Κέζος, “ήταν ο Αλέξανδρος Κοντός. Αν και βουλευτής της Ξάνθης και Υπουργός Γεωργίας, συναίνεσε να κλείσει πρώτο το εργοστάσιο της ΕΒΖ στην Ξάνθη και αργότερα να ιδιωτικοποιηθούν –και έτσι να σωθούν- η ΣΕΚΑΠ και η ΡΟΔΟΠΗ. Δυστυχώς οι συνδικαλιστές δεν τον άφησαν να σώσει τη ΣΕΒΑΘ και τη ΣΕΠΕΚ”.

Σύμφωνα τον κ. Κέζο, η χαριστική βολή στην εταιρεία δόθηκε στις 27 Ιουλίου του 2012, όταν μέσα σε μια μέρα ελήφθησαν αλλεπάλληλες αποφάσεις για την ΑΤΕ και την πώληση του υγιούς τμήματός της στην Τράπεζα Πειραιώς. Στο ΦΕΚ 2209/27.7.2012 (σελ. 30211) αναφέρεται ότι δεν μεταβιβάζονται στην Τρ. Πειραιώς, οι μετοχές της ΕΒΖ και μερικών άλλων εταιρειών. Όπως είχε δηλώσει ο τότε Διοικητής της ΤτΕ, οι μετοχές θα πήγαιναν στο δημόσιο. “Το πώς εισηγμένες μετοχές θα πήγαιναν από την ΑΤΕ στο Δημόσιο είναι ένα άλλο ερώτημα”, αναφέρει. Οι μετοχές της ΕΒΖ δεν πήγαν τελικά στο δημόσιο, αλλά παρέμειναν στο εκκαθαριστικό κομμάτι της ΑΤΕ.

“Δεν είναι γνωστό σε ποιον ανήκει η απόφαση, αν είναι της ΤτΕ ή του ΤΧΣ ή κάποιου άλλου οργάνου. Ήταν όμως μια κακή απόφαση, που μπορούσε να διορθωθεί, αλλά δεν διορθώθηκε”, αναφέρει.

Δηλαδή άλλος είχε τις μετοχές (εκκαθαριστής) και άλλος τα δάνεια (τράπεζα Πειραιώς). “Αυτός ο διαμελισμός οδήγησε σε αδιέξοδο και τους επόμενους διαγωνισμούς πώλησης της εταιρείας και αρκετούς ενδιαφερόμενους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και την Γαλλική Cristal Union να αποχωρήσει από την κούρσα διεκδίκησης”, τονίζει ο ίδιος.

Το φινλαδικό μοντέλο, που τελικά δεν αξιοποιήθηκε

Μπορούσε όμως η ΕΒΖ, και μαζί με αυτήν και η τευτλοπαραγωγή στην Ελλάδα, να σωθεί; Σύμφωνα με τον κ. Κέζο, υπό προϋποθέσεις, ναι. Ποιες ήταν αυτές οι προϋποθέσεις και ποια η πρότασή του, που υποβλήθηκε το 2015; “Η πρότασή μου αφορούσε το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το λειτουργικό πλαίσιο”, λέει. Σε ό,τι αφορά το λειτουργικό πλαίσιο, η πρόταση προέβλεπε:

1. Πολιτική για επαναφορά της τευτλοκαλλιέργειας, ει δυνατόν, στα επίπεδα προ του 2006, ιδιαίτερα μετά την, εκ των προτέρων γνωστή, κατάργηση των ποσοστώσεων το 2017. Λειτουργία ακόμη και τριών εργοστασίων (Πλατύ, Σέρρες, Ορεστιάδα) για την παραγωγή 250.000 τόνων ζάχαρης.

2. Προσδιορισμός δύο βασικών τιμών των τεύτλων. Της τιμής που αποδέχονταν οι αγρότες για να καλλιεργούν τεύτλα (π.χ. €40/τόνο), έχοντας κατά νου τις ανταγωνιστικές καλλιέργειες και της τιμής που ένας ιδιώτης βιομήχανος δέχονταν να καταβάλει για τα τεύτλα, ώστε η βιομηχανία να είναι βιώσιμη (π.χ. €28/τόνο).

3. Η διαφορά θα καλύπτονταν από νόμιμες κρατικές και ευρωπαϊκές ενισχύσεις.

4. Οι νόμιμες κρατικές και ευρωπαϊκές ενισχύσεις συνίστανται σε συγκεκριμένο ύψος συνδεδεμένης ενίσχυσης, κατά παραγόμενο τόνο τεύτλων, και σε συγκεκριμένο ύψος ενίσχυσης για την ολοκληρωμένη διαχείριση της καλλιέργειας, ανά στρέμμα. Επίσης, η πρόταση προέβλεπε ότι η Πολιτεία θα επιχειρούσε την τροποποίηση του Κανονισμού 1308/2013 (άρθρο 214) για επιδότηση των τεύτλων (κρατική ενίσχυση), κατ΄ αναλογία των ισχυόντων για τη Φινλανδία (ακραίες καιρικές συνθήκες λόγω κρύου στη Φινλανδία, ακραίες καιρικές συνθήκες λόγω ζέστης στην Ελλάδα).

Ο κ. Κέζος, πρότεινε να ζητηθεί από τον Επίτροπο Γεωργίας η τροποποίηση του Κανονισμού, στη βάση της αρχής της αναλογικότητας. Είναι όμως λύση η κρατική ενίσχυση; “Βεβαίως”, λέει ο κ. Κέζος, γιατί όπως σημειώνει “πρώτον θα ήταν νόμιμη και δεύτερον γιατί το κράτος θα δαπανούσε μεν 15 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως, αλλά θα εισέπραττε πολλαπλάσια και επιπλέον θα ενίσχυε ουσιαστικά 10.000-12.000 τευτλοπαραγωγούς.

“Και δεν θα έκλεινε η μεγαλύτερη γεωργική βιομηχανία της χώρας”, τονίζει, “σε μια περίοδο που αναζητούνται επενδύσεις”. Είναι δυνατόν να παρακαλείς για επενδύσεις και την ίδια στιγμή να αφήνεις να κλείνει η μεγαλύτερη γεωργική βιομηχανία της χώρας;

Σε ό,τι αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς η πρόταση προέβλεπε, η υπό εκκαθάριση ΑΤΕ (σήμερα PQH) να αποκτήσει όλες τις μετοχές (από τους λοιπούς μετόχους) και να τις μεταβιβάσει στην Τράπεζα Πειραιώς, ώστε η Τράπεζα να έχει και τις μετοχές και τα δάνεια. Στη συνέχεια θα αποκτούσε όλα τα ακίνητα της ΕΒΖ, εκτός των εργοστασίων Πλατέως, Σερρών και Ορεστιάδας, με ισόποση μείωση του δανεισμού. Επίσης θα πωλούσε τα εργοστάσια της Σερβίας με επίσης ισόποση μείωση του δανεισμού. Στη συνέχεια η Τράπεζα θα πωλούσε το 100% των μετοχών σε ιδιώτη, με τις διαδικασίες που εκείνη (η Τράπεζα) θα επέλεγε, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η Πολιτεία θα εξασφάλιζε προηγουμένως και τις τρεις προαναφερθείσες ενισχύσεις.

Η πρόταση δεν πέρασε, αντιθέτως το “θέμα ΕΒΖ” μεταβιβάζονταν από υπουργό σε υπουργό, ο κάθε Υπουργός προωθούσε και μια λύση, αλλά καμιά λύση δεν οδήγησε στη “διάσωση” της ΕΒΖ. Ούτε τα €30 εκατ. που δόθηκαν με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, από την εκκαθαρίστρια ΑΤΕ, με πρόταση του τότε Υπουργού κ. Π. Λαφαζάνη, έδωσαν λύση.

Γιατί όμως δεν εξετάσθηκε η συγκεκριμένη πρόταση; “Γιατί –όπως πληροφορήθηκα – κάποιοι στο ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριξαν ότι ο προτείνων, δηλαδή εγώ, “είναι υπέρ των αποκρατικοποιήσεων”, λέει ο ίδιος. “Η πρόταση είχε κατατεθεί στην Τράπεζα Πειραιώς, στον Υπουργό και Υφυπουργό Ανάπτυξης, στον τότε πρόεδρο της ΕΒΖ και προφανώς κρίθηκε ότι η πρότασή μου δεν ήταν εφικτή. Δεν είδα όμως και μια εναλλακτική πρόταση που να εφαρμόστηκε και να σώθηκε η εταιρεία”, αναφέρει ο ίδιος. “Τελικά επικράτησε ο άκρατος κρατικισμός: Καλύτερη νεκρή, παρά ιδιωτική!”, σημειώνει.

Ολίγον από Δικαστήρια

Μέσα σε όλα αυτά, τον Φεβρουάριο του 2016 κατατέθηκε μηνυτήρια αναφορά από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΒΖ, κατά πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου και άλλων προσώπων, για ενδεχόμενες ατασθαλίες.

Ο κ. Κέζος δεν αποκλείει “η μηνυτήρια αναφορά να έγινε από κάποια περιφερειακά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος, βασιλικότερα του βασιλέως”.

Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή. Στις 12 Φεβρουαρίου του 2015, σε σύσκεψη στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για την ΕΒΖ, “σε ερώτηση συνδικαλιστή για την προηγούμενη διοίκηση της εταιρείας, ο τότε υφυπουργός κ. Π. Σγουρίδης δήλωσε ότι οι προηγούμενες διοικήσεις θα παραπεμφθούν στον Εισαγγελέα. Κάτι ανάλογο επανέλαβε στην ίδια σύσκεψη και ο Υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης κ. Π. Λαφαζάνης”, λέει ο κ. Κέζος.

Η μηνυτήρια αναφορά κατατέθηκε  στις 15.2.2016 από το  διοικητικό συμβούλιο που είχε συγκροτηθεί και αναλάβει την τύχη της εταιρείας στις 29.1.2016. “Πρόλαβαν και διάβασαν όλες τις μελέτες και κατέθεσαν τη μηνυτήρια αναφορά μέσα σε 17 μέρες;”, διερωτάται ο κ. Κέζος. Σύμφωνα με τον ίδιο “εκείνο το διοικητικό συμβούλιο, μάλλον ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τη μηνυτήρια αναφορά αφού δεν κατάφερε να συντάξει τις οικονομικές καταστάσεις της 31.12.2015, με αποτέλεσμα την αναστολή διαπραγμάτευσης της μετοχής την 1.3.2016”.

Την κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς είχε προαναγγείλει ήδη από τις 23 Σεπτεμβρίου του 2015, δηλαδή κοντά 4 μήνες νωρίτερα από την κατάθεσή της και δύο πριν από την ολοκλήρωση της μελέτης της MAZARS (η μελέτη παραδόθηκε το Νοέμβριο του 2015), ο τότε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Στοιχεία της μελέτης της  MAZARS χρησιμοποιήθηκαν επιλεκτικά για τη μηνυτήρια αναφορά, σημειώνει.

Για την ιστορία επίσης θα πρέπει να αναφέρουμε πως της μηνυτήριας αναφοράς είχε προηγηθεί η διενέργεια κατά τα έτη 2014-2015  προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ύστερα από μηνυτήρια αναφορά Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία κλήθηκαν να παράσχουν εξηγήσεις τα ίδια άτομα ως ύποπτοι, η οποία τελικά αρχειοθετήθηκε, με την έγκριση-σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, αφού άνοιξαν και διερευνήθηκαν οι λογαριασμοί των εμπλεκομένων.

Και άλλα αναπάντητα ερωτήματα

Πέρα από τα παραπάνω, υπάρχουν κι άλλα ερωτήματα, που  παραμένουν, σύμφωνα με τον κ. Κέζο, αναπάντητα όπως:

1. Γιατί και ποιους σκοπούς εξυπηρέτησε η μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσαν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΒΖ, με θητεία μόλις 2-3 μήνες ή και 17 μέρες; Τα μέλη αυτά ενδιαφέρονταν για την ΕΒΖ πιο πολύ από την ΑΤΕ και την ΤτΕ που την επόπτευε; Θα μπορούσαν οι μέτοχοι να καταθέσουν εταιρική αγωγή. Δεν το έπραξαν. Εποπτεύοντας 50-70 εταιρίες, επί 20 χρόνια, δεν θυμάται να ξανάγινε τέτοιο πράγμα (μηνυτήρια αναφορά δ.σ. κατά προηγούμενων δ.σ.)

2. Γιατί στη μηνυτήρια αναφορά αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι (και συγκεκριμένα οι Πρόεδροι και οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι της ΕΒΖ) τέλεσαν κατά συναυτουργία το αδίκημα της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος. Δηλαδή η διοίκηση του 2008  (Πρόεδρος και Διευθύνων) συναντήθηκε (το 2008) με τους μετέπειτα Πρόεδρο και Διευθύνοντα σύμβουλο και επειδή και οι 4 γνώριζαν ότι θα γίνονταν εκλογές το 2009 και οι δύο τελευταίοι θα αναλάμβαναν τις αντίστοιχες θέσεις, αποφάσισαν  να τελέσουν με κοινή δράση αξιόποινες πράξεις. Απλά οι καταθέσαντες τη μηνυτήρια αναφορά ήθελαν, όπως λέει ο κ. Κέζος, τη δίωξη συλλήβδην όλων των προηγούμενων και “ας αθωωθούν στο Δικαστήριο”. Δυστυχώς η συναυτουργία πέρασε και στο βούλευμα, όπως σημειώνει.

Και το διά ταύτα

Τα πρώην στελέχη της ΕΒΖ παραπέμπονται σε δίκη γιατί, σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά, συνεργάστηκαν με εμπορικές εταιρείες για να πουλούν τη ζάχαρη, χωρίς να διασφαλίσουν πλήρως τα συμφέροντα της ΕΒΖ και χωρίς να παρακολουθούν με τη δέουσα επιμέλεια τα υπόλοιπα των εμπορικών εταιριών και την εξόφλησή τους.

Ποιος όμως ευθύνεται για τις ανείσπρακτες απαιτήσεις; Όπως λέει ο κ. Κέζος, “η ΕΒΖ όπως και οι άλλες θυγατρικές της ΑΤΕ (ΔΩΔΩΝΗ, ΣΕΚΑΠ κλπ.) δεν είχαν ποτέ δικό τους δίκτυο διανομής. Η εταιρεία συνεργαζόταν απευθείας με μεγάλους πελάτες αλλά και με εμπορικές εταιρείες. Το 2008, η διοίκηση της ΕΒΖ, γνωρίζοντας ότι κάθε χρόνο θα μειώνεται η τιμή της ζάχαρης και θα αυξάνονται οι εισαγωγές, διενήργησε ανοικτό διαγωνισμό ώστε ενδιαφερόμενες εμπορικές εταιρείες να συνεργαστούν και να διασφαλίζουν τη διάθεση των αποθεμάτων, προτού μπει στην αγορά η ζάχαρη της νέας εσοδείας με μικρότερη τιμή. Προσήλθαν 2-3 εταιρείες και υπογράφηκαν συμβάσεις που διασφάλιζαν την ΕΒΖ (εγγυητικές επιστολές, επιταγές των εμπορικών εταιριών, επιταγές πελατών τους κλπ.). Θα μπορούσε να συνεχίσει το ίδιο, παλαιό, καθεστώς, όμως κρίθηκε ότι θα διασφάλιζε καλύτερα την εταιρεία και κυρίως γιατί θα εξασφαλίζονταν οι πωλήσεις και μάλιστα σε καλύτερες τιμές. Γι’ αυτό και η επόμενη διοίκηση, που προέκυψε από τις εκλογές του 2009,  διατήρησε τις συμβάσεις και δούλεψαν πολύ ικανοποιητικά. Βέβαια, προϊούσης της κρίσης, άρχισαν τα προβλήματα στην αγορά. Ποια Τράπεζα έδινε εγγυητικές επιστολές μέσα στην κρίση;”.

Αυτά συνέβαιναν ερήμην του βασικού μετόχου; “Αυτός ο τρόπος εμπορικής λειτουργίας τόσο της ΕΒΖ, όσο και των άλλων εταιρειών ήταν σε γνώση και με έγκριση του βασικού μετόχου”, σημειώνει ο κ. Κέζος. “Τώρα γιατί τα “εποχιακά” μέλη του Δ.Σ. κατέθεσαν τη μηνυτήρια αναφορά, ενώ ο μέτοχος τελούσε σε γνώση της πρακτικής που εφάρμοζαν τα προηγούμενα συμβούλια και συμφωνούσε, δεν μπορώ να απαντήσω”, σημειώνει.

“Τόσο η διοίκηση της ΕΒΖ που ήταν μέχρι το Νοέμβριο του 2009 όσο και η διοίκηση που ακολούθησε, λειτούργησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αν ληφθεί υπόψη το βάθος και η διάρκεια της οικονομικής κρίσης”, υποστηρίζει ο κ. Κέζος. “Όση ζάχαρη πουλήθηκε από την εταιρεία επί της παλαιάς διοίκησης (μέχρι το Νοέμβριο του 2009) εξοφλήθηκε ολοσχερώς. Δεν σφραγίστηκε ούτε μία επιταγή”, σημειώνει.

Γιατί όμως η μηνυτήρια αναφορά; Απάντηση σε αυτή την ερώτηση ο κ. Κέζος δεν μπορεί να δώσει. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο οποίος παρακολουθούσε την ΕΒΖ μέχρι που έφυγε από την ΑΤΕ στις 31.12.2010 και εκπροσώπησε την ΑΤΕ στη Γ.Σ. της ΕΒΖ το Δεκέμβριο του 2010, “ήταν ξεκάθαρο ότι οι σχέσεις της ΕΒΖ με τους πελάτες της, μέχρι και το Δεκέμβριο του 2010, ήταν ικανοποιητικές. Δεν υπήρχε ούτε μια παρατήρηση ορκωτού ελεγκτή στο πιστοποιητικό του. Από το 2011 τα πράγματα στην αγορά εξελίσσονταν δραματικά, όμως οι Τράπεζες δανειοδοτούσαν την ΕΒΖ έναντι επιταγών μέχρι το 2013-2014, γεγονός που πιστοποιεί την καλή πορεία των πραγμάτων”, αναφέρει.

Ο κ. Κέζος αναφέρεται και στις εκθέσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΒΖ  της 30ης.6.2015 και της 31ης.12.2015, οι οποίες όπως λέει βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση με αυτή καθ’ αυτή τη λογική της κατάθεσης της μηνυτήριας αναφοράς.

Στις 29.2.2016, η διοίκηση της ΕΒΖ ενέκρινε την Έκθεση του Δ.Σ. για τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας του εξαμήνου 1.7.2015-31.12.2015 στις οποίες αναφέρεται μεταξύ άλλων: “Η εταιρεία αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά, λειτουργικά και διαρθρωτικά προβλήματα, ζημιογόνες χρήσεις, προβλήματα ρευστότητας ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των τιμών ζάχαρης στην αγορά και της συνακόλουθης μείωσης των πωλήσεων, του τζίρου και του περιθωρίου κέρδους λόγω του υψηλού παραγωγικού, βιομηχανικού και λειτουργικού κόστους καθώς και του σκληρού ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά.” 

Λίγες μέρες νωρίτερα πάντως και συγκεκριμένα στις 15.2.2016, είχε καταθέσει μηνυτήρια αναφορά, “όχι μόνο αποκρύβοντας τους καταστροφικούς αυτούς παράγοντες αλλά αποδίδοντας ευθύνες και δόλο”, σημειώνει ο κ. Κέζος.

Επίσης, στην έκθεση του Δ.Σ. της 30.6.2015, που υπογράφηκε στις 30.9.2015, αναφέρεται: “Η αύξηση των ημερών ενηλικίωσης των εμπορικών απαιτήσεων αντανακλά τις γενικότερες εξελίξεις που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια στην ελληνική οικονομία και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας, που χαρακτηρίζονται από σημαντικά προβλήματα ρευστότητας στην ελληνική αγορά.”

“Δηλαδή ο πιστωτικός κίνδυνος οφείλεται στην οικονομική κρίση μόνο για τη θητεία του Δ.Σ. – διώκτη; Για τις Διοικήσεις τις οποίες παρέπεμψαν  στο Δικαστήριο δεν υπήρξε οικονομική κρίση; Τότε γιατί η μηνυτήρια αναφορά;” διερωτάται ο κ. Κέζος.

Στη μηνυτήρια αναφορά αναφέρεται ότι τα καταγγελλόμενα συμβούλια “αποφάσισαν η ΕΒΖ να μη πουλάει σε νέους πελάτες αλλά να τους παραπέμπει σε ΓΑΙΑ και ΒΕΛΠΑΖ. Δηλαδή η ΕΒΖ στερεί από τον εαυτό της το δικαίωμα να πωλεί σε νέους πελάτες και ουσιαστικά δουλεύει για την ΓΑΙΑ και την ΒΕΛΠΑΖ”. Όμως, στην από 15.7.2013 έκθεση ελέγχου της Grant Thornton, στην οποία βασίστηκε η μηνυτήρια αναφορά, αναφέρεται  ότι “δεν δύναται να προσδιοριστεί η εξέλιξη της ρευστότητας και της κερδοφορίας της ΕΒΖ εάν αυτή ακολουθούσε την απευθείας πώληση ζάχαρης προς πελάτες και δεν τους παρέπεμπε στις εταιρίες ΓΑΙΑ και ΒΕΛΠΑΖ. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει ότι εάν ο όρος αποκλειστικής συνεργασίας με τις ανωτέρω εταιρίες προκάλεσε ζημία στην εταιρία που θα είχε αποφευχθεί σε άλλη περίπτωση”.

Στις 13 Ιανουαρίου του 2020, με την απόφαση 2200/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επικυρώθηκε η συμφωνία εξυγίανσης της χειμαζόμενης εταιρείας, βάσει της απόφασης προβλέπεται η μεταβίβαση και μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους του ενεργητικού της σε 8 εταιρείες ειδικού σκοπού (SPV’s) με στόχο τη συνέχιση της εμπορικής και παραγωγικής δραστηριότητάς της, από το 2023. Σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της EBZ -πρόκειται για την οικονομική χρήση που έληξε στις 30 Ιουνίου του 2019- η εταιρεία εμφάνισε πτώση 64,80% στις πωλήσεις της οι οποίες υποχώρησαν στα 6,741 εκατ. ευρώ, καθαρές ζημιές 30,339 εκατ. ευρώ και συνολικές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις 264,412 εκατ. ευρώ.

Kαταστροφικούς χειρισμούς στο θέμα της ενέργειας χρεώνουν στη κυβέρνηση Biden oι Ρεπουμπλικάνοι

Στο μεταξύ καταστροφικούς χειρισμούς στο θέμα της ενέργειας χρεώνουν στη κυβέρνηση Biden oι Ρεπουμπλικάνοι.

O Aμερικανός οικονομολόγος Kevin Hassett (photo) προειδοποιεί για πληθωρισμό ακόμη και 20% ενώ οι ειδικοί των τροφίμων σημαίνουν συναγερμό για την έλλειψη σιταριού.

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία απειλεί να εκτοξεύσει τις τιμές των τροφίμων στις ΗΠΑ στα ύψη
Ο πληθωρισμός πλησιάζει σε επικίνδυνο υψηλό, προειδοποιούν οι ειδικοί

Βy Andrew Keiper/FOXBusiness

Ο πόλεμος στην Ουκρανία απειλεί να εκτοξεύσει το κόστος των τροφίμων των ΗΠΑ στα ύψη

Οι ειδικοί λένε ότι οι Αμερικανοί αγοραστές θα αρχίσουν να βλέπουν υψηλότερους λογαριασμούς τροφίμων καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία απειλεί τις παγκόσμιες προμήθειες τροφίμων.

Καθώς ο πόλεμος συνεχίζει να καταστρέφει την Ουκρανία, οι Αμερικανοί, ιδιαίτερα όσοι ζουν από μισθό σε μισθό, αρχίζουν να αισθάνονται την οικονομική πίεση στις τιμές των τροφίμων τους από τη σύγκρουση μισό κόσμο μακριά.

Ξεκίνησε με μια ραγδαία αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου. Τώρα, με το ρωσικό πετρέλαιο να έχει απαγορευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και την ενεργειακή λειψυδρία να έχει αυξηθεί παγκοσμίως, οι ειδικοί λένε ότι οι αγοραστές μπορούν να περιμένουν ότι οι λογαριασμοί τους στα παντοπωλεία θα αυξηθούν τους επόμενους μήνες – ειδικά εάν η Ουκρανία χάσει την περίοδο φύτευσης σιταριού.

«Έρχεται μια απολύτως φρικτή περίοδος για τους Αμερικανούς καταναλωτές γιατί καθημερινά κοιτάμε τον πληθωρισμό να φτάνει σχεδόν το 10%,» είπε στο FOX Business ο Dan Varroney, ειδικός στην αλυσίδα εφοδιασμού και ιδρυτής της Potomac Core. “Τα στοιχεία του περασμένου μήνα ήταν κοντά στο 8%. Και αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ζουν με το μισθό, θα πληρώσουν περισσότερα για τα τρόφιμα.”

Η Ρωσία και η Ουκρανία παράγουν το 25% της παγκόσμιας προσφοράς σιταριού, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο για την Οικονομική Πολυπλοκότητα. Ενώ καμία από αυτές τις χώρες δεν εξάγει απευθείας σιτάρι στις ΗΠΑ, η απουσία τους από την παγκόσμια αγορά αναμένεται να επιβαρύνει την προσφορά και να απογειώσει τις τιμές.

 

Ξεκίνησε με μια ραγδαία αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου. Τώρα, με το ρωσικό πετρέλαιο να έχει απαγορευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και την ενεργειακή λειψυδρία να έχει αυξηθεί παγκοσμίως, οι ειδικοί λένε ότι οι αγοραστές μπορούν να περιμένουν ότι οι λογαριασμοί τους στα παντοπωλεία θα αυξηθούν τους επόμενους μήνες – ειδικά εάν η Ουκρανία χάσει την περίοδο φύτευσης σιταριού.

«Έρχεται μια απολύτως φρικτή περίοδος για τους Αμερικανούς καταναλωτές γιατί καθημερινά κοιτάμε τον πληθωρισμό να φτάνει σχεδόν το 10%,» είπε στο FOX Business ο Dan Varroney, ειδικός στην αλυσίδα εφοδιασμού και ιδρυτής της Potomac Core. “Τα στοιχεία του περασμένου μήνα ήταν κοντά στο 8%. Και αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ζουν από μισθό σε μισθό, θα πληρώσουν περισσότερα για τα τρόφιμα.”

Η Ρωσία και η Ουκρανία παράγουν το 25% της παγκόσμιας προσφοράς σιταριού, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο για την Οικονομική Πολυπλοκότητα. Ενώ καμία από αυτές τις χώρες δεν εξάγει απευθείας σιτάρι στις ΗΠΑ, η απουσία τους από την παγκόσμια αγορά αναμένεται να επιβαρύνει την προσφορά και να ωθήσει τις τιμές υψηλότερα.

Το Παρατηρητήριο Οικονομικής Πολυπλοκότητας αναφέρει ότι το 25% του παγκόσμιου σιταριού προέρχεται από τη Ρωσία και την Ουκρανία.

Όλη αυτή η σπανιότητα, από το φυσικό αέριο και το αργό πετρέλαιο μέχρι το σιτάρι και το σπορέλαιο, θα επηρεάσει το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας για τους εδώ κατασκευαστές τροφίμων.

Ο Varroney, ο οποίος ασχολήθηκε με θέματα παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας κατά τη διάρκεια της πανδημίας στο πρόσφατο βιβλίο του, είπε ότι με το αυξανόμενο κόστος των εισροών, ορισμένες εταιρείες δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αυξήσουν το κόστος των προϊόντων τους για τον τελικό καταναλωτή. Για αυτόν, όλα καταλήγουν στο αυξανόμενο κόστος της ενέργειας σε κάθε βήμα της εφοδιαστικής αλυσίδας.

«Τα πάντα, από τη λήψη τροφής από το έδαφος, την παραγωγή της, την αποθήκευση, την παράδοση, όλα περιλαμβάνουν ενέργεια», είπε ο Varroney. “Το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αυτών των τροφίμων. Στη συνέχεια, όταν το ξεπεράσετε και μπείτε στα logistics θα πρέπει να υπάρχει βενζίνη για την διανομή και ηλεκτρισμός για την αποθήκευση.”

«Είναι το ενεργειακό κόστος που θα πνίξει τους καταναλωτές σε κάθε επίπεδο, καθώς οι εταιρείες τροφίμων πρέπει να παραμείνουν ανταγωνιστικές».

Μια βιομηχανία που αντιμετωπίζει ιδιαίτερη πίεση είναι η βιομηχανία αρτοποιίας. Με το σιτάρι ως κύριο συστατικό και το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για βιομηχανικούς φούρνους μεγάλης κλίμακας, οι αρτοποιοί παλεύουν με το αυξανόμενο κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Ο Robb MacKie, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Αμερικανικής Ένωσης Αρτοποιών (ABA), είπε ότι οι παρασκευαστές ψωμιού αρχίζουν να αισθάνονται το τσίμπημα της υψηλότερης ζήτησης για τις εισροές τους.

Οι τιμές των τροφίμων έχουν ήδη αυξηθεί κατά σχεδόν 8% για τους προηγούμενους 12 μήνες από τον Φεβρουάριο του 2022. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αύξηση 12 μηνών από το 1981.

«Πολλά συστατικά προέρχονται από την Ουκρανία, ιδιαίτερα σιτάρι, ελαιούχοι σπόροι, κριθάρι και μια σειρά από άλλες καλλιέργειες», είπε ο MacKie στο FOX Business. “Η πρόκληση είναι ότι αυτή η περιοχή, είναι μία από τις τρεις κορυφαίες περιοχές καλλιέργειας σιταριού στον κόσμο. Και αν τη βγάλουμε εκτός παραγωγής κάτι που όπως όλα δείχνουν ότι θα συμβεί, εάν η σύγκρουση διαρκέσει πολύ περισσότερο. Αυτό θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην τιμή του σιταριού των ΗΠΑ και του Καναδά, που είναι αυτό που χρησιμοποιούν κυρίως οι αρτοποιοί των ΗΠΑ».

Η οργάνωση του MacKie τόνισε πολλές πτωτοβουλίες που θα μπορούσε να λάβει η κυβέρνηση Biden για να μειώσει το κόστος για τους παραγωγούς και τελικά τους καταναλωτές. Η ABA ασκεί πίεση επί του παρόντος στην EPA για να σταματήσει την εφαρμογή της αύξησης των λιπαντικών τροφίμων σε καθαρά προϊόντα ντίζελ. Ο MacKie είπε ότι αυτό θα βοηθούσε να διατηρηθούν τα λάδια τροφίμων διαθέσιμα για τους αρτοποιούς, μειώνοντας το κόστος των εισροών.

Το ABA πρότεινε επίσης στο USDA να ανοίξει ορισμένες προστατευόμενες εκτάσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καλλιέργεια σιταριού και άλλων καλλιεργειών κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας έλλειψης εφοδιασμού. Η MacKie φρόντισε να σημειώσει ότι αυτή η πρόταση δεν περιλαμβάνει το άνοιγμα πολύ ευαίσθητων υγροτοπικών περιοχών.

Ο MacKie προσχώρησε επίσης σε μια μυριάδα φωνών βιομηχανίας και think tank ζητώντας από την κυβέρνηση Biden να ανοίξει τις εγχώριες πηγές ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο, η βενζίνη και το αργό πετρέλαιο, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση του ενεργειακού πληθωρισμού τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές.
Ο γερουσιαστής της Λουιζιάνας Bill Cassidy μιλώντας στο «Sunday Night in America» ισχυρίζεται ότι η Αμερική μπορεί να παράγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο με «φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο».

-Αυτό θα έπρεπε να έχει φροντίσει να κάνει κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του και προστατεύει τους πολίτες του…

Πιστεύω ότι όσο κοιτάμε το μέλλον, οι Αμερικανοί αγοραστές θα πρέπει να περιμένουν ότι, δυστυχώς, οι λογαριασμοί τους στα παντοπωλεία θα αυξηθούν και δυστυχώς οι λογαριασμοί τους στα εστιατόρια θα ανέβουν», είπε ο MacKie. «Και δυστυχώς, αυτό θα επηρεάσει τους πιο ευάλωτους στην κοινωνία μας, πολλοί από τους οποίους αισθάνονται ακόμα τις επιπτώσεις της πανδημίας».

Και συνέχισε: «Δεν μπορείς να έχεις τέτοιου είδους διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και πληθωρισμό στις πρώτες ύλες και την ενέργεια που χρησιμοποιούμε και άλλα πράγματα, όπως η συσκευασία, χωρίς να υπάρχει κάποιο αμοιβαίο όφελος κόστους».

Το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας διαπίστωσε ότι οι τιμές των τροφίμων έχουν ήδη αυξηθεί κατά σχεδόν 8% για τους προηγούμενους 12 μήνες από τον Φεβρουάριο του 2022. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αύξηση 12 μηνών από το 1981.

Το Γραφείο διαπίστωσε ότι η άνοδος των τιμών των τροφίμων τον τελευταίο χρόνο είναι η υψηλότερη των τελευταίων δεκαετιών.

Η συρρίκνωση της προσφοράς εισροών αναμένεται να απειλήσει την ικανότητα της αμερικανικής βιομηχανίας παραγωγής τροφίμων να παρασκευάζει τρόφιμα. Τα ράφια των παντοπωλείων στην Αμερική θα πρέπει να παραμείνουν σε πληρότητα, αν και σε υψηλότερες τιμές.

“Οι αγορές τροφίμων είναι παγκοσμιοποιημένες, επομένως, σε κάποιο βαθμό, είναι αδύνατο να αποφευχθούν οι επιπτώσεις από τέτοιες διακοπές”, δήλωσε ο Welsh. «Νομίζω ότι αυτού του είδους οι διαταραχές μας υπενθυμίζουν τον βαθμό στον οποίο εμείς, ξέρετε, η παγκόσμια οικονομία και το παγκόσμιο εμπόριο της γεωργίας είναι συνυφασμένα με τον υπόλοιπο κόσμο»

δηλώνει η Caitlin Welsh, διευθύντρια του Παγκόσμιου Προγράμματος Επισιτιστικής Ασφάλειας στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών.

πηγή