…παρέδωσε το πνεύμα του μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Παρθένου…

Ο π. Σίλβεστρος της μονής του Ντουράου, καταγόταν από την επαρχία Νεάμτσς της Ρουμανίας. Ήταν τόσο ταπεινός και υπάκουος, ώστε όλους τους ωφελούσε με την πραότητα και τη μοναχική διαγωγή του. Γράμματα δεν γνώριζε. Προσευχόταν διαρκώς και εργαζόταν στον κήπο. Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στην εικόνα της προσευχόταν κάθε μέρα λέγοντας:

– Μητέρα του Κυρίου, βοήθησε με τον αμαρτωλό! Κυρία Θεοτόκε, δος μου καλό τέλος!

Κατόπιν ασπαζόταν την εικόνα της και πήγαινε στο διακόνημα του.

Όταν έγινε ενενήντα ετών έχασε την ακοή του. Αλλά από την εκκλησία ποτέ δεν απουσίαζε. Μια μέρα τον ρώτησαν οι πατέρες:

– Πώς σηκώνεσαι τη νύχτα στον όρθρο, π. Σίλβεστρε, αφού δεν ακούς την καμπάνα;

– Έχει για μένα τον αμαρτωλό πρόνοια η Υπεραγία Θεοτόκος. Όταν κατακλιθώ λέω: Κυρία Θεοτόκε, σήκωσε με για την αγία προσευχή! Και τα μεσάνυχτα, όταν χτυπάη το σήμαντρο για τον όρθρο, κάποιος με αγγίζει λίγο και αμέσως σηκώνομαι!

Μερικές φορές έλεγε στους πατέρες:

– Άραγε γιατί δεν έρχεται πια σε μένα ο θάνατος; Φαίνεται ότι, σαν αμαρτωλός που είμαι, δεν με έχει συγχωρήσει ακόμη ο Θεός! Πατέρες, προσευχηθήτε για μένα.

Και λέγοντας αυτά έκλαιγε.

Αγωνίσθηκε στο μοναστήρι του Ντουράου περισσότερο από είκοσι χρόνια. Τον αγαπούσαν όλοι, γιατί ήταν ενάρετος και άκακος. Και όπως αγία ήταν η ζωή του, το ίδιο ήταν και το τέλος του.

Το φθινόπωρο του 1919, όταν ήσαν όλοι στον όρθρο και έψαλλαν «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ…», ο π. Σίλβεστρος έκανε μετάνοιες, όπως συνήθιζε, στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Κατόπιν γονάτισε με το πρόσωπο στο έδαφος. Οι πατέρες νόμισαν ότι τον πήρε ο ύπνος. Στο τέλος της ακολουθίας τον πλησίασαν και του είπαν:

– Σήκω, π. Σίλβεστρε, τελείωσε ο όρθρος!

Αλλά ο π. Σίλβεστρος είχε παραδώσει το πνεύμα του μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Παρθένου!

Τότε οι πατέρες τον τύλιξαν με τον μανδύα, τον έβαλαν στο μέσο της εκκλησίας και την τρίτη μέρα τον κατευόδωσαν για την αιώνια πατρίδα.

(Ρουμανικό Γεροντικό)

(“Χαρίσματα και Χαρισματούχοι”, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 235-236)