• ΣΗΜΑΙΑ-ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
    Σημαία Βυζαντινή
    Βυζαντινή σημαία από ειδικό πολυεστερικό σημαιόπανο με διπλές ραφές.
  • PD.978-618-85042-33
    Χριστούγεννα
    Συλλογικός τόμος Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Κυριακίδης Αριθμός σελίδων 240 Διαστάσεις 21x14 Ένα βιβλίο-μαρτυρία...

Πνευ­μα­τι­κή ζω­ή και κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα

Η πνευματική ζω­ή είναι ζω­ή για όλους ή για λίγους ε­κλε­κτούς;
Μπο­ρεί να α­φο­ρά αν­θρώ­πους της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, α­πλούς ή α­πευ­θύ­νε­ται μό­νο σε ό­σους α­φι­ε­ρώνουν την ύπαρ­ξη τους α­πο­κλει­στι­κά και μόνο στον Θε­ό;
Γί­νε­ται να ζείς πνευ­μα­τι­κά ό­ταν το μυα­λό σου βα­σα­νί­ζουν βι­ο­τι­κές μέ­ρι­μνες και η ψυ­χή σου βα­ραί­νει α­πό τον μόχθο και α­πό μια α­φόρη­τη ρου­τί­να;
Υ­πάρ­χει πνευ­μα­τι­κή ζω­ή ό­ταν δεν έ­χεις χρό­νο να με­λε­τή­σεις ού­τε την Αγία Γρα­φή, ό­ταν δεν βρί­σκεις έναν ε­λά­χι­στο χρό­νο η­συ­χί­ας να στο­χα­στείς για να μπο­ρέ­σεις έ­στω να ε­πι­θυ­μή­σεις την συ­νάν­τη­ση μα­ζί Του;
Κι ό­ταν για πρα­κτι­κούς λό­γους δεν μπο­ρείς να βρε­θείς ού­τε στο μυ­στή­ριο της Θεί­ας Ευχαριστίας πα­ρα μόνο τα τε­λευ­ταί­α λε­πτά;

Η κα­θη­με­ρι­νότη­τα μοιά­ζει πολ­λές φο­ρές με φορ­τί­ο δυ­σβά­στα­χτο, που τρα­βά­ει τον άν­θρω­πο τον πλα­σμέ­νο για να κοι­τά­ει κα­τα τον ου­ρα­νό, βα­θιά μέ­σα στο χώ­μα.
Οι μέ­ρι­μνες γίνον­ται θη­λιά που πνί­γει κά­θε προ­σπά­θεια της ψυ­χής να κερ­δί­σει την α­νά­σα της. Και ο χρό­νος τρέχει βι­α­στι­κός και μας πα­ρα­σέρ­νει ορ­μη­τι­κά μα­ζί του στην σπα­τάλη της πο­λύ­τι­μης ζω­ής μας μέ­χρι την στιγ­μή που παίρ­νου­με την γεν­ναί­α α­πό­φα­ση να τον στα­μα­τήσου­με!

Εί­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή το στα­μά­τη­μα του χρό­νου σε μι­κρές στιγ­μές φω­τός, που γί­νον­ται αι­ώνι­ες μόνο και μό­νο ε­πει­δή νι­ώ­σα­με ε­λεύ­θε­ροι α­πό άγ­χη και φό­βους, ε­πει­δή α­φε­θή­κα­με να τις ζή­σου­με ή άλ­λες στιγ­μές που χω­ρίς να ξέ­ρου­με για­τί, νι­ώ­θου­με να μας χα­ρί­ζον­ται;
Ό­πως έ­να κοί­ταγ­μα στην α­να­το­λή την ώρα που βά­φει με ροζ το γα­λά­ζιο. Ή το συ­να­πάν­τη­μα με τα γε­λα­στά μά­τια κάποι­ου άλ­λου. Μια αγ­κα­λιά α­πο­χω­ρι­σμού που πε­ρι­έ­χει μέ­σα της ό­λη την τρυ­φε­ρότη­τα και την α­γά­πη. Ή α­κό­μα ένα προ­στα­τευ­τι­κό Του βλέμ­μα σε μια α­γα­πη­μένη μας αγιογραφία, που το νι­ώ­θου­με να μας συν­τρο­φεύ­ει μυ­στι­κά όπου κι αν είμα­στε…

Εί­ναι τό­σα πολ­λά όσα δεν μας ευ­χα­ρι­στούν στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Πράγ­μα­τα που κάνου­με για­τί πρέπει, για­τί δεν τα ε­πι­λέ­ξα­με συ­νει­δη­τά, για­τί δεν εί­χα­με την ω­ρι­μότη­τα να ξέ­ρου­με ποι­οι εί­μα­στε και τι μας ται­ριά­ζει, για­τί όν­τας ε­νήλι­κες έ­χου­με υ­πο­χρε­ώ­σεις, για­τί συ­να­να­στρε­φόμα­στε με αν­θρώ­πους υ­πο συν­θήκες που κα­νο­νι­κά δεν θα ε­πι­λέγα­με για φί­λους μας.
Κα­τα­στά­σεις που μας κά­νουν άλ­λο­τε να δυ­σα­να­σχε­τού­με, άλ­λο­τε α­πο­κα­μω­μένοι να πα­ραι­τού­μα­στε, να α­φη­νό­μα­στε σε α­δι­άκο­πη γκρί­νια, να τα βάζου­με με τους άλ­λους, να μην μπο­ρού­με να χα­ρού­με α­λη­θι­νά.

Εί­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή η α­σκη­τι­κή της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας κόν­τρα σε ο,τι το έν­στι­κτο, οι φυ­σι­κές μας α­δυ­να­μίες, οι κα­κές μας συ­νή­θει­ες – έ­να πιά με τον ε­αυ­τό μας – μας υ­πα­γο­ρεύ­ουν; Έ­χει α­ξί­α να πα­λεύ­ου­με κά­θε μέ­ρα, χί­λι­ες φο­ρές να πέ­φτου­με στα ίδια και χί­λι­ες να ση­κω­νόμα­στε για­τί δεν θέλου­με τον ε­φη­συ­χα­σμό α­μα­χη­τί στο “έ­τσι κάνουν ό­λοι”;

Να έχου­με την παρ­ρη­σί­α να α­να­γνω­ρί­ζου­με την ευ­θύ­νη μας σε κα­θε­τί; Να μην ε­πι­τρέ­που­με στον ε­αυ­τό μας να ε­νο­χλεί χω­ρίς αι­τία κα­νέ­να άν­θρω­πο, α­πό σε­βα­σμό για την ει­κόνα του Θε­ού ο Οποίος κα­τοι­κεί μέσα στην κά­θε ύ­παρ­ξη;
Να α­να­ζη­τούμε σε ό­λα το ω­ραί­ο, το κάλ­λος, να ε­πεν­δύ­ου­με δια­ρκώς στην ο­μορ­φιά του κό­σμου;
Η ζω­ή μοιά­ζει να κυριαρχείται α­πό το κα­κό. Ο “Άρ­χων του κό­σμου τού­του” (Ιω. 12, 31) φαίνεται να διαφεντεύει την οικουμένη. Δεν μας φτά­νει το σκο­τάδι μέσα μας, ο υ­παρ­ξια­κός μας πό­νος, οι προ­σω­πι­κές δυ­σκο­λίες στις σχέ­σεις, οι ε­ξω­τε­ρι­κοί πει­ρα­σμοί που κα­τα και­ρούς μας ε­πι­σκέ­πτον­ται, μα και κά­θε μέ­ρα α­πίστευ­τες ι­στο­ρί­ες αν­θρώ­πων, ι­στο­ρίες πό­νου, φτάνουν στ’ αυ­τιά μας.

Κά­πο­τε μας κα­τα­κλύ­ζει η α­πελ­πι­σί­α και δεν βλέ­που­με ούτε μια α­χτίδα φω­τός, κάπο­τε κλεί­νου­με η­θε­λη­μέ­να τα αυ­τιά στο κα­κό γύ­ρω μας κι εν­τός μας στρου­θο­κα­μη­λί­ζον­τας, προ­σποι­ούμε­νοι ότι όλα είναι πε­ρί­φη­μα.
Είναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή το ά­νοιγ­μα μιάς χα­ρα­μά­δας στην ψυ­χή μας να χω­ρέ­σει ο πόνος, ο θά­να­τος, το κα­κό της αν­θρω­πότη­τας; Είναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή να μην στε­ρού­με α­πό την ύπαρ­ξη μας το δι­καί­ω­μα να κραυ­γά­ζει προς Ε­κεί­νον το έ­λε­ος Του για κά­θε πλά­σμα Του;

Η κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα, οι ρό­λοι που α­να­λαμ­βά­νου­με κα­θώς με­γα­λώ­νου­με, οι κοι­νω­νι­κές συμ­βάσεις κρύ­βουν πο­λύ συ­χνά την μο­να­δι­κό­τη­τα του προ­σώ­που μας.
Η ζω­ή μας με­τα­βάλ­λε­ται σε ένα τρένο που α­δι­ά­κο­πα τρέ­χει, ε­νώ ε­μείς κα­τά­κο­ποι και α­σθμαί­νον­τες ξω­πίσω του ελ­πί­ζου­με να το προ­λά­βου­με στον ε­πόμε­νο σταθ­μό. Τα ι­δι­αί­τε­ρα χα­ρίσμα­τα μας μέ­νουν θαμ­μέ­να και οι δω­ρε­ές του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος α­νεκ­με­τάλ­λευ­τες.
Τα πρό­σω­πα χάνουν την χά­ρη και την χα­ρά τους, σκυ­θρω­πιά­ζουν, γί­νον­ται μουν­τά. Είναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή να βρί­σκου­με τα στά­χυ­α μέσα μας και να πα­σχίζου­με να τα α­να­στή­σου­με; Να έ­χου­με τα αυ­τιά μας α­νοι­χτά να α­φουγ­κρά­ζον­ται τις βα­θύτε­ρες ε­πι­θυ­μί­ες μας;

Να αυ­ξά­νου­με τα τάλαν­τα μας με την χα­ρά του μοι­ρά­σμα­τος με τους γύρω μας, χω­ρίς να τα πε­ρι­φέ­ρου­με κομ­πά­ζον­τας κι ε­πι­ζη­τών­τας δι’ αυ­τών α­να­γνώ­ρι­ση και ε­πι­βε­βαί­ω­ση;

Εν τέ­λει, είναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή να θυ­μό­μα­στε μέσα στην δίνη των γε­γο­νό­των της κά­θε η­μέρας, που και που, το “ε­νός ε­στί χρεί­α”;

Να μην ξε­χνά­με τον στόχο, να πο­θού­με την α­γι­ό­τη­τα, την πλή­ρω­ση του κε­νού μέσα μας α­πο την α­γά­πη Του, να ε­πι­θυ­μού­με την μα­κά­ρια σο­φί­α που φέρ­νουν οι θλί­ψεις;

Να πα­ρα­μέ­νου­με ζων­τα­νοί, να βλέ­που­με σε κά­θε και­νού­ρια μέρα μια νέα πρόκλη­ση, μια νέα α­να­μέτρη­ση με τις δυ­νάμεις και τις α­δυ­να­μί­ες μας, μια νέα ευ­και­ρία να α­γα­πή­σου­με πε­ρισ­σότε­ρο;

Να ε­λέγ­χου­με τον ε­αυ­τό μας, να μην ε­πα­να­παυ­ό­μα­στε σε βε­βαι­ό­τη­τες;

Μοιά­ζει να α­φο­ρά ό­λους. Φαί­νον­ται ό­λα τόσο δύσκο­λα, α­φού είναι “στε­νή η πύ­λη και τε­θλιμ­μένη η ο­δός” (Ματθ. 7, 14) . Μα συ­νάμα τόσο προ­σι­τά και α­πλά, έ­τσι που η κλή­ση να εί­ναι προ­σω­πι­κή για τον κα­θέ­να μας. Χρι­στέ μου, θέρι­ε­ψε την ε­πι­θυ­μία μέ­σα μας να γι­νόμα­στε κά­θε μέρα όλο και πιο πο­λύ μα­θη­τές Σου…