Ο ΘΕΟΣ ΔΙΝΕΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

«Στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα χτύπησαν τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ…

῏Ηταν μιὰ γριούλα καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν παπὰ νὰ πάει νὰ κοινωνήσει ἕναν ἄρρωστο. ῾Ο παπὰς ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὴν Θεία Κοινωνία καὶ βγῆκε ἀμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σ’ ἕνα φτωχὸ σπιτάκι. ῾Η γριούλα ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ μπάζει τὸν ἱερέα σ’ ἕνα δωμάτιο. Καὶ νά, ξαφνικά, ὁ παπὰς βρίσκεται ἐκεῖ μόνος μὲ τὸν ἄρρωστο. Μόλις τὸν βλέπει αὐτός, βάζει τὶς φωνές: – Φύγε ἀπὸ ᾿δῶ!… Ποιός σὲ κάλεσε;… ᾿Εγὼ εἶμαι ἄθεος καὶ ἄθεος θὰ πεθάνω! …

῾Ο παπὰς τὰ ἔχασε. – Μὰ δὲν ἦρθα μόνος μου! Μὲ κάλεσε ἡ γριά!… – Ποιά γριά;… ᾿Εγὼ δὲν ξέρω καμμία γριά!…

῾Ο παπὰς καθὼς στέκει ἀπέναντί του, βλέπει πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἄρρωστου μιὰ φωτογραφία μὲ τὴν γυναίκα ποὺ τὸν κάλεσε.
Καὶ τοῦ λέει, ἐνῶ τοῦ δείχνει τὴν φωτογραφία: – Νά, αὐτή!… – Ποιά αὐτή;… Ξέρεις τί λές, παπά;… Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Καὶ ἔχει πεθάνει χρόνια τώρα!… Γιὰ μία στιγμὴ πάγωσαν καὶ οἱ δύο. Αἰσθάνθηκαν δέος.

῾Ο ἄρρωστος ἄρχισε νὰ κλαίει. ῎Επειτα, ὅταν συνῆλθε, ζήτησε νὰ ἐξομολογηθεῖ. Καὶ ὕστερα κοινώνησε. ῾Η μητέρα του ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ εἶχε φροντίσει νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας».

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ φανερώνει, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει εὐκαιρίες στὸν ἄνθρωπο νὰ μετανοήσει καὶ νὰ πιστεύσει.

῎Εστω καὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Κατὰ βάθος, βέβαια, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄθεος.

Καὶ ὅσοι λένε πὼς δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, πιστεύουν σὲ ὑποκατάστατα: δόξα, χρῆμα, ἐξουσία κ.ἄ. Μέσα τους, ὅμως, νιώθουν τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ..