Ο Άγιος Νεκτάριος στο Άγιο Όρος – Χθες οι δαίμονες φρύαξαν ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή

Ακριβώς το καλοκαίρι του 1898, όταν πια έληξε η περίοδος μαθημάτων, ο Σεβασμιώτατος Γενικός Διευθυντής της Ριζαρείου, έπειτα από σχετικές ενέργειές του κρατώντας άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη, Κωνσταντίνου Ε΄, έφθανε με κάνα-δυο φίλους του, Χιώτες καλογέρους, χαμηλά στις Καρυές, στο Πρωτάτο, στο επίκεντρο, στην ευρύχωρη πλατεία, όπου ολόγυρά της υψώνονται τα πανδοχεία και τα πρατήρια. Τον υποδέχτηκαν οι τέσσερις επιστάτες, που κρατούσε ο καθένας τους από ένα τέταρτο της σφραγίδας, και αρκετοί γέροντες από τη σύναξη των Ηγουμένων. […]

Πάντως, όταν μαθεύτηκε η επίσκεψή του, όταν ακούστηκε η σύσταση του Πατριάρχη και της «ιεράς συνάξεως των μονών», ο ψίθυρος στους λογής – λογής καλογέρους, στους ελεύθερους εργάτες, στους φιλοξενουμένους κοσμικούς, κυκλοφόρησε, πλανήθηκε, διαιρέθηκε σε ανάλογους χαρακτηρισμούς. Μερικοί τον είπαν εκκλησιαστική προσωπικότητα, άλλοι ξεπεσμένο δεσπότη, άπραγο κι αδύναμο, που ζούσε με την ανοχή της Αθηναϊκής Συνόδου, κι άλλοι, δίβουλοι και διχασμένοι σε πονηρίες κι ευσεβοφάνεια, δε δίστασαν να θυμηθούν και να υιοθετήσουν τις κατηγορίες των Πατριαρχικών της Αλεξάνδρειας και να τον αναφέρουν σαν «κρυφή πληγή», λαγήνι με εσωτερικές κηλίδες. […]

Έφθανε, λοιπόν, κοντά τους ένας οπωσδήποτε επίσημος επισκέπτης, συγγραφέας της θεολογικής γραμματείας, αξιωματούχος της Εκκλησίας. Και όλες οι πύλες έπρεπε ν’ ανοίξουν, μικροί και μεγάλοι έπρεπε να φανούν εξυπηρετικοί, χρήσιμοι, ευχάριστοι. Είχανε, άλλωστε, συνηθίσει να δέχονται δεσποτάδες … Ήξεραν τους τρόπους, που θα έπρεπε να μεταχειρισθούν. Ευσεβοφάνεια, περιποίηση, αεροαρπαγμός και ικανοποίηση κάθε προσωπικής αδυναμίας, κάθε ειδικής συνήθειας.

Προς μεγάλη τους, όμως, έκπληξη αντίκρυσαν έναν ταπεινό και χαμηλόθωρο κληρικό, απλά ντυμένο, δίχως εγκόλπια, δίχως φουσκωμένα μάγουλα, με τρέμολη αργόσυρτη φωνή, καταγεμάτο δέος και συγκίνηση.

Μετά το Βατοπέδι, κάνοντας σταθμούς σε μερικές άλλες Μονές, έφθασε μαζί με τους φίλους του συνοδούς, στη Μεγίστη Λαύρα. Πέρασαν προηγουμένως απάνω σε ζώα ανατολικά από τη Μονή Καρακάλου προς το μήκος της χερσονήσου και συναπάντησαν το Αγίασμα, δηλαδή άφθονο κελαρυστό νερό, που έβγαινε από πελώριο βράχο. Τον βράχο που χτύπησε με το ραβδί του ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, με καθοδήγηση της Παναγίας. Μέσα στο αγίασμα, ακριβώς πάνω στον βράχο, φαινόταν ο σταυρός που σχηματίσθηκε ύστερα από το θαύμα. […]

Τους υποδέχτηκαν μεγαλόπρεπα, του πρότειναν να λειτουργήσει πανηγυρικά προσφέροντας να φορέσει το αδαμαντοποίκιλτο στέμμα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, του φίλου εκείνου τραγικού αυτοκράτορα του Αθανάσιου του Αθωνίτη, μα δε δέχτηκε. Προτιμούσε παντού και πάντα το ταπεινό επανωκαλύμμαυχο. Προτιμούσε τη μόνωση, τη μελέτη, τη γονυκλισία, τις αγρυπνίες, την προσευχή! Ελάχιστα συζητούσε, οι μετρημένες του κουβέντες ποτέ δεν αστοχούσαν. Ερευνούσε τα πάντα σιωπηλά. Το φρύδι του αριστερού του ματιού έδειχνε πιο λοξό, πιο φουσκωτό, πιο δασύ κι από κάτω η «ενέργεια της οράσεως» καθώς σε κοιτούσε, σε ψυχοδιάβαζε. Σε ανάγκαζε να σκύψεις, μια ιδέα να ταραχτείς.

Στην αρχή ξαφνιάστηκαν. Μήπως ήθελε να τους κάνει τάχα εντύπωση; Ώ, αυτοί ήξεραν από ευσεβοφάνεια, δεν έβλεπαν τα κοινά γνώριμα σημάδια. Όχι. Ήταν από κείνους τους άλλους, τους διαφορετικούς, τους φιλέρημους, ένας που κατά λάθος έμπλεξε με λογής – λογής μαθητές, με θόρυβο, με πολιτείες. […]

Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιος είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλιά ράσα, που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα.

Τον υποδέχτηκαν, όμως, όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά συκά, φουντούκια με αγριόμελι, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.

Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες «θείου φωτός»!

Καθώς σε μια στιγμή, ύστερα από τις πρώτες περιποιήσεις, σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, κατευθυνόμενοι προς τον φοβερό βράχο του Καρουλιού, συναπάντησαν έναν άγνωστο ερημίτη, μελαψό, με καταμπαλωμένο και τριμμένο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν.

Ευλογείτε … ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι’ απόμεινε εκστατικός.
Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως τον προ πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών;
Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κοιτάζει χαύνος. Εκείνος κοίταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε, λοιπόν, δίπλα του μια άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη, με το προορατικό χάρισμα! Άθελά του δάκρυσε.
Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετε τι διά τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ … παρακαλώ δεχθείτε … δεχθείτε τον ασπασμόν μου. Και πλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχτηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.

Χθες οι δαίμονες φρύαξαν … ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μετεβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού», εξηφανίσθησαν.
Διατί;
Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτη των. Τι νέα από τον κόσμο;
Τι νέα … Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και …
Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.

Στο μεταξύ, ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.

Σας αντιλαμβάνομαι, σεβασμιώτατε, έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας … Θά ’ρθει και η μόμωσις.
Τον κοίταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.

Τι φρονείτε διά τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:

Τέλος στα βασίλεια. Πόλεμοι … ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
Ο φόβος … επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρεις για τον φοβερό βράχο.

*Σώτου Χονδρόπουλου, Ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνα μας (Ο ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ), εκδ. Καινούργια Γη, σελ. 136-140.

πηγή