Ω ΓΕΝΕΑ ΑΠΙΣΤΟΣ, ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΠΡΟΣ ΥΜΑΣ ΕΣΟΜΑΙ;

Συχνά οι άνθρωποι προκαλούμε τον Θεό. Δεν είναι τόσο η αμαρτωλότητά μας, το γεγονός ότι οι σκέψεις, οι πράξεις, η ζωή μας εν γένει αφίσταται του θεϊκού θελήματος, όπως αυτό αποτυπώνεται στο Ευαγγέλιο και στην ζωή της Εκκλησίας. Κυρίως είναι η ολιγοπιστία ή η απιστία ή η αδιαφορία μας για την παρουσία του Θεού στην ζωή μας. Τη αμαρτωλότητά μας ο Θεός την συγχωρεί. Άλλωστε, γι’ αυτό ενηνθρώπησε. Όταν η αμαρτία οδηγεί στην επίγνωση των ορίων μας, όταν η απάντησή μας σ’ αυτήν είναι η ταπείνωση και η μετάνοια, παύει να είναι πρόκληση. Γίνεται αγώνας υπέρβασης.
Κάποιοι όμως από μας πορευόμαστε σαν να μην υπάρχει ο Θεός. Είμαστε τόσο αδιάφοροι ζώντας με τον τρόπο του εαυτού μας. Έχουμε μεταθέσει την σχέση με τον Θεό στο μεταφυσικό πεδίο και επειδή βλέπουμε ότι έχουμε χρόνο μπροστά μας δεν αισθανόμαστε την ανάγκη ούτε να γνωρίσουμε ούτε να αγαπήσουμε ούτε να ακολουθήσουμε ό,τι ο Θεός είναι και μας αφήνει να δούμε. Άλλοι είμαστε ολιγόπιστοι. Μένουμε στο συμφέρον μας. Αν ο Θεός μας χρειάζεται, τότε σπεύδουμε να Τον επικαλεστούμε, αλλά όχι με την καρδιά μας. Δεν είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε το θέλημά Του για μας, αλλά ζητούμε να Το διαμορφώσουμε κατά την δική μας κρίση. Γι’ αυτό και εύκολα απογοητευόμαστε και μελαγχολούμε έναντί Του. Άλλοι πάλι είμαστε άπιστοι. Ζητούμε σημεία για να πιστέψουμε, όχι για να αλλάξουμε την ζωή μας, αλλά για να βάλουμε στην λογική μας την ιδέα του Θεού ως μία από τις αλήθειες της ζωής. Και επειδή τα θαύματα δεν έρχονται στην προοπτική των αισθήσεων, αλλά στην προοπτική της ανοιχτής καρδιάς, η οποία ζητά αυθεντικά τον Θεό και παραδίδεται στην αγάπη Του, παραμένουμε «γενεά άπιστος».
Και προκαλούμε τον Θεό. Εξισώνουμε τον εαυτό μας μ’ Αυτόν. Διατρανώνουμε το δικαίωμά μας να είναι Εκείνος υποχρεωμένος έναντί μας. Τον κρίνουμε. Απαιτούμε. Και τελικά Τον αρνούμαστε. Παραδίδουμε τον εαυτό μας στο «γένος των δαιμόνων», οι οποίοι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο φέρθηκαν και φέρονται έναντι του Θεού. Της ισοθεΐας. Της απαίτησης. Του εγωισμού. Της άρνησης. Και όπως οι δαίμονες παλεύουν να επιβληθούν με τον τρόπο τους σε όλους τους ανθρώπους, έτσι κι εμείς, θέτοντας τον Θεό υπό αμφισβήτηση ή ζητώντας από Αυτόν να εκπληρώσει το θέλημά μας, χωρίς εμπιστοσύνη, μεταφέρουμε τον τρόπο μας στους άλλους και γινόμαστε δημόσια πηγή απιστίας, ολιγοπιστίας, αδιαφορίας.
Μετά την μεταμόρφωσή Του ο Χριστός κατεβαίνει από το όρος Θαβώρ. Εκεί εμφανίζεται σ’ Αυτόν ένας πατέρας, ο γιος του οποίου ήταν υποδουλωμένος σε δαιμονικό πνεύμα. Ο πατέρας δεν απευθύνθηκε στον Χριστό, αλλά στους μαθητές Του. Θεώρησε ότι το χάρισμα του να βγάζει κάποιος δαιμόνια από τους άλλους ήταν μία αυτονόητη δωρεά του δασκάλου στους μαθητές. Ότι το θαύμα είναι μία εύκολη υπόθεση. Ότι δεν χρειάζεται η πίστη στον Χριστό, ο αγώνας του ανθρώπου να πλησιάσει τον Θεό, να συναισθανθεί την αμαρτωλότητά του, να ταπεινωθεί, να μετανοήσει, να ζητήσει, να υπομείνει, να περιμένει.
Όλα μπορούν να διορθωθούν, αρκεί να υπάρχει μία παρέα θαυματοποιών στο όνομα του Θεού, διά των οποίων κάθε δυσκολία υπερβαίνεται. Και βέβαια οι μαθητές δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί. Ο πατέρας πηγαίνει στον Χριστό, κατανοώντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ομολογεί την αποτυχία του λογισμού του και την αποτυχία των μαθητών. Και τότε ο Χριστός αναφωνεί: «ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Μάρκ. 9, 19) «Άπιστη γενιά! Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι;». Ο πατέρας θα βρει την πίστη του, αφού συνειδητοποιήσει την ολιγοπιστία του, και ο Χριστός θα διώξει το δαιμόνιο, απαντώντας και στους μαθητές Του ότι το δαιμονικό γένος χρειάζεται «προσευχή και νηστεία» για να βγει από τη ύπαρξη, για να απαλλαγεί ο άνθρωπος από τον τρόπο του δαίμονα που τον υποδουλώνει και ψυχικά και σωματικά.
Αυτή η φράση του Χριστού είναι ένας έλεγχος και για την δική μας ζωή και πορεία. Ο Θεός δεν αποδέχεται την ανθρώπινη πρόκληση, για να αποδείξει ότι υπάρχει. Δεν είναι ένα παιχνίδι εξουσίας η σχέση Θεού και ανθρώπου, όπου ο Ισχυρός θέλει να αποδείξει στον αδύναμο ότι δεν μπορεί να Τον νικήσει. Είναι μία υπόμνηση ότι η πρόκληση έχει όριο: το ότι ο Θεός θα σεβαστεί την ελευθερία μας και θα φύγει από κοντά μας. Θα μας εγκαταλείψει. Δεν θα μας ανεχτεί, όχι γιατί πρέπει να μας τιμωρήσει ώστε να επικρατήσει η δικαιοσύνη για τα κρίματά μας, αλλά γιατί εμείς αρνούμαστε την αγάπη Του με την απιστία μας. Θέτοντας τον Θεό στην πρόκληση της εγωιστικής αμφισβήτησης και άρνησης, όχι του προβληματισμού που είναι ανθρώπινος, δηλώνουμε ότι δεν χρειαζόμαστε την ανοχή Του, την αγάπη Του, την παρουσία Του στην ζωή μας. Ότι μπορούμε μόνοι μας. Και βέβαια, είμαστε έτοιμοι να παραμείνουμε παραδομένοι στον δαιμονικό τρόπο. Διότι η προσευχή και η νηστεία που χρειάζονται για την εκδίωξη των δαιμόνων δεν είναι τίποτε άλλο παρά δήλωση προς τον Θεό ότι Τον αναγνωρίζουμε ως τον Κύριο της ζωής μας και ότι Τον εμπιστευόμαστε, αλλά και η δική μας κίνηση πίστης, να νηστέψουμε από ό,τι μας χωρίζει από την αγάπη Του, αμαρτία σώματος και ψυχής. Η στέρηση των δικαιωμάτων μας να καταναλώνουμε τα πάντα είναι μία εκούσια παράδοση της ελευθερίας μας στον Θεό και το θέλημά Του, κίνηση ταπείνωσης, την οποία οι δαίμονες απεχθάνονται.
Στην εποχή μας, αλλά και στην ζωή μας προκαλούμε τον Θεό. Εκείνος είναι βεβαίως πάντοτε μαζί μας. Εμείς δεν είμαστε. Εκείνος μπορεί ως τέλειος άνθρωπος να αναφωνεί ενώπιον όσων Τον έβλεπαν ως θαυματοποιό και όχι ως Τον Θεάνθρωπο, ως εξουσιαστή και εκπληρωτή των συμφερόντων τους, όσο ευγενή κι αν ήταν, και όχι ως Σωτήρα το «ως πότε θα είμαι μαζί σας; ως πότε θα σας ανέχομαι;», αλλά γνωρίζουμε ότι ακόμη κι αν μας εγκαταλείπει, είναι αρκετό ένα «Μνήσθητι» πίστης για να επανέλθει. Γιατί αυτή είναι η Αγάπη στην οποία δεν πιστεύουμε. Είναι η παρουσία. Είναι η έγνοια για το σε βάθος χρόνου συμφέρον μας που είναι η σωτηρία. Είναι η πρόσκληση σε μετάνοια, εμπιστοσύνη, παραίτηση από τον δαιμονικό τρόπο του εγώ. Ας αναφωνήσουμε λοιπόν κι εμείς στην ζωή της Εκκλησίας, μαζί με τον πατέρα του δαιμονιζόμενου παιδιού, το «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία»!