Καὶ ἐὰν ὁ ὁρατὸς κόσμος εἶναι τόσο ὡραῖος, ποιὸς ἄραγε εἶναι ὁ ἀόρατος;
Ἐὰν ἐκεῖνος εἶναι ὡραιότερος ἀπ’ αὐτόν, πόσο ὡραιότερος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυὸ κόσμους εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε αὐτούς;
Ἐὰν λοιπὸν ὡραιότερος ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλων τῶν ὡραίων, γιὰ ποιὸ λόγο ὁ νοῦς ἄφησε τὸ ὡραιότερο ἀπὸ ὅλα καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὰ χειρότερα ἀπὸ ὅλα;
ἐννοῶ δηλαδὴ μὲ τὰ πάθη τῆς σάρκας.
Δὲν εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ ἐπειδὴ ἀσχολήθηκε μὲ αὐτὴν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε καὶ συνήθισε αὐτήν, ἐνῶ δὲν ἔλαβε ἀκόμη τέλεια γνώση ἐκείνου ποὺ εἶναι ὡραιότερος ἀπὸ ὅλα καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα;
Ἐὰν λοπὸν μὲ τὴ διαρκῆ ἄσκηση τῆς ἐγκράτειας ἐναντίον τῶν ἡδονῶν καὶ τὴ μελέτη τῶν θείων ἀπομακρύνουμε τὸ νοῦ σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ σχέση του αὐτὴ μὲ τὶς ἡδονές, σιγὰ σιγὰ αὐξάνεται ἡ εὐχαρίστησή του καὶ ἡ προκοπὴ του πρὸς τὰ θεῖα καὶ γνωρίζει τὴ δική του τιμή, καὶ στὸ τέλος μεταφέρει ὄλον τὸν πόθο του πρὸς τὸ Θεό.
Αγ.Μαξιμος ο Ομολογητης