Ο επουράνιος και ο επίγειος μισθός (διδακτική ιστορία)

Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας σ’ ἕνα χωράφι, ὅπου μόλις εἶχε τελειώσει ὁ θερισμός, καί ὁ ἰδιοκτήτης πλήρωνε τούς ἐργάτες γιά τήν ἐργασία τους, γιά τόν κόπο τους.
Ἀνάμεσά τους ἦταν καί μερικοί μοναχοί, πού, ὅπως συνηθιζόταν ἐκείνη τήν ἐποχή, λόγῳ τῆς φτώχειας τους, ξενοδούλευαν στά χωράφια τῶν γαιοκτημόνων.

Τήν ὥρα τῆς ἀμοιβῆς ὅλων αὐτῶν πού εἶχαν δουλέψει, πῆγε κοντά σ’ αὐτούς καί ὁ πατήρ Ἠσαΐας.
Ὁ νοικοκύρης, ὅμως, βλέποντάς τον, δέν τοῦ ἔδωσε τίποτα, καί τόν ρώτησε αὐστηρά:
– Δούλεψες, ἐσύ, πάτερ, στό χωράφι μου;
– Ὄχι.
– Ἔ, τότε, πῶς θέλεις νά πάρεις μισθό;
– Δηλαδή, ὅποιος δέν δουλέψει πρῶτα, δέν δικαιοῦται μισθό;
– Ὄχι, βέβαια!
Ἄλλοι ἀπό τούς παρευρισκόμενους γελοῦσαν σέ βάρος τῶν μοναχῶν, ἄλλοι
σκανδαλίστηκαν. Κάποιοι πῆραν τό θάρρος νά νουθετήσουν τόν πατέρα Ἠσαΐα.
– Τί εἶναι αὐτό πού ’κανες; Γιατί τό ἔκανες; Δέν τό ξέρεις ὅτι δέν δικαιοῦσαι μισθό;
Ἀπάντησε σταθερά ὁ γέροντας:
– Τό ἤξερα, καί πολύ καλά μάλιστα! Ὅμως γιά σᾶς τό ἔκανα!
Γιατί βλέπω ὅτι, ἐνῶ γιά τά ὑλικά τό ἔχετε βάλει καλά μέσα σας ὅτι ὅποιος δέν δουλέψει, δέν δικαιοῦται μισθό, γιά τά πνευματικά, ὅπως οἱ ἀρετές, συμπάθεια καί καλοσύνη στόν συνάθρωπό μας, ἀγάπη καί εὐσπλαχνία στόν πάσχοντα, πλησίασμα στόν Χριστό, ἀκόμη δέν τό ἔχετε βάλει μέσα σας βαθιά ὅτι, ἄν δέν δουλέψετε «ἐδῶ καί τώρα», δέν δικαιοῦσθε οὔτε ἐπίγειο, οὔτε ἐπουράνιο μισθό ἀπό τόν Θεό!