Ὅ,τι ἀγαπᾶ κάποιος ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, αὐτὸ καταβαραίνει τὸν νοῦ του καὶ τὸν δεσμεύει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σηκώσει κεφάλι.
Σὲ αὐτὸν τὸ σταθμὸ καὶ τὴ ροπὴ καὶ τὸ ζύγι τῆς κακίας δοκιμάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, Χριστιανοὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν βουνῶν, τῶν μονῶν, τῶν ἀγρῶν ἢ τῶν ἐρήμων, ὅτι δελεαζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ δικό του προσωπικὸ θέλημα, ἀγαπᾶ κάποιο πράγμα ἤ πάθος, καὶ δένεται σὲ αὐτὸ ἡ ἀγάπη του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρεται ὅλη στὸν Θεό.
Ἄλλος ἀγάπησε κτήματα,
ἄλλος χρυσὸ ἢ ἄργυρο,
ἄλλος τὴν κοιλιά του ἤ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες,
ἄλλος τὴν κοσμικὴ σοφία γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων,
ἄλλος ἐξουσία, δόξα καὶ τιμές,
ἄλλος ὀργὴ καὶ μῆνιν,
ἄλλος ἄκαιρες συντυχίες,
ἄλλος ζῆλο,
ἄλλος νὰ μετεωρίζεται ἡδονικὰ ὅλη μέρα,
ἄλλος νὰ ἀπατᾶται ἀπὸ ἀργόσχολους λογισμούς,
ἄλλος νὰ παριστάνει τὸ νομοδιδάσκαλο γιὰ ἀνθρώπινη δόξα,
ἄλλος νὰ εὐχαριστιέται στὴ χαύνωση καὶ στὴν ἀμέλεια,
ἄλλος νὰ εἶναι προσκολλημένος στὰ ὄμορφα ροῦχα,
ἄλλος παραδίδεται στὶς γήινες μέριμνες,
ἄλλος ἀγαπᾶ τὸν ὕπνο, τὴν εὐτραπελία ἤ τὴν αἰσχρολογία.
Ὅποιο πάθος του δὲν πολεμᾶ γενναῖα κάποιος, ἐκεῖνο ἀγαπᾶ, καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸν δεσμεύει καὶ τὸν βαραίνει καὶ γίνεται γι αὐτὸν ἐμπόδιο καὶ ἁλυσίδα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ μὴν ἀνεβαίνει στὸν Θεό.
Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀληθινὰ ἔχει τὴν ὁρμή της πρὸς τὸν Θεό, ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη της ἕλκει πρὸς Αὐτόν, καὶ δεσμεύεται ἐλεύθερα, κατὰ τὴν δύναμή της, ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δέχεται τὴν βοήθεια τῆς χάριτος, καὶ ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό της καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὰ θελήματα τοῦ νοῦ της, ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ προσφέρεται στὸν λόγο τοῦ Κυρίου.
Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο καὶ τὶς ἐντολές του, ἀπὸ ἐκεῖ βοηθᾶται καὶ ἀπελευθερώνεται, καὶ γίνονται γι αὐτὸν εὔκολα τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀποσώζει ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη του πρὸς Ἐκεῖνον.