Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους, το θαύμα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει διότι επικράτησαν ιδεολογικές εκτιμήσεις χωρίς επισταμένη έρευνα των πηγών. ‘Έται όμως, η Ιστορία χρησιμοποιείται διασκευέασμένη κατά το δοκούν, για να “αποδειχθούν” πράγματα που δεν θεμελιώνονται, ενώ επιχειρείται να ερμηνευθούν ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα μέσα από το πρίσμα των συνθηκών που σήμερα επικρατούν.
Οι άμεσες πηγές που αντιστοιχούν στην περίοδο των χρόνων του Μ. Κων/νου είναι ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος, που ήταν, όμως, προσωπικός φίλος του Κων/νου, ο ιστορικός Λακτάντιος, που ήταν με τη σειρά του φίλος του γιου του Κων/νου, Κρίσπου, και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Πέρα από τις πηγές αυτές, έχουμε τον ειδωλολάτρη ιστορικό Ζώσιμο (425-518) που έγραψε την Ιστορία του 150 χρόνια μετά το θάνατο του Κων/νου, βασιζόμενος όμως σε πηγές άλλων ειδωλολατρικών έργων.
Μάλιστα οι περισσότερες πληροφορίες του δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να διασταυρωθούν με καμιά άλλη πηγή. Έτσι παρ’ όλο που ζει αρκετά χρόνια μετά τον μεγάλο αυτοκράτορα, στο έργο του εμφανίζεται απορριπτικός απέναντι του και λιβελογραφεί. Κι ενώ τα δεδομένα της Ιστορίας του δεν επιβεβαιώνονται, χρησιμοποιούνται όμως κατά κόρον από συγχρόνους αρνητές της προσφοράς και της αγιότητος του Μ. Κων/νου. “Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη.” (π. Γ. Μεταλληνός) Βασιζόμενοι στα έργα του Ζώσιμου πολλοί νεοειδωλολάτρες, χιλιαστές οι αθεϊστές (Βολταίρος) τοποθετούνται αρνητικά έναντι του Κωνσταντίνου.
Ο Μοντεσκιέ πίστευε ότι η ίδρυση του «βυζαντινού» κράτους, όπως το ονόμασαν για να διαφοροποιηθεί από τον (αρχαίο) ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό, με υιοθέτηση νέας θρησκείας, μετακίνηση της πρωτεύουσας και ριζική διοικητική ανασύνταξη, “απετέλεσε στρατηγική κίνηση της ηγετικής τάξης μεγαλοκτηματιών και υψηλών στελεχών της διοίκησης και του στρατού, για διαφυγή από το παρελθόν τής παρηκμασμένης και παραπαίουσας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με ιδεολογική επικάλυψη (!) το χριστιανισμό”. Ο κορυφαίος ιστορικός του νέου Ελληνισμού, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, γράφει: “Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί. Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές. Και σήμερα (19ος αι.) αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του Διαφωτισμού.” Στην προσπάθεια αναίρεσης της προσφοράς του Μ. Κων/νου, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος στο αγιολόγιο του παπισμού (τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη οδηγώντας στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. Μάλιστα, μετά το Σχίσμα, κανένας πάπας ή ηγεμόνας της Δύσης, δεν ονομάσθηκε Κωνσταντίνος! Κατά τον π. Γ. Μεταλληνό μια τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες “οι οποίοι ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι”.