4. Ὁ ἀββᾶς Δανιὴλ εἶπε:
«Μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος -τάχα γιὰ κάποιον ἄλλον, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἦταν- τὰ ἑξῆς:
Ἕνας Γέροντας καθὼς καθόταν στὸ κελί του, ἄκουσε φωνὴ ποὺ ἔλεγε:
«Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων».
Σηκώθηκε καὶ βγῆκε. Τὸν ἔφερε σὲ κάποιο τόπο καὶ τοῦ ἔδειξε ἕναν Αἰθίοπα νὰ κόβει ξύλα καὶ νὰ κάνει ἀπ᾿ αὐτὰ ἕνα μεγάλο φορτίο, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ φορτωθεῖ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Καὶ ἀντὶ νὰ ἀφαιρέσει ξύλα ἀπὸ αὐτό, ἔκοβε κι ἄλλα καὶ τὰ στοίβαζε στὸ φορτίο. Αὐτὸ τὸ ἔκαμνε γιὰ πολλὴ ὥρα.
Προχώρησε λίγο παρὰ πέρα. Τοῦ δείχνει ἕναν ἄνθρωπο νὰ στέκεται πάνω σὲ λάκκο, νὰ βγάζει νερὸ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ ρίχνει σὲ μία δεξαμενὴ ποὺ ἦταν ὅλο τρῦπες καὶ ἔπεφτε τὸ ἴδιο τὸ νερὸ πάλι στὸν λάκκο.
Ξανὰ τοῦ λέει:
«Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω ἄλλο».
Καὶ βλέπει ἕναν ναὸ καὶ δυὸ ἄνδρες καθισμένους σὲ ἄλογα ποὺ κρατοῦσαν οἱ δυό τους ἕνα ξύλο σὲ πλάγια θέση ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο. Ἤθελαν νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ θύρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν, γιατὶ τὸ ξύλο ἦταν πλαγιαστό. Καὶ δὲν πῆρε τὴν ταπεινὴ θέση ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὥστε νὰ μεταφέρουν τὸ ξύλο κρατώντας το πρὸς τὴν εὐθείσα ποὺ πήγαιναν, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.
Αὐτοὶ εἶναι, ἐξήγησε, ἐκεῖνοι ποὺ βαστοῦν τὸν ζυγὸ τῆς δικαιοσύνης μὲ ὑπερηφάνεια, καὶ δὲν ταπεινώθηκαν νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ βαδίσουν τὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουν ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ κόβει τὰ ξύλα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ πεσμένος σὲ πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἀντὶ νὰ μετανοήσει, βάζει κι ἄλλες πάνω στὶς ἁμαρτίες του. Τέλος, ἐκεῖνος ποὺ τραβὰ τὸ νερὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού, ναὶ μὲν κάνει καλὰ ἔργα, ἀλλὰ ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὰ εἶχε ἀναμείξει ὄχι καλὸ σκοπό, ἔχασε ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ τὰ καλὰ ἔργα.
Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὰ ἔργα του, γιὰ νὰ μὴν κοπιάσει ἄδικα».
30. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Παχώμιο ὅτι κάποτε κηδευόταν τὸ σκήνωμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ ὅτι τὸ συνάντησε ὁ ἀββᾶς στὸν δρόμο.
Βλέπει δυὸ ἀγγέλους νὰ ἀκολουθοῦν τὸν νεκρὸ πίσω ἀπὸ τὸ νεκροκρέβατο.
Ἀπόρησε γι᾿ αὐτοὺς καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ γεγονός.
Τὸν πλησιάζουν οἱ δυὸ ἄγγελοι. Τοὺς ρωτάει:
«Γιατί ἐσεῖς ποῦ εἶστε ἄγγελοι ἀκολουθεῖτε τὸν νεκρό;»
Καὶ τοῦ λένε οἱ ἄγγελοι:
«Ὁ ἕνας ἀπὸ μᾶς εἶναι τῆς Τετάρτης κι ὁ ἄλλος τῆς Παρασκευῆς. Αὐτὸς ὡς τὴ μέρα ποὺ πέθανε δὲν παρέλειπε νὰ νηστεύει Τετάρτη καὶ Παρασκευή, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀκολουθήσαμε πίσω ἀπὸ τὸ σκήνωμά του. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέχρι τὸν θάνατό του τήρησε τὴ νηστεία, κι ἐμεῖς μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο δοξάσαμε αὐτὸν ποὺ ἔκανε ἀγῶνα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου».
31. Ὁ μακάριος Παῦλος ὁ ἁπλός, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, διηγήθηκε στοὺς Πατέρες ὅτι κάποτε ἐπισκέφθηκε ἕνα μοναστῆρι γιὰ ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν. Μετὰ τὴ συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ τους, μπῆκαν στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία νὰ κάνουν τὴν καθιερωμένη ἀκολουθία. Ὁ μακάριος Παῦλος -λέει- πρόσεχε τὸν καθένα ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἄραγε μὲ ποιὰ ψυχικὴ διάθεση ἐρχόταν στὴν ἀκολουθία. Γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα τοῦ εἶχε δώσει, νὰ βλέπει ποιὸς εἶναι ὁ καθένας στὴν ψυχή, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ὅλοι ἔμπαιναν μὲ λαμπρὴ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πρόσωπο χαρωπὸ καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ καθενὸς χαιρόταν μαζί του. Ἕναν -λέει- τὸν βλέπει μαῦρο καὶ σκοτεινὸ σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα. Δαίμονες τὸν περιτριγύριζαν κι ἀπ᾿ τὰ δυὸ μέρη, τὸν τραβοῦσαν καὶ τοῦ περνοῦσαν χαλινάρι στὴ μύτη, ἐνῷ ὁ ἄγγελός του ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριά, σκυθρωπὸς καὶ θλιμμένος.
Ὁ Παῦλος κλαίγοντας καὶ χτυπώντας μὲ τὸ χέρι τὸ στῆθος, καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ θρηνοῦσε αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε σὲ τέτοια κατάσταση. Οἱ Πατέρες μπροστὰ στὴν παράξενη στάση τοῦ ἀββᾶ καὶ στὴν ἀπρόοπτη μεταβολή του σὲ δάκρυα καὶ πένθος, ἄρχισαν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ θρηνοῦν, καὶ τὸν ρωτοῦσαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ τί εἶδε, φοβούμενοι μήπως τὸ ἔκανε γιατί εἶχε κάποιο παράπονο ἀπὸ ὅλους. Τὸν παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ μπεῖ στὴν ἀκολουθία.
Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς ἀπομάκρυνε καὶ καθόταν ἔξω, θρηνώντας μὲ τὴν ψυχή του αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε ἔτσι.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ ἀκολουθία τελείωσε καὶ ὅλοι ἔβγαιναν. Ὁ Παῦλος πάλι παρατηροῦσε τὸν καθένα, θέλοντας νὰ δεῖ σὲ τί κατάσταση ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ἔβγαιναν. Βλέπει λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν ἄνδρα, τὸν μαῦρο καὶ ζοφερό, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία λαμπρὸς στὸ σῶμα, τοὺς δαίμονες νὰ ἀκολουθοῦν κάπου μακριὰ καὶ τὸν ἅγιο ἄγγελο κοντά του νὰ τὸν συνοδεύει καὶ νὰ χαίρεται πολὺ γι᾿ αὐτόν. Ὁ Παῦλος ἀναπήδησε μὲ χαρὰ καὶ φώναζε εὐλογώντας τὸν Θεό:
«Ὢ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαθότητα! Ὤ, δόξα στοὺς θείους οἰκτιρμούς Του καὶ στὴν ἄμετρη φιλανθρωπία Του!»
Τρέχοντας ἀμέσως ἀνέβηκε σὲ ψηλὸ σκαλοπάτι καὶ ἔλεγε μὲ μεγάλη φωνή:
«Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ τί καταπληκτικὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα εἶναι. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐλᾶτε νὰ τὸν προσκυνήσουμε, νὰ πέσουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ τοῦ ποῦμε: Σὺ μόνος μπορεῖς νὰ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες».
Ἔτρεχαν ὅλοι μαζὶ μὲ ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν τὰ λεγόμενα. Ὅταν συγκεντρώθηκαν ὅλοι, ὁ Παῦλος περιέγραψε τί εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σ᾿ αὐτόν, πρὶν μποῦν στὴν ἐκκλησία. Ὕστερα ζήτησε ἐπίμονα ἀπό ᾿κεῖνον τὸν ἄνδρα νὰ φανερώσει γιὰ ποιὰ αἰτία ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ξαφνικὰ μιὰ τέτοια ἀλλαγή.
Ὁ ἀδελφός, ἀφοῦ ἐξετέθη ἀπὸ τὸν Παῦλο μπροστὰ σὲ ὅλους, χωρὶς δισταγμὸ ἄρχισε νὰ λέει τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του.
«Ἐγὼ -εἶπε- εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ μέχρι τώρα ζοῦσα μέσ᾿ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν ὅμως μπῆκα στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, αὐτὴ τὴν ὥρα ἄκουσα ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα -μᾶλλον ὁ Θεὸς μιλοῦσε μέσῳ αὐτοῦ- νὰ λέει: Νὰ λουσθεῖτε, νὰ καθαρισθεῖτε. Νὰ ἀφαιρέσετε τὶς πονηρίες καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη ἀπὸ τὶς καρδιές σας, ὥστε νὰ εἶσθε καθαροὶ ἐνώπιόν μου. Νὰ μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό. Καὶ ἂν οἱ ψυχές σας εἶναι κόκκινες, θὰ τὶς λευκάνω σὰν τὸ χιόνι. Κι ἂν θελήσετε νὰ μὲ ἀκούσετε, θὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ἐγὼ ὁ πόρνος -λέει- μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ προφήτη ἔνιωσα κατάνυξη στὴν ψυχή. Στέναξα μέσα μου καὶ εἶπα στὸν Θεό: Σὺ εἶσαι ὁ Θεός, ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο νὰ σώσεις τοὺς ἁμαρτωλούς. Αὐτὰ ποὺ τώρα ὑποσχέθηκες μὲ τὸν προφήτη σου, αὐτὰ πραγματοποίησέ τα σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο. Νά, ἀπὸ τώρα σοῦ δίνω τὸν λόγο μου κι ἔρχομαι σὲ συμφωνία μαζί σου, καὶ μὲ τὴν καρδιά μου σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δὲν θὰ κάνω πλέον κάτι ἀπὸ αὐτὰ τὰ κακά. Ἐγκαταλείπω κάθε παρανομία καὶ ἀπὸ τώρα ὑπηρετῶ ἐσένα μὲ καθαρὴ συνείδηση. Σήμερα, Κύριέ μου, καὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὥρα δέξαι με μετανοημένο, πεσμένο στὰ πόδια σου καὶ ἀποφασισμένο ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ ἀπέχω ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Μὲ αὐτὲς τὶς συμφωνίες -λέει- ἔφυγα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία παίρνοντας μέσα στὴν ψυχή μου τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πράξω πιὰ τίποτε τὸ κακὸ ἀπέναντι στὸν Θεό».
Ὅλοι ὅσοι τὰ ἄκουσαν αὐτά, μὲ μιὰ φωνὴ ἔψαλλαν δυνατὰ στὸν Θεό:
«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας».
Λοιπόν, χριστιανοί, καθὼς ξέρουμε ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὶς ἀποκαλύψεις πόση ἀγαθότητα ἔχει ὁ Θεὸς σὲ ὅσους καταφεύγουν μὲ εἰλικρίνεια σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ διορθώνουν μὲ μετάνοια τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματα, καὶ ὅτι δίνει πάλι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ, χωρὶς νὰ τιμωρεῖ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες, ἐμεῖς ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως δηλαδὴ ὑποσχέθηκε μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα ὅτι θὰ πλύνει ὅσους ἔχουν βρεθεῖ στὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅτι θὰ τοὺς λευκάνει σὰν μαλλὶ καὶ χιόνι, καὶ ὅτι θὰ τοὺς κάνει ἄξιους γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἔτσι πάλι μὲ τὸν ἅγιο προφήτη Ἰεζεκιὴλ ὁρκίζεται ὅτι δὲν θὰ μᾶς καταστρέψει. Γιατί, λέει ἡ προφητεία:
«Ζῶ ἐγὼ -διαβεβαιώνει ὁ Κύριος- καὶ δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὥσπου νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ἔχει ζωή».
32. Κάποτε ὁ Ζαχαρίας, μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σιλουανοῦ, μπῆκε στὸ κελὶ καὶ βρῆκε τὸν ἀββᾶ σὲ ἔκσταση, καὶ τὰ χέρια του ὑψωμένα στὸν οὐρανό. Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ βγῆκε. Ξανὰ πῆγε στὶς δώδεκα καὶ στὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι καὶ τὸν βρῆκε στὴν ἴδια στάση.
Κατὰ τὶς τέσσερις χτύπησε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε. Τὸν βρῆκε νὰ ἡσυχάζει. Τὸν ρωτᾷ:
«Πάτερ, τί ἔχεις σήμερα;»
«Ἀδιαθέτησα σήμερα, παιδί μου» ἀπάντησε.
Ἐκεῖνος ὅμως ἀγκάλιασε τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε;
«Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μοῦ πεῖς τί εἶδες».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Ἐγὼ ἁρπάχτηκα στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδα τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ στεκόμουν ὡς πρὶν ἀπὸ λίγο, καὶ τώρα γύρισα».
38. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες εἶπε ὅτι οἱ μοναχοὶ τρία πράγματα τιμοῦν ἰδιαίτερα, ποὺ κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ πλησιάζουμε μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ χαρὰ πνευματική. Αὐτὰ εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἡ τράπεζα τῶν ἀδελφῶν καὶ ὁ νιπτῆρας τους.
Ἔφερε καὶ ἀνάλογο παράδειγμα:
Ἕνας Γέροντας, μεγάλος διορατικός, μιὰ μέρα ἦταν μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀδελφούς. Τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ ἔτρωγαν, ὁ Γέροντας καθισμένος στὸ τραπέζι πρόσεχε μὲ τὸ πνεῦμα του, κι ἔβλεπε ἄλλους νὰ τρῶνε μέλι, ἄλλους ψωμί, ἄλλους κόπρο. Ἀποροῦσε μέσα του, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεό:
«Κύριε, φανέρωσέ μου αὐτὸ τὸ μυστηριῶδες πρᾶγμα, ὅτι οἱ ἴδιες τροφὲς εἶναι μπροστὰ σὲ ὅλους πάνω στὸ τραπέζι, ὅμως τὴν ὥρα ποὺ τρῶνε φαίνονται τόσο ἀλλαγμένες, ὥστε ἄλλοι τρῶνε μέλι, ἄλλοι ψωμὶ καὶ ἄλλοι κόπρο».
Ἦρθε φωνὴ ἀπὸ ψηλὰ ποὺ ἔλεγε:
«Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ μέλι εἶναι ὅσοι μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ πνευματικὴ χαρὰ κάθονται στὸ τραπέζι, καὶ ἡ προσευχή τους εἶναι ἀκατάπαυστη, ἔτσι ἡ εὐχή τους σὰν θυμίαμα ἀνεβαίνει στὸν Θεό, γι᾿ αὐτὸ καὶ τρῶνε μέλι. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ ψωμὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εὐχαριστοῦν γιὰ τὸ ὅτι τρῶνε αὐτὰ ποὺ δωρίζει ὁ Θεός. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὴν κόπρο εἶναι ὅσοι γογγύζουν καὶ λένε: Αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ κεῖνο σάπιο.
Δὲν πρέπει ἔτσι νὰ σκέφτεται κανείς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑμνολογεῖ, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ ρητό:
«Εἴτε τρῶτε εἴτε πίνετε εἴτε κάτι ἄλλο κάνετε, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ».
41. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
Αὐτὸ λέει ἡ Γραφὴ γιὰ τὶς δυὸ καὶ τρεῖς ἁμαρτίες τῆς Τύρου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τέσσερις δὲν θὰ στρέψω ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό μου.
Δηλαδὴ τέσσερα εἶναι τὰ στάδια τῆς ἁμαρτίας:
- τὸ νὰ ἔρθει τὸ κακὸ στὸν νοῦ,
- τὸ νὰ δώσεις τὴ συγκατάθεση στὸν λογισμὸ καὶ
- τὸ νὰ συζητᾷς μαζί του,
- τὸ τέταρτο εἶναι τὸ νὰ ἐκτελέσεις τὴν ἁμαρτία.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ ἀποστραφῶ ἐκεῖνον ποὺ μετανοεῖ, λέει ὁ ΣΚύριος.
46. Ἕνας Γέροντας κάποτε πῆρε τὸ χάρισμα νὰ βλέπει ὅσα γίνονται. Ἔλεγε:
«Εἶδα ἀδελφὸ νὰ μελετάει στὸ κελί του, καὶ νά, ἕνας δαίμονας ἦρθε καὶ στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί.
Ὅσο ὁ ἀδελφὸς μελετοῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ μέσα.
Μόλις ὅμως σταματοῦσε τὴ μελέτη, τότε ὁ δαίμονας ἔμπαινε στὸ κελί του καὶ τοῦ ἔφερνε πόλεμο».
Πηγή:Μέγα Γεροντικό
Έκδοση:Ιερά Μονή Παρακλήτου