Τί αγάπη είχαν οι άγιοι Μάρτυρες για τον Χριστό, τί λεβεντιά!.. Σήμερα, για να μπορέση ο άνθρωπος να αντιμετωπίση τις δυσκολίες που συναντά, πρέπει να έχη μέσα του τον Χριστό, από τον οποίο θα παίρνη θεία παρηγοριά… Άγιος παππούς Βουκασίνος, ο φρικτώς σφαγιασθείς από τους παπιστές Ουστάσι

Τί αγάπη είχαν οι άγιοι Μάρτυρες για τον Χριστό, τί λεβεντιά!.. Σήμερα, για να μπορέση ο άνθρωπος να αντιμετωπίση τις δυσκολίες που συναντά, πρέπει να έχη μέσα του τον Χριστό, από τον οποίο θα παίρνη θεία παρηγοριά… Άγιος παππούς Βουκασίνος, ο φρικτώς σφαγιασθείς από τους παπιστές Ουστάσι

Ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς διαμαρτυρήθηκε με θάρρος για τις μαζικές εκτελέσεις στο Κράλιεβο από τους Κροάτες παπιστές Ναζί, τους Ουστάσι. Κατήγγειλε με αγανάκτηση τη χριστιανική υποκρισία που δικαιολογούσε τα τρομερά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά των Ορθοδόξων Σέρβων της Κροατίας. Αργότερα συνέθεσε μια εξαιρετική Ακολουθία προς τιμήν των Σέρβων νεομαρτύρων.
“Οι 700.000 που υπέφεραν για την Ορθόδοξη πίστη στα χέρια των Ρωμαίων σταυροφόρων και των Ουστάσι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου· Αυτοί είναι οι Νεο Σέρβοι Μάρτυρες.”
Αυτός που έγραψε την Ακολουθία των Σέρβων Νεομαρτύρων, έκανε μια τρομερή ερώτηση: «Τι πρέπει να κάνουν οι Σέρβοι;», απάντησε ο ίδιος: “Πρώτον, να μην πάρουν εκδίκηση. Γιατί όποιος πηρε εκδίκηση δεν έγινε ποτέ άγιος… Αυτοί που θα έπαιρναν εκδίκηση, ούτε Σέρβοι ούτε χριστιανοί θα ήταν… Αλλά ας αφήσουν την εκδίκηση στον Κύριο, για να είναι περήφανοι με τους 700.000 μάρτυρες του Χριστού, και να τους χτίζουν ναούς στα βασανιστήρια…» «Το να ξεχνάς το θύμα, είναι σα να ξεχνάς τον Θεό».

***

Άγιος παππούς Βουκασίνος
ο φρικτώς σφαγιασθείς από τους παπιστές Ουστάσι

O Άγιος Βουκάσιν (Vukašin Mandrapa) ήταν ένας Σέρβος αγρότης, επειδή ήταν Ορθόδοξος συνελήφθη κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου από τους φιλοναζιστές Ρωμαιοκαθολικούς Κροάτες και οδηγήθηκε στο φρικτό στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς, όπου, αρνούμενος να μεταστραφεί στο Ρωμαιοκαθολικισμό, θανατώθηκε μετά από σκληρά βασανιστήρια. Τον Ιανουάριο του 1943 τρεις Ουστάσι έκαναν διαγωνισμό σφαγής κρατουμένων. Ο Josip “Zhila” Friganović είχε ήδη σφάξει (με το ειδικό μαχαίρι που απεικονίζουμε και ονομάζονταν περιπαιχτικά “Σερβοκόφτης”) πάνω από χίλια άτομα όταν εντυπωσιάστηκε από την ηρεμία του γέροντα Βουκάσιν.
Την ιστορία αυτή ο Ουστάσι εξομολογήθηκε στον γιατρό του, τον Nedeljko Neđo Zec, που την δημοσίευσε. Ο Βουκάσιν αναγνωρίστηκε ως Άγιος το 1998.

[…] «-Λοιπόν, γιατρέ, είμαστε τώρα εμείς οι δυο μόνοι. Και αν κάποιος μάθει κάτι απ’ αυτό που θα συζητήσουμε, εσύ ξέρεις τι σε περιμένει… Εγώ δεν μπορώ περισσότερο να υποφέρω αυτό το μαρτύριο. Δεν με βοηθούν πια ούτε οι σφαγές, ούτε οι βασανισμοί, ούτε το αίμα, ούτε οι κραυγές, ούτε οι γυναίκες, ούτε το ρακί. Έχω μια έμμονη ιδέα και με τίποτε δεν μπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτήν. Μάλιστα, αυτός ο γέρος μου στριφογυρίζει στο κεφάλι και δεν μπορώ ολότελα να βρω ειρήνη.
Σταμάτησε σαν να δίσταζε. Και μετά συνέχισε ακόμα πιο ταραγμένα.
-Εσύ γνωρίζεις πολύ καλά, ποιος είμαι εγώ. Είσαι παλιός αιχμάλωτος και γι’ αυτό θα παίξω με ανοιχτά χαρτιά. Να, εγώ, ο Ζήλε, ο πιο αιμοχαρής Ούστασι στο Γιασένοβατς, που έσφαξε χιλιάδες αιχμαλώτους, να αυτός ο Ζήλε έγινε κουρέλι εξ αιτίας κάποιου γέρου, του βρωμερού χωριάτη Βουκάσιν από το Κλέπατς.
Σταμάτησε ξανά, ήπιε ένα ποτήρι ρακί και συνέχισε
-Εσύ θα θυμάσαι, ότι τον Αύγουστο του 1942 είχε γίνει μια μεγάλη παράταξη, όταν ο Γέρε Μάριτσιτς έστειλε στην Γκράντινα 3.000 άτομα για σφάξιμο. Τότε, ο Πέρο Μπρίζιτς, ο Ζρίνουσιτς, ο Σίπκα κι εγώ, είχαμε βάλει στοίχημα, ποιος θα σφάξει περισσότερους αιχμαλωτούς αυτό το βράδυ. Άρχισε η σφαγή και μετά μία ώρα, είχα ήδη προχωρήσει πολύ πιο μπροστά από τους άλλους σε σχέση με τον αριθμό των σφαγμένων. Αυτό το βράδυ με είχε καταλάβει ένα ασυνήθιστο πάθιασμα.
Και τότε, ενώ βρισκόμουν στη μεγαλύτερη παραφορά έρριξα, τυχαία, μια ματιά στο πλάι και είδα ένα γεροντότερο χωρικό, ο οποίος με κάποια ανεξήγητη ηρεμία στεκόταν και έβλεπε ήσυχα πώς έσφαζα. Αυτή του η ματιά με έκοψε στα δύο. Για κάποια ώρα δεν μπορούσα να κουνηθώ… Πλησίασα αυτόν τον χωρικό, από τον οποίο έμαθα, ότι είναι κάποιος Βουκάσιν από το χωριό Κλέπατς κοντά στο Τσάπλιν. Στο σπίτι του όλοι είχαν σκοτωθεί κι αυτόν τον πήραν από κάποια δουλειά και τον έστειλαν στο Γιασένοβατς. Όλα αυτά μου τα είπε τόσο ήσυχα, που με σημάδεψε βαθιά. Βλέποντας κι ακούγοντας αυτόν το γέροντα, ξαφνικά αναστατώθηκα από την επιθυμία να του τσακίσω αυτή την ηρεμία με απάνθρωπα βασανιστήρια. Τον πήρα και τον κάθισα σ’ ένα σπασμένο πολυβόλο που ήταν εκεί. Τον διέταξα να κραυγάσει «Ζήτω ο αρχηγός Πάβελιτς», και πως αν δεν το πει, θα του κόψω το αυτί. Ο Βουκάσιν σιωπούσε. Του έκοψα το αυτί. Αυτός δεν είπε λέξη. Του ξαναείπα να κραυγάσει «Ζήτω ο Πάβελιτς», αλλιώς θα του κόψω και το δεύτερο αυτί. Αυτός συνέχιζε να σιωπά. Του έκοψα και το δεύτερο αυτί. Του λέω, φώναξε «Ζήτω ο Πάβελιτς», αλλιώς θα σου κόψω τη μύτη! Αυτός σιωπούσε. Τότε του έκοψα τη μύτη. Κι όταν για τέταρτη φορά τον διέταξα να φωνάξει «Ζήτω ο Πάβελιτς» και τον απείλησα ότι θα του ξερριζώσω την καρδιά, αυτός με κοίταξε και ρίχνοντας το βλέμμα του κάπου πέρα και πάνω από μένα, στο άπειρο, αργά και καθαρά μου είπε: «Κάνε, παιδί μου, τη δουλειά σου».

Μετά απ’ όλα, αυτή η τελευταία φράση με τρέλλανε εντελώς. Πήδησα επάνω του, του έβγαλα τα μάτια, του ξερρίζωσα την καρδιά, του έκοψα το λαιμό και από τα πόδια τον έσπρωξα στο λάκκο. Αλλά τότε κάτι έσπασε μέσα μου, εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα πια να σκοτώσω κανέναν. Από τότε δε βρήκα πια ησυχία. Οποτεδήποτε επιχειρήσω να κάνω την παλιά μου δουλειά, πάντοτε προβάλλει μπρος μου η όψη του Βουκάσιν. Και τότε, σπάω, διαλύομαι, πέφτει η δύναμή μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Άρχισα να πίνω όλο και περισσότερο, αλλά αυτό με βοηθάει μόνο για μια στιγμή. Και συχνά, πίνοντας, ιδιαίτερα προς το βράδυ, ξαφνικά με τραβά η φωνή: «Κάνε, παιδί μου, τη δουλειά σου». Και τότε, σαν τρελλός, αναγκάζομαι να τριγυρίζω παντού, να βουλώνω τα αυτιά, να χτυπώ το κεφάλι μου, να φωνάζω, να τα σπάω όλα γύρω μου σαν δαιμονισμένος. Το βράδυ δεν έχω πουθενά ησυχία, κάθε ώρα τινάζομαι από τον ύπνο και τότε ξαφνικά στο σκοτάδι βλέπω τη εφιαλτική μορφή του Βουκάσιν και ακούω αυτό: «Κάνε, παιδί μου, τη δουλειά σου». Και, να τώρα έχω γίνει σαν πτώμα και με τίποτε δεν μπορώ πια να βοηθήσω τον εαυτό μου.
Μετά από αυτή την τραγική εξομολόγηση, ο Ζήλε ξαφνικά σιώπησε. Παρατηρούσε άγρια κάπου μακριά, όλος μουδιασμένος και έτσι για λίγο έμεινε σαν κάποια απολιθωμένη φιγούρα. Τότε άρχισαν να συσπώνται οι μυς του προσώπου του. Τα μάτια του άστραψαν, έδεσε σφιχτά τις παλάμες. Άρχισε να λαχανιάζει κι αβοήθητος να στριφογυρίζει επί τόπου. Με μιας, ξέσπασε σε κάποια αλλόκοτα αναφυλλητά. Ξαφνικά σε μια στιγμή, σηκώθηκε βίαια από την πολυθρόνα, γονάτισε μπροστά μου, πήρε με φόρα το χέρι μου και άρχισε να το φιλά. Φοβερά ταραγμένος από αυτή την απροσδόκητη τροπή, μόλις μετά την πρώτη κατάπληξη, μέσα από τους θρήνους του μπόρεσα να διακρίνω ότι μιλούσε.
Γιατρέ, σαν Θεό σε παρακαλώ, βοήθησέ με. Ξέρω πως είμαι ένας άθλιος άνθρωπος και δεν μπορώ μόνος μου να σταματήσω το βάσανό μου με μια σφαίρα. Δεν με βοηθά πια ούτε η εξομολόγηση, ούτε η προσευχή του ιερέα του στρατοπέδου, Μπρέκαλ. Δε με βοηθά ούτε η ακόλαστη ζωή, ούτε το πιοτό. Και αύριο είμαι ορισμένος για ιατρική εξέταση στην «επιτροπή». Εσύ εκεί θα είσαι γιατρός και θα κάνεις ειδική γνωμάτευση. Γιατρέ, σε ικετεύω, στείλε με κάπου για ανάπαυση, σε κάποια μπάνια κι εκεί θα προσπαθήσω να ηρεμήσω. Σε παρακαλώ, γιατρέ, θέλεις να μου το κάνεις; Υποσχέσου μου! Αυτό μου είναι η μοναδική σωτηρία. Έλεος, κάνε μου έλεος!
Έμεινα βουβός, η συσσώρευση τόσων εντυπώσεων και πιέσεων από μια φοβερή μανιακή κρίση που παρακολούθησα, μαζί με τη ριζωμένη μέσα μου στάση του αιχμαλώτου μπροστά στον εκτελεστή του, καθώς και η απαίσια εξομολόγηση αυτού του πιο απάνθρωπου φονιά -όλα αυτά- με αναστάτωσαν μέχρι τα κατάβαθά μου, ώστε μου διαταράχτηκε η λογική ροή της σκέψεως κι άρχισε και μένα να μου γυρίζει το κεφάλι. Αλλά όταν έπιασε ο Ζήλε να μου φιλά το χέρι, με μιας ένοιωσα σαν να με άγγιξε ένα γλοιώδες τέρας. Αυτόματα τράβηξα το χέρι μου. Πήδησα από την καρέκλα, και μετά τα τελευταία λόγια του, τελείως χαμένος, ψέλλισα με κάποια αργή, ξένη φωνή:
-Καλά, θα προτείνω να σε στείλουν στο Λίπικ.
Μετά απ’ αυτό το υστερικό κλάμα ο Ζήλε ειρήνευσε, σηκώθηκε, έκανε μερικές βόλτες στο δωμάτιο και τότε στάθηκε μπροστά μου και μου πέταξε διαπεραστικά:
-Τώρα τα γνωρίζεις όλα, μπορείς να πας!
Όταν βγήκα έξω, αισθανόμουν σαν να ξύπνησα από ένα τρομερό εφιάλτη και προσπάθησα να δροσιστώ αναπνέοντας βαθιά την ανανεωτική παγωνιά της χειμωνιάτικης νύχτας.
Αυτό το βράδυ, που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, μπροστά στα μάτια μου, αδιάκοπα περνούσε η φωτεινή μορφή του Βουκάσιν από το Κλέπατς και το κουβάρι της δυστυχίας και αθλιότητας που ονομαζόταν Ζήλε.
* Αυτοί οι δύο επέζησαν από τα βάσανα του στρατοπέδου.
Νέντο Ζέτς
(«Αντίσταση στα συρματοπλέγματα», αναμνήσεις ενός κρατουμένου. Βιβλίο 1, Βελιγράδι 1966, σελ. 61-65, 89-95).
Από το βιβλίο Νεομάρτυρες Σέρβοι στον 20όν αιώνα 1941-45, 1991-94, δύο γενοκτονίες μέσα σε 50 χρόνια, του ιστορικού Στεφάνου Σωτηρίου των εκδόσεων Αρμός, Αθήναι 1995
ΠΗΓΗ: «Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου. Ο ασκητής και ιεραπόστολος (1884-1980)», Τεύχος 13. Ἰανουάριος-Ἀπρίλιος 2005, Έκδοσις: «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη

***

Τί λεβεντιά είχαν οι Άγιοι
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Δύσκολα χρόνια!… Θα περάσουμε τράνταγμα. Ξέρετε τί θα πη τράνταγμα; Αν δεν έχετε λίγη κατάσταση πνευματική, δεν θα αντέξετε. Θεός φυλάξοι, θα φθάσουμε να έχουμε ακόμη και άρνηση πίστεως. Κοιτάξτε να αδελφωθήτε, να ζήσετε πνευματικά, να γαντζωθήτε στον Χριστό. Αν γαντζωθήτε στον Χριστό, δεν θα φοβάστε ούτε διαβόλους ούτε μαρτύρια. Οι άνθρωποι στον κόσμο έχουν από πολλές πλευρές στριμώγματα, φόβους. Αλλά, όταν κανείς είναι κοντά στον Χριστό, τί να φοβηθή; Θυμάστε τον Άγιο Κήρυκο ; Τριών χρονών ήταν καί, όταν πήγε να τόν… κατηχήση ο τύραννος, του έδωσε μια κλωτσιά. Διαβάστε Συναξάρια. Τα Συναξάρια πολύ βοηθούν, γιατί συνδέεται κανείς με τους Αγίους και φουντώνει μέσα του η ευλάβεια και η διάθεση για θυσία.
[…] Σήμερα, για να μπορέση ο άνθρωπος να αντιμετωπίση τις δυσκολίες που συναντά, πρέπει να έχη μέσα του τον Χριστό, από τον οποίο θα παίρνη θεία παρηγοριά, για να έχη κάποια αυταπάρνηση. Αλλιώς σε μια δύσκολη στιγμή τί θα γίνη;

Μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε ένας επίσκοπος από το Πατριαρχείο. Του είχα πεί: «Μά τί κατάσταση είναι αυτή; Από την μια ο Οικουμενισμός, από την άλλη ο Σιωνισμός, ο σατανισμός!… Σε λίγο θα προσκυνούμε τον διάβολο με τα δυο κέρατα αντί για τον δικέφαλο αετό». «Σήμερα, μου λέει, δύσκολα βρίσκεις επισκόπους σαν τον επίσκοπο Καισαρείας Παΐσιο τον Β´ »…. .
Σήμερα οι πιο πολλοί θέλουν να βγάζουν οι άλλοι το φίδι από την τρύπα. Εντάξει, δεν το βγάζουν αυτοί, αλλά τουλάχιστον ας πούν «προσέξτε· μήπως είναι κανένα φίδι εκεί πέρα;», ώστε να προβληματισθή ο άλλος. Όμως ούτε αυτό το κάνουν. Αν ήμασταν εμείς στα χρόνια των Μαρτύρων, με τον ορθολογισμό που έχουμε, θα λέγαμε: «Τον Θεό Τον αρνούμαι απ᾿ έξω – όχι από μέσα μου –, γιατί έτσι θα μου δώσουν την τάδε θέση και θα βοηθάω και κανέναν φτωχό». Τότε λιβάνι να έρριχναν στην φωτιά των ειδώλων, η Εκκλησία δεν τους κοινωνούσε· ήταν μετά «προσκλαίοντες» . Αυτοί που αρνιόνταν τον Χριστό, έπρεπε με μαρτύριο να εξιλεωθούν. Ή, στην εποχή της Εικονομαχίας, τους έλεγαν να κάψουν ή να πετάξουν τις εικόνες, και αυτοί προτιμούσαν να μαρτυρήσουν παρά να τις πετάξουν. Εμείς, αν μας έλεγαν να πετάξουμε μια εικόνα, θα λέγαμε: «Ας την πετάξω αυτή· είναι της Αναγεννήσεως. Θα κάνω αργότερα μια βυζαντινή».

***

Τί αγάπη είχαν οι άγιοι Μάρτυρες για τον Χριστό, τί λεβεντιά!..
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Οι Μάρτυρες είχαν καλή διάθεση, βοηθούσε και ο Χριστός και άντεχαν στους πόνους.
Τί αγάπη είχαν οι άγιοι Μάρτυρες για τον Χριστό, τί λεβεντιά!… Για τον Άγιο που προχωρεί στο μαρτύριο, η αγάπη του για τον Χριστό είναι ανώτερη από τον πόνο, γι’ αυτό και τον εξουδετερώνει. Το μαχαίρι του δημίου το ένιωθαν οι Μάρτυρες γλυκύτερο και από το δοξάρι του βιολιού. Όταν φουντώση η αγάπη για τον Χριστό, τότε το μαρτύριο είναι πανηγύρι· η φωτιά ανακουφίζει καλύτερα από λουτρό, γιατί το κάψιμο χάνεται από το κάψιμο της θείας αγάπης. Το γδάρσιμο είναι χάιδεμα. Ο θείος έρωτας παίρνει την καρδιά, παίρνει και το μυαλό, και τρελλαίνεται ο άνθρωπος. Δεν καταλαβαίνει ούτε πόνο ούτε τίποτε, γιατί ο νούς του είναι στον Χριστό και πλημμυρίζει η καρδιά του από χαρά. Πόσοι Άγιοι πήγαιναν στο μαρτύριο και ένιωθαν τέτοια χαρά, λές και πήγαιναν σε πανηγύρι! 

Μαρτύριο και ταπείνωση

Αυτός που θα αξιωθή να μαρτυρήση, πρέπει να έχη πολλή ταπείνωση και να αγαπάη πολύ τον Χριστό. Αν προχωρήση εγωιστικά στο μαρτύριο, θα τον εγκαταλείψη η Χάρις. Θυμάσθε, ο Σαπρίκιος που έφθασε μέχρι το μαρτύριο και όμως αρνήθηκε τον Χριστό; «Γιατί με φέρατε εδώ;», είπε στους δημίους. «Καλά, δεν είσαι Χριστιανός;», του λένε. «Όχι», απαντά. Και ήταν ιερέας! Μου λέει ο λογισμός ότι πήγαινε να μαρτυρήση εγωιστικά και όχι ταπεινά· δεν πήγαινε στο μαρτύριο για την πίστη του, για την αγάπη του Χριστού, γι’ αυτό τον εγκατέλειψε η Χάρις. Γιατί, όταν κινήται κανείς εγωιστικά, δεν δέχεται την Χάρη του Θεού και επόμενο είναι σε μια δυσκολία να αρνηθή τον Χριστό.
– Γέροντα, πολλές φορές λέμε ότι σε δύσκολες ώρες ο Θεός θα δώση δύναμη.
– Ο Θεός θα δώση δύναμη σε έναν ταπεινό άνθρωπο που έχει καθαρή καρδιά, που έχει καλή διάθεση. Αν δη ο Θεός πραγματικά καλή διάθεση, ταπείνωση, θα δώση πολλή δύναμη. Δηλαδή θα εξαρτηθή από την διάθεση του ανθρώπου, για να του δώση δύναμη ο Θεός.
– Γέροντα, είπατε να έχη ταπείνωση και καλή διάθεση ο άνθρωπος. Μπορεί να έχη υπερηφάνεια και καλή διάθεση;
– Όταν λέμε ταπείνωση, εννοούμε τουλάχιστον στο θέμα αυτό του μαρτυρίου να έχη ταπείνωση. Μπορεί να έχη υπερηφάνεια, αλλά τότε να ταπεινωθή και να πή: «Θεέ μου, είμαι υπερήφανος· τώρα όμως δώσ᾿ μου λίγη δύναμη να μαρτυρήσω για την αγάπη Σου και να εξοφλήσω τις αμαρτίες μου». Οπότε, αν έχη ταπεινή διάθεση και πηγαίνη στο μαρτύριο με μετάνοια, τότε δίνει πολλή Χάρη ο Θεός. Να μην πάη δηλαδή με υπερήφανη διάθεση, με τον λογισμό ότι θα γίνη μάρτυρας και θα του γράψουν μετά το συναξάρι και ακολουθία, θα του κάνουν εικόνα με φωτοστέφανο. Μου είπε κάποιος: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, να φθάσω μέχρι πέμπτου ουρανού». «Καλά, του λέω, ο Απόστολος Παύλος έφθασε στον τρίτο ουρανό , εσύ ζητάς να φθάσης στον πέμπτο;». «Γιατί, μου λέει, δεν γράφει να ζητάμε τα “κρείττονα”;» . Ακούς εκεί κουβέντα! Πάντως, αν πάη κανείς στο μαρτύριο, για να έχη δόξα στον Παράδεισο, καλύτερα να μη σκεφθή να μαρτυρήση. Ένας γνήσιος, ένας σωστός Χριστιανός, αν ήξερε ότι και στον Παράδεισο που θα πάη θα έχη πάλι βάσανα, θα έχη μαρτύρια, πάλι θα λαχταρούσε να πάη εκεί. Δεν πρέπει να σκεφτώμαστε ότι, αν υποφέρουμε κάτι εδώ στην γή, θα είμαστε καλύτερα εκεί στον Ουρανό. Να μην πάμε έτσι μπακαλίστικα. Εμείς θέλουμε τον Χριστό. Ας υπάρχη μαρτύριο, ας μαρτυρούμε κάθε μέρα, ας μας δέρνουν κάθε μέρα, και δυο και τρεις φορές την ημέρα· δεν μας απασχολεί. Το μόνο που μας απασχολεί είναι να είμαστε με τον Χριστό.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου «Πνευματική αφύπνιση», Β´ τόμο, Ιερόν Ησυχαστήριον “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης

***

Βουκάσιν μάρτυς εκ Σερβίας_Vukasin of Klepci Serbia_мученик јасеновачки Вукашин_en_sveti_vukasin_gracanica_v — Γέροντα, διαβάζουμε στο συναξάρι, τι τραβούσαν οι μάρτυρες και απορώ πως άντεχαν. Τι συνέβαινε; Τους έδινε ο Θεός τη Χάρη Του και δεν νιώθαν τον πόνο ή κάτι άλλο συνέβαινε;
Τραβήχτηκε λίγο πίσω για να με κοιτάξει καλά-καλά, μ’ έναν τρόπο που τον γνώριζα πιά καλά. Με βυθομετρούσε πνευματικά με την πνευματική δράση που διέθετε και άρχισε να λέει.
 Η αγάπη πούχαν στο Χριστό τους έδινε την δύναμη. Οι μάρτυρες αγαπούσαν πολύ το Χριστό, με αγάπη που καίει, και αυτή τους έκανε να μή νοιώθουν πόνο. Να μια φορά είχε πιάσει φωτιά ένα σπίτι και ήταν μέσα τα παιδάκια. Ορμάει η μάννα μές στις φλόγες και δεν άκουγε τίποτα. Γύρισε με τα παιδιά στην αγκαλιά. Ήταν καμένη, στο πρόσωπο, στα μαλλιά, στα χέρια, παντού. Όμως δεν ένιωθε τίποτα, ούτε λογάριαζε τον πόνο μπροστά στα παιδιά της.
Μετά που πέρασε η στιγμή άρχισε να νοιώθει πόνο. Ναί, έτσι.
[…] Έτσι η αγάπη έδινε δύναμη στους μάρτυρες. Είχαν μεγάλη αγάπη στο Χριστό.
— Καλά Γέροντα, να πει κανείς ότι μετανόησε κάποιος άνθρωπος, πήγε στο Άγιο Όρος να πούμε, κάθισε 10-20 χρόνια, απόκτησε κατάσταση, αγάπησε το Χριστό, όμως έδώ βλέπουμε περιπτώσεις που ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν τον αγώνα κάποιου μάρτυρα, για μια στιγμή μπαίναν στο μαρτύριο και αυτοί. Ακόμη και οι ίδιοι οι δήμιοι καμιά φορά. Εδώ τι γίνεται;
— Ε! Αυτοί ήταν άνθρωποι καλής προαίρεσης που δεν βοηθήθηκαν καθόλου στην ζωή τους και ο Θεός ό,τι τους χρωστούσε τους το έδινε όλο μαζί και έτσι σε μια στιγμή παίρναν την καλή στροφή. 180°! Μετάνοια βαθειά, πραγματική.
— Έτσι γρήγορα; σε λίγα λεπτά μέσα; πως γίνεται;
— Ναί, ναί. Να όπως ο ληστής στο Σταυρό..
Πηγή: Αθανάσιος Ρακοβαλής «Ο πατήρ Παΐσιος μου είπε…», εκδόσεις «Μέλισσα», Θεσσαλονίκη 1998