Τα δύο είδη της κατάνυξης

Η κατάνυξη εμφανίζεται με πολλές ωραίες μορφές. Γι’ αυτό και ο Ιερεμίας λέει: «Δυο χείμαρροι νερού βγήκαν από τα μάτια μου» (Θρήνοι Ιερ. 3:48). Δυο επομένως είναι τα κυριότερα είδη της κατάνυξης: όταν η ψυχή διψάσει τον Θεό, πρώτα αισθάνεται κατάνυξη από τον φόβο και έπειτα από τον πόθο.
Στην αρχή δηλαδή λιώνει από τα δάκρυα καθώς θυμάται τις αμαρτίες της και φοβάται μην πέσει στην αιώνια κόλαση εξαιτίας τους. Όταν όμως στενοχωρηθεί και λυπηθεί πολύ, τότε παύει η δειλία και γεννιέται μέσα της κάποια ξενοιασιά για το ότι θα συγχωρηθεί και κάποιο θάρρος, οπότε η ψυχή φλογίζεται από τον πόθο της ουράνιας χαράς. Και αυτή που προηγουμένως έκλαιγε από φόβο μην οδηγηθεί στην κρίση, έπειτα αρχίζει πάλι να κλαίει πικρά, επειδή είναι μακριά από την ουράνια βασιλεία. Γιατί όταν ο νους καθαριστεί, βλέπει πώς είναι οι χορείες των αγγέλων, ποια είναι η κοινωνία των μακαρίων πνευμάτων και ποιο είναι το μεγαλείο του να βλέπεις αιώνια τον Θεό. Θρηνεί λοιπόν όλο και περισσότερο, γιατί στερείται τα μόνιμα αγαθά. Και αυτό γίνεται, για να οδηγήσει η τέλεια κατάνυξη την ψυχή από τον φόβο στην αγάπη.
Αυτό αναφέρεται ωραία στην ιερή και αληθινή ιστορία για την Ασχά, την κόρη του Χάλεβ: ενώ καθόταν στο γαϊδούρι, στέναξε, και ο πατέρας της τη ρώτησε: «Τι έχεις;» Εκείνη του αποκρίθηκε: «Δώσε μου δώρο γη στα βόρεια, γιατί αυτή που μου έδωσες είναι άνυδρη· δώσε μου και γη ποτιστική». Και της έδωσε ο πατέρας της την ποτιστική γη την επάνω και την ποτιστική γη την κάτω. (Ι. Ναυή 15:18-19, λατ. κείμενο)
Η Ασχά η καθισμένη στο γαϊδούρι συμβολίζει την ψυχή που κάθεται στα άλογα κινήματα της σάρκας. Το ότι στέναξε και ζήτησε από τον πατέρα της την ποτιστική γη δείχνει ότι πρέπει με πολλούς στεναγμούς να ζητούμε από τον Δημιουργό μας το δώρο των δακρύων.
Γιατί είναι πολλοί αυτοί που αξιώθηκαν να λάβουν διδασκαλικό χάρισμα και να κηρύξουν με παρρησία την αλήθεια και να παρηγορήσουν τους θλιμμένους και να βοηθήσουν εκείνους που έχουν ανάγκη και να αποκτήσουν ζήλο για την πίστη, το δώρο όμως των δακρύων δεν το έλαβαν ακόμη. Αυτοί δηλαδή έχουν τη βορεινή γη, την άνυδρη, ενώ τους λείπει ακόμη η ποτιστική· ζουν βέβαια με καλά έργα, πρέπει όμως, είτε για τον φόβο της κρίσεως είτε για τον πόθο της βασιλείας των ουρανών, να θρηνήσουν για τα κακά έργα που έκαναν προηγουμένως, και έτσι να μπουν και αυτοί εκεί που είναι οι μεγάλοι, οι οποίοι φλέγονται από τον πόθο της βασιλείας.
Και όπως είπα ότι είναι δύο τα είδη της κατάνυξης, ο πατέρας της έδωσε στην Ασχά την ποτιστική γη την επάνω και την ποτιστική γη την κάτω. Την ποτιστική γη λοιπόν την επάνω παίρνει η ψυχή που πενθεί με δάκρυα εξαιτίας της επιθυμίας της ουράνιας βασιλείας, ενώ την ποτιστική την κάτω την παίρνει η ψυχή που θρηνεί εξαιτίας του φόβου της αιώνιας κόλασης.
Αν και πρώτα δίνεται η ποτιστική γη η κάτω και έπειτα η επάνω, ωστόσο ήταν απαραίτητο να αναφέρει η ιστορία πρώτα την ποτιστική γη την επάνω και ύστερα την κάτω, επειδή εκείνη η κατάνυξη είναι ανώτερη κατά την αξία.

Από τον Ευεργετινό